Ζω στην Ελλάδα τη… ζωή που δεν έζησα!

Η Ταμίλα Κουλίεβα μιλάει για τη νέα της συνεργασία με τον Στ. Λιβαθινό

Ένα εντελώς αδιανόητο περιστατικό σε δύο πράξεις.

Έτσι χαρακτηρίζει ο Νικολάι Γκόγκολ το έργο του «Τα παντρολογήματα», που ανεβαίνει απόψε το βράδυ στη σκηνή του Θεάτρου «Πορεία» από την εταιρεία «Δόλιχος», με συμπαραγωγό το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, που καταπιάνεται για πρώτη φορά με το ρωσικό κλασικό Θέατρο.

Η Ταμίλα Κουλίεβα, και σε αυτό το ταξίδι στη σκηνή, συναντιέται με τον Δημήτρη Τάρλοου, αλλά και τον πολυσυζητημένο σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινό.

Ανάμεσα στις πρόβες τζενεράλε, που το άγχος των ηθοποιών χτυπάει κόκκινο, η πρωταγωνίστρια βρήκε το χρόνο για μια κουβέντα περί Γκόγκολ, χωρίς, όμως, να βγει καθόλου μέσα από το έργο, το οποίο, στην ουσία, «αφορά το υπαρξιακό άγχος».

«…Για μένα βγαίνει μια ματιά μέσα από ένα μεγεθυντικό φακό, από τον οποίο βλέπουμε τι είναι η πραγματικότητα.
Εδώ, παρακολουθούμε την τραγωδία μικρών και αδύναμων ανθρώπων, που δεν είναι σε θέση να σηκώσουν το βάρος της επιθυμίας τους.
Αναζητούν το ιδανικό τους, που είναι η ευτυχία, αλλά δεν καταφέρνουν να την αγγίξουν. Έχουν μεγάλη επιθυμία να αλλάξουν τη ζωή τους και πιστεύουν ότι μέσα από ένα γάμο μπορεί να συμβεί αυτό.
Το όνειρο, όμως, είναι άπιαστο και οι ελπίδες αποδεικνύονται φρούδες.
Μέσα από κωμικές καταστάσεις αναδεικνύεται έντονα το ανθρώπινο στοιχείο και η συγκίνηση που προκαλούν αυτοί οι άνθρωποι με τη συμπεριφορά τους».

Εκείνη είναι η πολυπόθητη νύφη, η Αγάθια, που θέλει, όπως κάθε νέα κοπέλα, να παντρευτεί.
Να γεμίσει τη φαρέτρα της καρδιάς της με αγάπη και σιγουριά.
Εκεί στο βάθος, όμως, τι πρόκειται να βρει;

«Είναι κόρη εμπόρου και θέλει να παντρευτεί έναν αριστοκράτη, γιατί η ζωή της πρέπει να συμβαδίσει με την αντίστοιχη κοινωνική τάξη.
Θέλει να κάνει την προσωπική της επανάσταση, αλλά δεν συμβιβάζεται με τα πρέπει… Θέλει έναν άνθρωπο που να ξεχωρίζει.
Από την άλλη, οι γαμπροί που έρχονται είναι πολύ διαφορετικοί, αλλά δεν θέλει να χάσει κανέναν. Δυστυχώς, δεν βρίσκεται ο ένας ο μοναδικός. Έτσι, η επιθυμία της μένει ανεκπλήρωτη.
Τελευταία στιγμή, λοιπόν επιλέγει έναν οποιονδήποτε, για να κάνει οικογένεια…».
Παύση. Για να μην προδώσουμε και το φινάλε του έργου.

Τους άλλους ρόλους της παράστασης ερμηνεύουν ο Γιώργος Μακρής, η Ελένη Γερασιμίδου, ο Αιμίλιος Χειλάκης, η Μπέτυ Νικολέση, η Αλεξάνδρα Ντεληθέου, ο Αρτό Απαρτιάν, ο Μπάμπης Γιωτόπουλος και ο Ανδρέας Νάτσιος.

