Οι βρικόλακες της ψυχής και της κοινωνίας μας

Πρωταγωνιστούν: Μπέττυ Αρβανίτη, Γιώργος Κέντρος, Νίκος Χατζόπουλος, Μαρία Κίτσου και Κώστας Βασαρδάνης

Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

Υπόθεση: Η Έλεν Άλβιγκ, ηρωίδα στο έργο, είναι αυτή που καταστρέφεται στην προσπάθειά της να διασώσει την ηθική της ελευθερία, σέβεται την αστική ηθική, αλλά βγαίνει νικημένη είτε γιατί αρνήθηκε την προσωπικότητά της, είτε γιατί τον ήρωα του έργου Όσβαλντ, τον βαραίνει η μοίρα μιας τρομερής κληρονομικότητας.

Το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας φιλοξενεί το ιψενικό αριστούργημα: «Βρικόλακες» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στα πλαίσια των εορταστικών εκδηλώσεων για το έτος Ίψεν (2014). Η σκηνική παρουσία του Ίψεν στην Ελλάδα ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1894 με τους «Βρικόλακες» και πρωτεργάτη τον Ευτύχιο Βονασέρα. Το πολιτισμικό έδαφος είχε προετοιμαστεί με τους νέους αστικούς προσανατολισμούς στην οικονομική και κοινωνική ζωή, με τον κορεσμό του ρομαντισμού και του κλασικισμού στο θέατρο, με την παρακμή του κωμειδυλλίου και την προώθηση του νατουραλισμού. Η έκδοση στα 1880 της «Νανάς» του Ζολά σε μετάφραση του Καμπούρογλου αποτελεί ένα ορόσημο γι’ αυτή τη στροφή προς ένα εκμοντερνισμό της σκέψης και της συνείδησης. Ο Βιζυηνός με οξυδέρκεια επισημαίνει τα χαρακτηριστικά της ιψενικής δραματουργίας, που διαφαίνονται στην έντονη κριτική των κοινωνικών συμβάσεων και στον βαθύ ψυχογραφικό χαρακτήρα, προλαμβάνοντας τις αντιδράσεις του ανυποψίαστου και κάπως θορυβημένου κοινού. Ορόσημο για την πορεία του Ελληνικού Θεάτρου ήταν η αναπαράσταση των ιψενικών «Βρικολάκων» από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη με πρωταγωνιστές την Κατίνα Παξινού και τον Αλ. Μινωτή.

Το θέατρο του σκανδιναβού δραματουργού είναι κατεξοχήν θέατρο ιδεών. Ο Ίψεν δημιουργεί τον 19ο αιώνα, αιώνα των επαναστάσεων στην επιστήμη, στην τέχνη και στα λογοτεχνικά κινήματα. Ο ρεαλισμός θα διαδεχτεί τον νατουραλισμό, αυτός με την σειρά του τον εξπρεσιονισμό και τελικά θα ξεσπάσει το πυροτέχνημα της ονειρικής φαντασίας, όπου θα εκδηλωθεί στα σπάργανα του σουρεαλισμού. Τα έργα του δραματουργού είναι αρχικά έργα κοινωνικά, καθώς ασκούν δριμεία κριτική στην υποκρισία και στο ψεύδος της προτεσταντικής ηθικής. Θα αποκαλύψει, με σχεδόν σκανδαλιστικό τρόπο, τη σαθρότητα της εύνομης αστικής κοινωνίας και τη σαπισμένη από τα γρανάζια του καθωσπρεπισμού συνείδηση. Πίσω από την επιφανειακή γαλήνη των ηρώων-αστών, θα γιγαντωθούν συνειδησιακές τερατογενέσεις και κανιβαλιστικές ενδοοικογενειακές διαθέσεις. Έτσι, θα αναδείξει ό,τι άσχημο, νοσηρό και βρώμικο κρύβει μέσα του ο άνθρωπος σαν τη βρώμα που σκορπίζεται από το σάπιο πόδι του σοφόκλειου Φιλοκτήτη. Γι’ αυτό το λόγο, η δραματουργία του Ίψεν είναι έντονα ψυχογραφική. Οι ήρωες βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα πλέγμα ενοχών, συνεχών διαψεύσεων και υπαρξιακών αδιεξόδων. Μην μπορώντας να συλλάβουν την αλήθεια του αντιφατικού εαυτού τους αυτοεγκλωβίζονται και στο τέλος καταστρέφονται καταργώντας τον ταραγμένο ψυχισμό τους.

