Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου σε μια επί της ουσίας πολιτική κουβέντα στη Lifo μιλά για τις δυσκολίες, τις αντιπαραθέσεις και το πνεύμα του Εθνικού που απευθύνεται σε όλους τους καλλιτέχνες, αλλά κυρίως στους καλύτερους
Λίγες μέρες μετά την ανανέωση της θητείας του στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου, λίγες μέρες πριν από την ανακοίνωση του ρεπερτορίου της επόμενης σεζόν, στο διάλειμμα της πρόβας της «Αντιγόνης» που σκηνοθετεί για το Φεστιβάλ Επιδαύρου, ο Στάθης Λιβαθινός μιλάει στη LifΟ για τον περιπετειώδη πρώτο χρόνο του στον πρώτο θεατρικό οργανισμό της χώρας και για τα πολλά και ωραία που σχεδιάζει να γίνουν τα επόμενα χρόνια.
— Πριν από μερικά χρόνια, που σκηνοθετούσατε ως freelance, είχατε αυτοχαρακτηριστεί πλανόδιος (-βιος). Εδώ και έναν χρόνο, και για τα επόμενα τρία, είστε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Πόσο προετοιμασμένος ήσασταν για τις ευθύνες της διεύθυνσης του πρώτου θεατρικού οργανισμού της χώρας;
Αυτός ο πρώτος χρόνος που είμαι στο τιμόνι του Εθνικού ισοδυναμούσε με πέντε. Δεν ξέρω δυσκολία που να μη μας συνέβη: από τα παρατράγουδα του τρόπου της διαδοχής και τον προγραμματισμό του τέως διευθυντή, που επιλέξαμε να υποστηρίξουμε, αν και δεν ήταν δικός μας, έως την πολιτική συγκυρία και την οικονομική αστάθεια. Αν θυμάστε, πέρσι, λόγω των capital controls, υπήρξε ολόκληρη συζήτηση για το αν θα μπορέσουν να γίνουν οι παραστάσεις μας στην Επίδαυρο, εν μέρει εξηγήσιμη, γιατί επρόκειτο για καταστάσεις πρωτόγνωρες. Ωστόσο, όχι μόνο πήγε το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο, αλλά έδωσε και το σήμα ότι η δυσκολία μπορεί να αντιμετωπιστεί και έπειτα από εμάς όλοι οι άλλοι θίασοι έδωσαν κανονικά τις παραστάσεις τους. Τα πράγματα εξελίχθηκαν καλά και το ίδιο θα συμβεί και φέτος, παρά τα υπόπτων προθέσεων δημοσιεύματα που υποστήριξαν ότι το Εθνικό δεν θα πάει στην Επίδαυρο!
Για να επανέλθω στο ερώτημά σας, ταξιδεύοντας στο εξωτερικό και βλέποντας πώς λειτουργούν αντίστοιχα θέατρα σε άλλες χώρες, η έως τώρα εμπειρία μου σε σχέση με αυτά που αντιμετωπίζουν οι καλλιτεχνικοί διευθυντές τους ήταν κάτι σαν βαριά, ανθυγιεινή εκδοχή της πιο όμορφης ασχολίας του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, είναι ένας ρόλος που με γεμίζει χαρά, κάνω όνειρα για το μέλλον του Εθνικού. Σκέφτομαι ότι απευθύνεται σε πολλές γενιές ανθρώπων, που όλοι τους πρέπει να νιώσουν δημιουργική χαρά, ότι πρέπει να προσφέρει ευκαιρίες σε πολλούς δημιουργούς και να συμβάλει στην αναμόρφωση της θεατρικής παιδείας στον τόπο μας. Και, βέβαια, να είναι στην εμπροσθοφυλακή της θεατρικής τέχνης. Κι όταν λέω εμπροσθοφυλακή, μιλώ για τα αυτονόητα, που είναι ακόμη ζητούμενα στη χώρα μας. Τι εννοώ; Πριν από έναν χρόνο, στην πρώτη συνέντευξη Τύπου, είχα πει ότι σκέφτομαι το Εθνικό ως ένα θέατρο συνόλου, ένα θέατρο ensemble. Αλλά το ensemble δημιουργείται μέσα στον χρόνο, δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Γι’ αυτό και την παρουσία μου εδώ δεν τη βλέπω στην προοπτική του βραχυπρόθεσμου, του τι κάνουμε σήμερα και τι αύριο, ακριβώς γιατί για να λειτουργήσουν κάποια πράγματα που έχω κατά νου για το Εθνικό χρειάζεται κάποιος ορίζοντας.