«Η διανομή – σχολιάζει – είναι εξαιρετική. Ένας κι ένας οι συνάδελφοι. Κι επειδή το έργο που παίζουμε είναι συνόλου, το υπηρετήσαμε, ο καθένας από την πλευρά του, με πολύ σεβασμό.

Είναι μια στάση που εκφράζει το ενδιαφέρον για το συνολικό αποτέλεσμα».

Ήρθε η ώρα να μιλήσει για το σκηνοθέτη της, τον διακεκριμένο Στάθη Λιβαθινό, που μόνο τα καλύτερα κρατάει για κείνον.
Είναι απόρροια από δημιουργικές συνεργασίες, που δίνει στην Ταμίλα βατ ενέργειας για να επιτύχει το στόχο της κάθε φορά.

«Είναι από τους σπάνιους – καλλιτέχνες – σκηνοθέτες που έχουν να πουν πολλά πράγματα.
Αγαπάει πολύ τους ηθοποιούς, τους σέβεται και προσπαθεί κάθε φορά να αναδεικνύει στον καθένα τα καλύτερά του στοιχεία, τα οποία πολλές φορές ούτε οι ίδιοι γνωρίζουν ότι έχουν.
Είναι σημαντικό κάθε φορά να ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο στον κάθε ρόλο μέσα από σένα.
Από την προσωπική μου εμπειρία, αυτό συμβαίνει πάντα.
Έτσι, μπορούμε να μιλήσουμε για συνεργασία επί της ουσίας.
Μέσα από τον ίδιο το ρόλο μαθαίνουμε τον εαυτό μας».

Η γλυκιά και τρυφερή Μοσχοβίτισσα ήρθε πριν από περίπου 10 χρόνια στη χώρα μας.
Διδάχτηκε την υποκριτική τέχνη στο Ινστιτούτο Πολιτισμού της Μόσχας και αμέσως μετά φοίτησε στη Σχολή Κινηματογράφου ΒΓΗΚ που ιδρύθηκε το 1919. Εκεί γνώρισε έναν Έλληνα σκηνοθέτη που παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.

Αλλά δεν περίμενε ότι θα συνεχίσει την καριέρα της ως ηθοποιός, λόγω του εμποδίου της γλώσσας. Γρήγορα, όμως, το ξεπέρασε και μας κατέκτησε.

Όταν η Ταμίλα Κουλίεβα πρωταγωνιστούσε στην τηλεοπτική σειρά «Η ζωή που δεν έζησα» είχε προκαλέσει πολλά όμορφα συναισθήματα στο μεγάλο θεατράνθρωπο Σταμάτη Φασουλή, όπως ο ίδιος τα έβγαλε προς τα έξω:
«Το μόνο σήριαλ που παρακολουθώ. Κι ενώ στην αρχή δεν μου άρεσε η πρωταγωνίστρια, στην πορεία διαπίστωσα πόσο καλή είναι.
Θυμάμαι μία σκηνή που έλεγε στο γιο της: “Αγάπη μου, αγάπη μου”. Το ’λεγε με την ίδια γλύκα που το έλεγε σε μένα η μάνα μου»!!!

«Η επιλογή μου να αφήσω την καριέρα που έκανα στη Ρωσία και να έρθω στην Ελλάδα έδινε τις προϋποθέσεις, ώστε ύστερα από χρόνια να μιλούσα για τη ζωή που δεν έζησα στη γενέτειρά μου ως ηθοποιός.
Γιατί δεν προσδοκούσα να συνεχίσω την καριέρα μου εδώ ως ηθοποιός. Η ίδια η ζωή, όμως, είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα και απρόβλεπτη απ’ ότι φανταζόμαστε. Είναι αυτό που λένε “αν κάτι το θέλεις πολύ”…».

Η Αγάθια είναι ένα πλάσμα που πάει κόντρα στα πρέπει, η Ταμίλα αντιτάσσεται σε ότι επιβάλλουν οι κανόνες;
«Για μένα τα πρέπει είναι κάποιες υποχρεώσεις που, θέλοντας και μη, έχουμε όλοι μας και πρέπει να ανταποκριθούμε σε αυτά.
Από εκεί και πέρα, ο καθένας μας έχει τα δικά του όνειρα και σημασία έχει να τα κυνηγάει».