Όλα τα πρόσωπα στους «Βρικόλακες» είναι ήρωες προβληματικοί. Ο πάστωρ Μάντερς είναι μια εμβληματική φιγούρα, που συμπυκνώνει στο πρόσωπό του την υποκριτική αστική ηθική, που κατά βάθος πολεμά με κατώτερα, σχεδόν ζωώδη ένστικτα ορμής ερωτικής, αλλά και επιβίωσης. Ο σωτηριολογικός βαρύγδουπος λόγος του ηχεί σχεδόν γελοίος μπροστά στην αποκάλυψη της παθολογικής αλήθειας από την Κα Άλβιγκ. Εκείνη, σχεδόν, συντετριμμένη από το βάρος του ψεύδους, αποκαλύπτει στον ευσεβή πάστορα, που είναι το αντικείμενο του απαγορευμένου πόθου της, ότι ο νεκρός σύζυγός της, για του οποίου την ενάρετη μνήμη ετοιμάζεται πανηγυρική τελετή της αποκάλυψης του ανδριάντα του, ήταν ένα παράσιτο της κοινωνίας και της οικογένειας. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στα ευτελή πάθη του αλκοολισμού και της ερωτικής ακολασίας. Μονάχα εκείνη βρισκόταν πίσω από τις ευάρεστες πράξεις του, για να αποφύγει την κοινωνική κατακραυγή. Ωστόσο, πλέον αισθάνεται εγκλωβισμένη, καθώς λαχταρά την ελευθερία της αλήθειας, γι’ αυτό και αποφασίζει να αποκαλύψει τη νωθρότητα της σαπισμένης οικογενειακής εστίας στον γιο της Όσβαλντ. Ο νεαρός γιος, σχεδόν αλλοπαρμένος από τη μέθη της νιότης, και πολλά υποσχόμενος καλλιτέχνης, βρισκόταν χρόνια μακριά από το σπίτι του, στα πλαίσια του σχεδίου της μητέρας, για την απόκρυψη του μυστικού. Γυρνώντας, όμως, στο σπίτι αποκαλύπτει στη μητέρα του ότι πάσχει από μια σοβαρή εγκεφαλική νόσο, που καταστρέφει τη σκέψη και τη δημιουργική του ικανότητα. Δεν είναι άλλο από την κληρονομιά της φαυλότητας του πατέρα. Τότε, όλα αποκαλύπτονται και φθάνουν στο αποκορύφωμα, με την εκμυστήρευση ότι η υπηρέτρια και μέλλουσα αρραβωνιαστικιά του Όσβαλντ είναι νόθα αδερφή του. Έτσι, όλα καταρρέουν: Το ευαγές ίδρυμα εις μνήμην του άσωτου πατέρα καίγεται από λάθος του πάστορα, ο οποίος γίνεται θύμα του εκβιασμού του μοναδικού μάρτυρα και στη συνέχεια συνδράμει στην ίδρυση οίκου ανοχής. Η νεαρή υπηρέτρια εκπορνεύεται για να ανελιχθεί, ο γιος νοητικά ανάπηρος καγχάζει για τη σωτηρία του θανάτου και η μάνα κλαίγοντας, εγκλωβισμένη στην ανύπαρκτη ελευθερία της συνείδησής της, προσπαθεί να λυτρώσει το παιδί-κληρονόμο της οικογενειακής κατάρας.