— Οι δυσκολίες του πρώτου χρόνου μήπως είναι το τίμημα που πληρώσατε επειδή αποδεχτήκατε μια πολιτική πρακτική (του διορισμού από τον υπουργό Πολιτισμού) που είναι αντίθετη στην εκπεφρασμένη θέση σας ότι οι διευθυντές στους πολιτιστικούς οργανισμούς πρέπει να προκύπτουν μέσα από διαγωνισμό, με υποβολή φακέλων των ενδιαφερομένων, ώστε να είναι αξιοκρατική η επιλογή;
Ο τότε υπουργός Πολιτισμού με κάλεσε να αναλάβω τη διεύθυνση του Εθνικού υπακούοντας όχι σε κομματικά/πολιτικά κριτήρια, αλλά κρίνοντας μόνο σε σχέση με το καλλιτεχνικό μου έργο. Ανέλαβα, λοιπόν, σε μια συνθήκη ασυνήθιστη και ταραγμένη, να ολοκληρώσω τη θητεία ενός ανθρώπου, του Σωτήρη Χατζάκη, με τον οποίο ούτε είχα, ούτε έχω οποιαδήποτε κόντρα. Είμαι βέβαιος ότι κι εκείνος αγαπάει το Εθνικό παρά τις διάφορες επιθέσεις που έκανε χωρίς κανέναν αποχρώντα λόγο. Μπορώ να καταλάβω την πικρία του (έτσι όπως έγινε η αλλαγή, οποιοσδήποτε στη θέση του θα την ένιωθε) και να τον συγχωρήσω. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η κατάσταση που βρήκαμε στο Εθνικό Θέατρο ήταν προβληματική (ως προς τα οικονομικά του, το υπεράριθμο προσωπικό κ.ο.κ.). Η ζωή στο θέατρο, ξέρετε, μπορεί να γίνει εφιαλτική μερικές φορές. Γιατί οι καλλιτέχνες δεν είμαστε εύκολοι άνθρωποι, συχνά είμαστε άνθρωποι με μοιραία απόκλιση από τον κοινό νου και έτσι οφείλουμε να παραμείνουμε για να είμαστε ουσιαστικοί στη δουλειά μας – γι’ αυτό και οι αντιθέσεις, ακόμη και οι αντιφάσεις στο έργο που παράγεται, είναι κατανοητές.
Η οικονομική κρίση επηρεάζει και τα οικονομικά του Εθνικού, αλλά με την αυτοθυσία και τη συμπαράσταση όλων, καλλιτεχνών και εργαζομένων του Εθνικού, θα πάμε καλά.
— Οπωσδήποτε, το ότι η πολιτική ηγεσία δεν αποδεσμεύει τη διαδοχή των διευθυντών στους πολιτιστικούς οργανισμούς από τη βούληση των εκάστοτε υπουργών Πολιτισμού αποτελεί αιτία μεταφοράς εντάσεων και συγκρούσεων από τον πολιτικό στον καλλιτεχνικό χώρο, όπως δεν θα έπρεπε να συμβαίνει.
Είναι ένα ζήτημα το οποίο συζητήσαμε και με τον νυν υπουργό Πολιτισμού, Αριστείδη Μπαλτά. Να είμαι ο τελευταίος διευθυντής που τοποθετείται με πολιτική απόφαση. Έχω την εντύπωση πως ο νυν υπουργός κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Οποιαδήποτε στιγμή μου ζητηθεί να καταθέσω τα χαρτιά μου, «περγαμηνές» και φάκελο προτάσεων για τη λειτουργία του Εθνικού Θεάτρου, από τη στιγμή που πιστεύω ότι μπορώ να προσφέρω ως διευθυντής του Εθνικού, φυσικά και θα το κάνω – όπως, πιστεύω, θα το έκαναν και άλλοι άξιοι άνθρωποι του χώρου, οι οποίοι επίσης έχουν να προσφέρουν στο Εθνικό Θέατρο.