Στη σκηνή δεν βρήκε την πολυπόθητη ευτυχία, με την έννοια της συμμετοχής της στην παράσταση του έργου του Νικολάι Γκόγκολ. Στη ζωή της, όμως, έχει μια ευτυχισμένη οικογένεια.
«Τι να πω. Είναι σαν να διαφημίζεις κάτι πολύ δικό σου. Είναι οι δικοί μου άνθρωποι, οι πιο κοντινοί, πιο αγαπημένοι και εκείνοι θα είναι πάντα».

Το περασμένο καλοκαίρι η Ταμίλα Κουλίεβα υποδύθηκε τη «Μήδεια» σε μια παράσταση του Στάθη Λιβαθινού που χτυπήθηκε άγρια και βάναυσα από την κριτική λόγω του νεωτερίστικου της άποψης.
Τώρα που ο απόηχος έχει πια περάσει, η πρωταγωνίστρια μπορεί να μιλήσει και να υποστηρίξει:
«Κάτι που δεν αξίζει δεν προκαλεί ποτέ τόσο μεγάλο θόρυβο. Κλήθηκα να υποστηρίξω κάτι το οποίο πίστεψα, όπως και όλος ο θίασος. Ο ρόλος, η συνεργασία και η εμπειρία ήταν για μένα αξέχαστη και σημαντική.
Ο καθένας επιτρέπεται να έχει προσωπική άποψη. Όταν, όμως, αυτή η άποψη διαμορφώνει την αντίληψη του κοινού, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Παρότι αυτή η σχέση με τον θεατή και αυτή η επαφή έχει αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της παράστασης και εν συνεχεία της περιοδείας. Ήταν τόσο ζεστή σχέση.
Μια επικοινωνία τόσο αισθητή. Κάτι που, ίσως για πρώτη φορά ένιωσα. Επρόκειτο σαν ένα διάλογο με το κοινό σε κάθε παράσταση.
Αυτό αφορά την ανταπόκριση του κόσμου και κατά πόσο συμμετείχε και παρασύρθηκε στο δικό μας παιχνίδι. Εμείς προτείνουμε τους κανόνες.
Τώρα, το κατά πόσο τους δέχεται το κοινό είναι άλλο θέμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τους δέχτηκε εξ αρχής, αν κρίνουμε από τις εκδηλώσεις.
Εξάλλου, σε ότι αφορά τις κριτικές στο Σαν Φραντζίσκο, όπου ολοκληρώθηκε η περιοδεία, πήραμε τις καλύτερες, οπότε μπορώ να εξηγήσω και να ερμηνεύσω ορισμένα πράγματα».

Σε άλλους δρόμους αναγάγει την κρίση που επεκτάθηκε επικίνδυνα στο χώρο που με δέος υπηρετεί.
«Χρόνια μιλάμε για κρίση, αλλά αυτή τη σεζόν είναι ιδιαίτερα αισθητή. Πιστεύω ότι είναι κάτι σαν ξεκαθάρισμα. Γιατί ο θεατής θα σκεφτεί πάρα πολύ πού θα πάει. Θα είναι πολύ πιο επιλεκτικός και για οικονομικούς λόγους και όχι μόνο. Γιατί δεν κάνει να τον υποτιμάμε και θα το δείξει. Θεωρώ ότι σε μια Αθήνα με 250 παραστάσεις μπορούμε να κάνουμε λόγο για αστρονομικό νούμερο».

Έρχεται πάντα σε δύσκολη θέση όταν καλείται να μιλήσει για το μέλλον της, και πώς αυτό βλέπει να διαγράφεται.
«Μου είναι πολύ δύσκολο να μελλοντολογώ γενικώς».