— Στην πρώτη συνέντευξη Τύπου που δώσατε, περίπου τέτοια εποχή πέρσι, ανακοινώσατε την πρόθεσή σας να λειτουργήσει το συντομότερο δυνατόν σχολή σκηνοθεσίας του Εθνικού στους χώρους του Σχολείου, στην οδό Πειραιώς. Είναι γνωστή η επίθεση που δεχτήκατε από τον πρόεδρο του Δ.Σ. και την πλειοψηφία των τότε μελών του Δ.Σ. Πού βρίσκεται σήμερα το σχέδιο αυτό;
Συνάντησα λυσσαλέα αντίθεση που ανέβαλε την πραγματοποίησή του. Επειδή θεωρώ πρωταρχικό χρέος μου την αναβάθμιση της Δραματικής Σχολής του Εθνικού και με σχολή σκηνοθεσίας, που αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει στην Αθήνα, το σχέδιο θα προχωρήσει. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να μας βοηθήσουν οικονομικά σ’ αυτό, στους οποίους θα χρωστάμε ευγνωμοσύνη όταν με το καλό η σχολή λειτουργήσει. Γιατί, ξέρετε, στο πλαίσιο της επίθεσης στο πρόσωπό μου, δυσφημίστηκε η ίδια η λειτουργία της χορηγίας, λες και οι χορηγοί είναι υποχρεωμένοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη σε μια τόσο δύσκολη εποχή. Πώς είναι δυνατόν, αντί να προσπαθούμε να αυξήσουμε τη δραματικά μειωμένη κρατική επιχορήγηση με χορηγίες ιδιωτών, να τις καταγγέλλουμε κι από πάνω; Ευτυχώς, η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου έχει αλλάξει με την αποχώρηση τριών μελών και την τοποθέτηση του Μιχάλη Σταθόπουλου, του Βασίλη Πουλαντζά και του Παντελή Δεντάκη, οπότε πλέον η δυναμική των πραγμάτων, ως προς τη συνεννόηση διεύθυνσης και Δ.Σ., επιτρέπει να αισιοδοξούμε. Ωστόσο, αντίσταση εξακολουθεί να υπάρχει.
— Δημοσιεύματα σε δύο απογευματινές εφημερίδες έκαναν λόγο για τη δεινή οικονομική κατάσταση του Εθνικού, με πνεύμα μάλλον κακόβουλο. Πολλοί που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα μιλούν για «δακτύλους» που προσπαθούν να σας χτυπήσουν…
Ναι, γιατί μετά το δημοσίευμα στα «Νέα» δημιουργήθηκε αναταραχή στο θέατρο. Δεν είναι και λίγο να γραφτεί ότι το Εθνικό, στο οποίο οφείλεται η ύπαρξη του Φεστιβάλ της Επιδαύρου, δεν έχει χρήματα να πάει στην Επίδαυρο. Η οικονομική κρίση έχει χτυπήσει τους πάντες, και τους πολιτιστικούς οργανισμούς φυσικά, και είναι ανήθικο αυτή την τόσο άγρια εποχή να γίνεται αντικείμενο μικροπολιτικής το Εθνικό Θέατρο, όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος της επιχορήγησής του πηγαίνει στη μισθοδοσία! Όσο περνάει από το χέρι μου το Εθνικό δεν θα «παίξει» σε τέτοια παιχνίδια. Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να αναλωθούμε σε δημόσιες αντιπαραθέσεις, καταγγελίες, επιστολές διαμαρτυρίας και τα σχετικά. Δεν έχω καμία πρόθεση να ρίξω το πολύτιμο κεφάλαιο που λέγεται «θεατρικός πολιτισμός» στο πεζοδρόμιο. Από 1η Ιανουαρίου του 2015, όποιος ενδιαφέρεται για τα οικονομικά στοιχεία του Εθνικού, ο κάθε Έλληνας πολίτης, μπορεί να τα βρει στη Διαύγεια. Αυτήν τη στιγμή εγώ και ο αναπληρωτής διευθυντής, Θοδωρής Αμπαζής, και άλλοι συνεργάτες, δουλεύουμε στη Δραματική Σχολή αμισθί, σημαντικότατοι σκηνοθέτες δουλεύουν κοντά μας ρίχνοντας τις αμοιβές τους λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας, γίνεται μια τρομερή προσπάθεια απ’ όλους για εξοικονόμηση πόρων. Να βγω και να το διαλαλώ; Το Εθνικό πρέπει να εκφράζει μια ηθική στάση στα πράγματα και το Εθνικό που εγώ οραματίζομαι θα ήθελα να λειτουργεί ως αντίβαρο στην παρακμή γύρω μας, στην ασχήμια της ένδειας, της κακογουστιάς, της μετριότητας και του φθόνου που δηλητηριάζει την κοινωνία.
— Το Τμήμα Σκηνοθεσίας και Σκηνογραφίας, τελικά, πότε θα αρχίσει να λειτουργεί;
Για να γίνει αυτό, πρέπει να ψηφιστεί από την πλειοψηφία του επταμελούς Δ.Σ., που αυτήν τη στιγμή δεν είναι εξασφαλισμένη, γιατί η ψήφος του προέδρου σε περίπτωση ισοψηφίας είναι διπλή. Σας είπα ότι η αντίσταση συνεχίζεται ακόμη. Και αναρωτιέμαι τι κέρδισε το Εθνικό απ’ αυτήν; Ποιον ωφελεί και ποιος χαίρεται που δεν προχωράει; Σε μια εποχή που το θέατρο είναι απολύτως «σκηνοθετικό», οι νέοι αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό, αν θέλουν να αποκτήσουν τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται, γιατί δεν υπάρχει σχολή σκηνοθεσίας. Εγώ θα περιμένω. Άλλωστε, το ΥΠ.ΠΟ. δημοσιοποίησε πρόθεση δημιουργίας ενιαίας Ακαδημίας Τεχνών που εξετάζεται να συμπεριλάβει έγκυρες κρατικές σχολές, όπως η Δραματική Σχολή του Εθνικού. Τόσο εγώ όσο και οι συνεργάτες μου θα συμβάλλουμε συμβουλευτικά και με όποιον τρόπο μπορούμε στη βελτίωση της θεατρικής παιδείας. Θέλω να πω, δεν μπορεί να κρίνουν τα πράγματα οι συντηρητικές δυνάμεις που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα και να μείνουν τα πράγματα ως έχουν.
— Έχω την εντύπωση, ωστόσο, ότι οι δυνάμεις της συντήρησης, τουλάχιστον στον θεατρικό χώρο, αφορούν μια γενιά που είναι στη φάση εξόδου της – έχει τελειώσει η εποχή που μπορούσε να καθορίζει τις εξελίξεις.
Μπορεί, αλλά στην έξοδό της τη ζημιά την κάνει. Ωστόσο, υπάρχει ένα πλέγμα ασφαλείας γύρω μας από καλλιτέχνες και δημιουργούς που ξέρουν ποια είναι τα κριτήρια των επιλογών μας, το καλλιτεχνικό στίγμα μας και θέλουν να είναι κοντά μας, να μας στηρίξουν και να υποστηριχθούν από μας.
— Ως προς το ρεπερτόριο της επόμενης σεζόν, πώς κινηθήκατε;
Το ρεπερτόριο θα ανακοινωθεί στα μέσα Ιουνίου, γι’ αυτό και δεν μπορώ να μιλήσω τώρα αναλυτικά. Θα δώσουμε, πάντως, χώρο σε σκηνοθέτες που δεν έχουν εργαστεί έως τώρα στο Εθνικό και στη νέα γενιά ηθοποιών που θα επιλεχθούν μέσα από ακροάσεις που ήδη ξεκινήσαμε. Αυτήν τη στιγμή, και στους τρεις Χορούς των παραστάσεων που θα παρουσιαστούν στην Επίδαυρο, «Αντιγόνη», «Οιδίπους Τύραννος» και «Λυσιστράτη», παίζουν ηθοποιοί που στο μεγαλύτερο μέρος επιλέχθηκαν από ακροάσεις. Το Εθνικό Θέατρο απευθύνεται σε όλους, αλλά στους καλύτερους.