Δεν κυνηγάει τα καλλιτεχνικά της όνειρα, γι’ αυτό ποτέ δεν είναι άπιαστα. Ίσως η σκέψη, που δεν είναι ποτέ αρνητική, τα φέρνει έτσι.
«Όνειρα είναι οι ρόλοι και τα έργα με τα οποία κάθε μέρα καταπιάνομαι. Μπορεί να ονειρεύεται ο κάθε ηθοποιός. Είναι οι ρόλοι και τα έργα που ονειρεύεται».

Το Θέατρο γεννήθηκε στην Ελλάδα. Και η Ταμίλα είναι γέννημα-θρέμμα μιας χώρας που έχει προσφέρει τόσα πολλά στο παγκόσμιο Θέατρο, όπως τη μέθοδο Στανισλάβσκι, στην οποία βασίζονται όλες οι μετέπειτα μέθοδοι υποκριτικής τέχνης. Οι εμπειρίες που έχει αποκομίσει όλα αυτά τα χρόνια από το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο της επιτρέπουν να καταθέσει…

«Πραγματικά, το Θέατρο γεννήθηκε στην Ελλάδα και όλοι οι θεατράνθρωποι του κόσμου ξεκινάνε από εκεί.
Η τριάδα στο ευρωπαϊκό Θέατρο είναι ο Έλληνας τραγικός ποιητής, ο Σαίξπηρ και ο Τσέχωφ, που έφτιαξε αυτό που λένε Θέατρο του 20ου αιώνα, που αντιλήφθηκε πως η θεατρική φαντασία και οι κανόνες υψηλής αυτής τέχνης περνούσαν κρίση καθώς τελείωνε ο 19ος αιώνας και άλλαζε ζωή.

Στην Ελλάδα πιστεύω πως υπάρχουν καλοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες και γίνονται αξιόλογες παραστάσεις. Το ελληνικό Θέατρο βρίσκεται σε πολύ ανεβασμένο επίπεδο στην Ευρωπαϊκή Σκηνή. Αλλά χωρίς την ουσιαστική υποστήριξη της Πολιτείας δεν είναι δυνατή η οποιασδήποτε εναλλακτική πρόταση».

Πολλά πράγματα τρομάζουν την ηθοποιό στις μέρες μας, που κρύβουν σύγχυση, ανασφάλεια, αλλά βρίσκει τη γαλήνη να δέχεται τα πράγματα που δεν μπορεί να αλλάξει, το θάρρος να αλλάξει τα πράγματα που εκείνη μπορεί και, σιγά-σιγά, αποκτά τη σοφία να διακρίνει το ένα από το άλλο.

«Σκέφτομαι ότι η εποχή μας δεν μας επιτρέπει να υποστηρίζουμε αυτά που πιστεύουμε, γι’ αυτό δεν θα ήθελα να υπάρχει τόσο μεγάλη έλλειψη πνευματικότητας.
Σήμερα κυρίαρχο συναίσθημα είναι το εύκολο κέρδος.
Όπως και να το κάνουμε, πριν από μερικά χρόνια στις ανθρώπινες αποσκευές κυριαρχούσαν άλλου είδους συναισθήματα.
Όμως, τα σημαντικότερα πράγματα στην ιστορία της ανθρωπότητας έγιναν επειδή κάποιοι κυνηγούσαν ουτοπίες και έβλεπαν τον κόσμο με διαφορετική ματιά.
Αυτή τη δυνατότητα πρέπει να αφήσουμε στους νέους που σκέφτονται διαφορετικά.

Η Ταμίλα Κουλίεβα πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα.
«Η Ελλάδα είναι ένα σημαντικό κομμάτι μου».

Το διάλειμμα μου τελείωσε. Η γενική δοκιμή συνεχίζεται.
Τα κεφάλια μέσα.

Τα «Παντρολογήματα» δείχνουν σε πρώτη ματιά «μια τυπική Γκογκολική» ιστορία, αλλά η ποιότητα του μεγάλου συγγραφέα μετατρέπει το έργο σε τραγικωμωδία ολκής».

10.01.2004, Μιχαλιτσιάνου Σμαράγδα «Ζω στην Ελλάδα τη… ζωή που δεν έζησα!», Η Απόφαση