— Όμως οι ακροάσεις σε μια χώρα που έχει χιλιάδες ηθοποιούς πόσο πραγματικά αξιοκρατική μέθοδος μπορεί να είναι; Πολλοί ηθοποιοί αρνούνται να μπουν στη διαδικασία γιατί είναι απολύτως αποθαρρυντικό το σκηνικό των εκατοντάδων που περιμένουν απ’ έξω. Ο χρόνος της ακρόασης για τον καθένα δεν μπορεί παρά να είναι ελάχιστος, οπότε η επιλογή είναι προβληματική.
Πώς να γίνει αλλιώς; Εγώ άλλον τρόπο δεν ξέρω και ακροάσεις γίνονται σε όλα τα σοβαρά θέατρα του κόσμου. Στις ακροάσεις γνωρίζεις κατά το δυνατόν τους ανθρώπους, τους βλέπεις στα μάτια, τους δείχνεις αγάπη και σεβασμό και τους δίνεις μια ευκαιρία να δοκιμαστούν. Καλύτερα να δεις τους ανθρώπους, παρά να μην τους δεις καθόλου.
— Φέτος είναι 400 χρόνια από τον θάνατο του Σαίξπηρ. Θα υπάρχει άξονας στο ρεπερτόριο αφιερωμένος στο σαιξπηρικό θέατρο;
Άξονας δεν θα υπάρχει, αλλά θα συνεχίσουμε το «Δωμάτιο του Σαίξπηρ», μια δράση ακραία όσο και ενδιαφέρουσα που κάναμε στην Ομόνοια, όπου σ’ ένα κοντέινερ, επί 12 ώρες, ένα σύνολο σκηνοθετών και ηθοποιών (εναλλάσσονταν ανά 20 λεπτά) διάβαζαν αποσπάσματα από σαιξπηρικά έργα ή σονέτα. Επιπλέον, τα παιδιά της Δραματικής Σχολής του Εθνικού ερμήνευσαν τραγούδια από παραστάσεις σαιξπηρικών έργων. Όλο αυτό προκάλεσε μια ωραία περιέργεια σε ανθρώπους που ήταν περαστικοί, σε ανθρώπους που αλλιώς δεν τους συναντάς, που δεν έρχονται στο θέατρο. Το «Δωμάτιο του Σαίξπηρ» πέτυχε τόσο, που θα το επαναλάβουμε του χρόνου, και πάλι σε συνεργασία με τον Δήμο Αθηναίων. Οι συνέργειες και οι συνεργασίες με φορείς και άλλους θεσμούς είναι κάτι που επιδιώκω γιατί το απαιτεί η εποχή.
— Τέτοια «πρότζεκτ» μήπως τα παρακολουθούν κατά κύριο λόγο αυτοί που έχουν την πληροφορία και όχι οι περαστικοί; Αλλά έστω ότι μπαίνουν στο κοντέινερ περαστικοί – θα είναι ξένοι κατά τεκμήριο, που ακόμη κι αν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, δεν τη γνωρίζουν τόσο, ώστε να κατανοούν και να απολαμβάνουν την ποίηση. Επιπλέον, τι καταφέρνει ένα σφηνάκι τέχνης που απευθύνεται εκ των πραγμάτων σε έναν πολύ περιορισμένο αριθμό ανθρώπων;
Το κοντέινερ του Σαίξπηρ δεν ήταν μέσα σε κανένα μουσείο, ούτε σε κανέναν προστατευμένο χώρο, αλλά στο πιο δημοκρατικό και εκτεθειμένο σημείο της πόλης. Οι άνθρωποι που μπήκαν μέσα στο κοντέινερ ήταν όλων των ηλικιών, συνταξιούχοι που ήρθαν από τα πέριξ καφενεία να δουν τι γίνεται, μετανάστες που ένιωθαν όμορφα γιατί ήταν ευπρόσδεκτοι και αυτό που συνέβαινε δεν ήταν απειλητικό αλλά ωραίο (έρχονταν και κάθονταν, μάλιστα, κοντά στους καλλιτέχνες, όπως οι γάτες στο πιάνο, και ήθελαν να συμμετέχουν). Όποιος ήρθε, είδε ότι τα κουπόνια δίνονταν επί τόπου στους ανθρώπους που πλησίαζαν κι έδειχναν ενδιαφέρον, δεν είχαν προμοιραστεί. Κοιτάξτε, σε μια εποχή με έντονη καλλιτεχνική πολυγλωσσία όπως η σημερινή, το Εθνικό Θέατρο μπορεί και πρέπει να παράγει ή να συμμετέχει σε πολλά διαφορετικά πρότζεκτ, αρκεί να πλησιάζει με γνήσιο τρόπο τους ανθρώπους. Η ανάγκη για επαφή με ένα καλλιτεχνικό έργο είναι κοινή και στους ανθρώπους που είναι «μυημένοι» και σ’ αυτούς που δεν έχουν πλησιάσει ποτέ στο θέατρο. Όταν κλείνεις για τα αυτοκίνητα την Αγίου Κωνσταντίνου και τη Μενάνδρου και ανοίγεις τα παράθυρα του Εθνικού στον δρόμο και βγαίνουν οι ποιητές και απευθύνονται σε όσους περνούν μπροστά από το κτίριο Τσίλερ, στόχος δεν είναι να προσεγγιστεί το φιλότεχνο κοινό αλλά αυτοί που, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, δεν τολμούν να πατήσουν το κατώφλι του. Αυτό, ακόμη και σημειολογικά, έχει αξία. Παράλληλα με το κύριο έργο του, τις παραστάσεις στις διάφορες σκηνές του, το Εθνικό κάνει μια χειρονομία προς την κοινωνία και την πόλη στην οποία βρίσκεται.
— Η αντίρρησή μου έχει να κάνει με το ότι, εκτός από μεγάλη παραγωγή παραστάσεων σ’ αυτή την πόλη, εξίσου μεγάλη είναι πια και η προσφορά events. Η υπερπροσφορά πληροφορίας και πολιτιστικών/καλλιτεχνικών γεγονότων καθιστά το κοινό, ακόμη και το ψαγμένο, καταναλωτή τέχνης. Και προκαλεί κορεσμό. Αλλά, ας προχωρήσουμε στο πώς σκέφτεστε την επόμενη σεζόν.
Το δύσκολο ζητούμενο είναι να κάνουμε ποιοτικές παραστάσεις, υψηλού επίπεδου, για το κατά το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό. Θα ήθελα να δημιουργηθούν σύνολα (ensemble) ηθοποιών στο Εθνικό, ένα μοντέλο που στο θέατρο είναι πολύ δημιουργικό. Δεν θα ανεβάσουμε πολλά έργα, το ρεπερτόριό μας θα είναι λιτό, αλλά, θέλω να πιστεύω, πλούσιο ως προς τα ρεύματα και τα θέματα που θα καλύψει. Για μένα έχει μεγάλη σημασία κάθε σκηνή του Εθνικού (Κεντρική Σκηνή, Νέα Σκηνή, Σκηνή Κοτοπούλη, Νέο Ρεξ, Πειραματική Σκηνή) να αποκτήσει τη δική της φυσιογνωμία, κάτι αναγνωρίσιμο στο κλίμα της, ώστε η επιλογή των έργων που παρουσιάζονται σε καθεμιά να μην είναι τυχαία και περιστασιακή. Τότε κάθε σκηνή θα βρει το κοινό της και τα έργα που θα παρουσιάζει θα έχουν διαφορετική αντιμετώπιση. Η Νέα Σκηνή θα είναι αφιερωμένη στο ελληνικό έργο γιατί πιστεύω ότι πρέπει να προβληθεί και να στηριχθεί η σύγχρονη ελληνική γραφή. Επιτέλους, τη νέα σεζόν θα ανέβει για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη! Θα επιδιώξουμε, ακόμη, το άνοιγμα σε όλη την γκάμα των παραστατικών τεχνών. Το θέατρο συγγενεύει πια με τον χορό, με τη μουσική, με τις εικαστικές τέχνες.
— Σε μια δύσκολη εποχή, όμως, μήπως, αντί για άνοιγμα, θα έπρεπε να επιδιωχθεί η συγκέντρωση σε λιγότερους στόχους;
Η αλήθεια είναι ότι οι προκλήσεις, οι ιδέες, τα όνειρα για το Εθνικό Θέατρο είναι μεγαλύτερα από την τωρινή οικονομική του δυνατότητα. Τα τελευταία τρία χρόνια ανοίχθηκε περισσότερο απ’ όσο άντεχε και αυτό αποδεικνύεται από τη μελέτη των οικονομικών του στοιχείων. Είναι άλλη μια βόμβα που έσκασε στα χέρια μου. Θα τη χειριστούμε, όμως, όπως πρέπει. Το Εθνικό Θέατρο θα κάνει ό,τι και τα άλλα κρατικά ευρωπαϊκά θέατρα, που παρουσιάζουν παραστάσεις απ’ όλους τους χώρους και τα είδη των παραστατικών τεχνών. Δηλαδή, τι; Να συρρικνωθεί η λειτουργία του, επειδή γίνονται του κόσμου τα πράγματα από ‘δω κι από κει; Να μη δοκιμάσει, π.χ., να έχει χοροθέατρο; — Ας δούμε την περίπτωση της Πειραματικής Σκηνής. Παρουσιάστηκαν πολλές παραστάσεις, πράγμα που σημαίνει λίγο χρόνο για καθεμιά. Μήπως λιγότερες σημαίνει πιο καλά επιλεγμένες και δουλεμένες προτάσεις και περισσότερος χρόνος για να βρει κάθε παράσταση το κοινό της; Ήταν όντως πολλές. Εν μέρει αυτό οφείλεται στον ενθουσιασμό που νιώσαμε, επειδή δημιουργήθηκε ξανά Πειραματική Σκηνή στο Εθνικό. Αυτός ο πρώτος χρόνος είχε δοκιμαστικό χαρακτήρα, κάναμε αναγνώριση του πεδίου, θέλοντας να τη συστήσουμε στο κοινό, με διάθεση πολιτική και παρεμβατική. Την καινούργια σεζόν θα ανοιχθεί σε διαφορετικά είδη θεάτρου, γιατί αν ειδικευθεί σε ένα είδος, π.χ. το πολιτικό θέατρο, το θέατρο-ντοκουμέντο κ.λπ., θα γίνει μονόχορδη και προβλέψιμη. Αλλά επειδή η εποχή που ζούμε είναι ακραία και πολλοί άνθρωποι βρίσκονται «στα κάγκελα», αρκετοί δημιουργοί προσπαθούν να τους μιλήσουν γι’ αυτά που ζουν στην καθημερινή τους ζωή. Εκεί καιροφυλακτεί ο κίνδυνος μιας διαπραγμάτευσης εύκολης και επιφανειακής. Όσο με αφορά, πιστεύω ότι το θέατρο οφείλει να προκαλεί σκέψη αλλά και να δίνει συγκίνηση. Ως σκηνοθέτης, προτιμώ να μιλώ για πράγματα που έχουν και δεν βλέπουν οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους, που θα έπρεπε και να τα δουν και να τα νιώσουν. Ωστόσο, όλα τα είδη θεάτρου είναι νόμιμα, εκτός από ένα, το βαρετό.
— Στις 15 και 16 Ιουλίου θα δούμε στην Επίδαυρο την πρώτη από τις τρεις παραγωγές αρχαίου δράματος του Εθνικού, την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (συμπαραγωγή με το ΚΘΒΕ και τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου), σε δική σας σκηνοθεσία. Γιατί επιλέξατε αυτή την τραγωδία;
Έχουν γίνει αντικείμενο έντονης συζήτησης οι γενιές που ήταν στα πράγματα τις προηγούμενες δεκαετίες και οι ευθύνες τους σε σχέση με την τωρινή καταστροφή της χώρας. Γίνεται λόγος και για τη γενιά των σημερινών εικοσάρηδων, που κάποιοι χαρακτηρίζουν «χαμένη». Η δική μου «Αντιγόνη» είναι για μια γενιά που μοιάζει χαμένη, αλλά δεν είναι, μια αντι-ηρωική γενιά που, ωστόσο, και περιεχόμενο έχει και υψηλής ποιότητας συναισθήματα. Δεν με ενδιαφέρει πόσο επαναστάτισσα είναι η Αντιγόνη και πόσο τύραννος ο Κρέων, αλλά το ότι η Αντιγόνη, σε μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή, κάνει μια οριακή πράξη που δίνει περιεχόμενο και νόημα σε μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά των σημερινών εικοσάρηδων. Η οποία είμαι σίγουρος ότι θα καταφέρει να αρθρώσει τον δικό της λόγο, έστω κι αν αυτός προκύπτει σταδιακά μέσα από πολλά χτυπήματα – θα τα ξεπεράσει και θα βρει τελικά τον δρόμο της στο φως.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, με τους νέους ηθοποιούς της διανομής που ερμηνεύουν την Αντιγόνη, την Ισμήνη, τον Αίμωνα συνεργάζεται μια παλιότερη γενιά, ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου, όπως η Μαρία Σκούντζου, ο Κώστας Καστανάς, ο Νίκος Μπουσδούκος, που τιμούν με τη συμμετοχή τους την παράσταση του Εθνικού, παίζοντας τον Χορό. Η συνύπαρξη ηθοποιών διαφορετικής γενιάς μεταφέρει το μήνυμα της ανάγκης για συμφιλίωση.
Θα χρησιμοποιήσουμε τη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, που θα παιχθεί για πρώτη φορά – με τον εσωτερικό της ρυθμό και την αυθεντικότητά της λύνει πολλά ερμηνευτικά προβλήματα. Σου δίνει την εντύπωση ότι ακούς αυτόν το λόγο για πρώτη φορά, κι ας τον έχουμε ακούσει πολλές φορές κατά το παρελθόν.
Καθεμία από τις τρεις προτάσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Επίδαυρο έχει το δικό της ειδικό βάρος. Δεν θα μπορούσα εύκολα να σκεφτώ τον Μιχαήλ Μαρμαρινό να ασχολείται με τον Αριστοφάνη, και όμως, να που ήθελε να σκηνοθετήσει «Λυσιστράτη», με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σύνολο ηθοποιών και τη Λένα Κιτσοπούλου Λυσιστράτη!
Η τρίτη παράσταση, ο «Οιδίπους Τύραννος», αποτελεί συμπαραγωγή με ένα από το μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, το θέατρο Βαχτάνγκοφ, σε μια παράσταση που θα σκηνοθετήσει ένας πολύ σημαντικός σκηνοθέτης, ο Λιθουανός Ρίμας Τούμινας, και στην οποία θα συναντηθούν Ρώσοι ηθοποιοί στους ρόλους και Έλληνες ηθοποιοί στον Χορό. Πρόκειται για συνάντηση δύο πολιτισμών που θα πραγματοποιηθεί με τη υποστήριξη της Εθνικής Τράπεζας και της Λούκας Κατσέλη, που μας βοήθησε πολύ. Στη συνέχεια, η παράσταση θα φιλοξενηθεί στο θέατρο Βαχτάνγκοφ στη Μόσχα.
Να μην ξεχάσω και το στούντιο έρευνας και πρακτικής μελέτης του αρχαίου δράματος που ξεκινά φέτος πιλοτικά, σε απόλυτη συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, στο οποίο θα συμμετέχουν Έλληνες ηθοποιοί και ένας ηθοποιός από κάθε θέατρο-μέλος της Ένωσης Θεάτρων της Ευρώπης (Union des Théâtres de l’ Europe) υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Λυδίας Κονιόρδου. Φιλοδοξούμε να εδραιωθεί στους Δελφούς και να γίνεται κάθε χρόνο.
31.05.2016, Καλτάκη Ματίνα «Στάθης Λιβαθινός: Να είμαι ο τελευταίος διευθυντής που τοποθετείται με πολιτική απόφαση», lifo.gr
Για το link πατήστε εδώ