Το έργο αυτό είναι μια τραγωδία κληρονομικότητας, που θυμίζει τον καταραμένο από τη γενιά του Οιδίποδα. Ο Όσβαλντ είναι έρμαιο μιας μοίρας ετεροκαθορισμένης και υποχρεωμένος να υποστεί τη θεία τιμωρία. Ο Οιδίπους ήταν ο ήρωας που συμβόλιζε την δύναμη του ανθρώπινου μυαλού. Αυτός, λύνοντας το αίνιγμα της Σφίγγας, έσωσε την ανθρωπότητα. Αντίστοιχα, ο Όσβαλντ πλήττεται από μια αρρώστια στο μυαλό. Και οι δύο παγιδεύτηκαν στα δίχτυα του αντιφατικού εαυτού τους και όταν γνώρισαν την αλήθεια, αυτοκαταργήθηκαν. Οι «Βρικόλακες» της ενοχοποιημένης συνείδησης είναι καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου παρόντες, είτε με τη μορφή των αναμνήσεων του νεκρού πατέρα είτε με το καμένο άσυλο. Όσο και να προσπαθούν οι ήρωες να ελευθερωθούν και να κενώσουν τα ψεύδη από μέσα τους, δεν καταφέρνουν τίποτα καθώς οι βρικόλακες του ένοχου παρελθόντος στοιχειώνουν τη συνείδησή τους. Οι βρικόλακες του παρελθόντος στοιχειώνουν τον Όσβαλντ, όπως στον «Βασιλιά των ξωτικών» του Γκαίτε στοιχειώνει ένα ξωτικό, τον γιο:

-« Πατέρα, πατέρα δεν ακούς τις υποσχέσεις του;»
-« Ηρέμησε αγαπημένε είναι ο άνεμος που σφυρίζει στα ξερά φύλλα […]
-«Σ’ αγαπώ, θέλω την ομορφιά σου, κι αν δεν έρχεσαι σε τραβώ με το ζόρι»
-«Πατέρα, πατέρα μου. Με αρπάζει! με πονεί!»

Γεμάτος φόβο καλπάζει ο πατέρας γρήγορα, κρατώντας
Το γεμάτο πόνο παιδί στην αγκαλιά του.
Με δυσκολία φθάνει στο σπίτι του.
Το παιδί ήταν νεκρό στην αγκαλιά του.

(Απόσπασμα από το ποίημα του Γκαίτε, μετάφραση: Μάρω Σκορδή)

Η Μπέττυ Αρβανίτη, μεγάλη κυρία του ελληνικού θεάτρου, ενσάρκωσε, με τρόπο συνταρακτικό και συγκινητικό, το ρόλο της κυρίας Άλβιγκ με μια αρχοντική παρουσία, δηλωτική της πολύχρονης αυτοθυσίας της μητέρας, ώστε να κρύψει τον εκφυλισμό της οικογένειάς της από το παιδί και από την αιμοδιψούσα κοινωνική κατακραυγή. Αποκαλυπτικό ήταν το ταλέντο του Κώστα Βασαρδάνη, ο οποίος αναπαρέστησε τον αλαφροΐσκιωτο νέο καλλιτέχνη με μια ντελικάτη κινησιολογία και με μια ευαίσθητη ορμή, που αποκάλυπτε το υποκριτικό του βάθος. Κορυφαία η στιγμή της αποκάλυψης της αρρώστιας του και του υπαρξιακού φόβου της φθοράς του νου του. Η Μαρία Κίτσου διατηρεί και εδώ την υποκριτική λάμψη της στον ρόλο της υπηρέτριας Ρεγγίνας, που είναι σύμβολο της χαράς της ζωής, αλλά και της χρησιμοποίησης κάθε τρόπου-θεμιτού και αθέμιτου για να ανελιχθεί. Η παρουσία της έδωσε ζωντάνια και χρώμα στο «σαλόνι των λυγμών και των φαντασμάτων». Εξίσου αξιόλογη η παρουσία του Γιώργου Κέντρου στο ρόλο του ξεπεσμένου μέθυσου υπηρέτη, που είναι υποτελής και παράλληλα εκβιαστής, ενώ καταπληκτική ήταν και η ερμηνεία του Νίκου Χατζόπουλου στον ρόλο του ιερέα. Ο ηθοποιός κατόρθωσε να αναδείξει την γκροτέσκο φυσιογνωμία του ιερέα. Ευφυής ήταν η σκηνοθετική ματιά του Στάθη Λιβαθινού, που ανέδειξε με τις οδηγίες του την τραγικότητα των ηρώων και αποκάλυψε με την πνιγηρή ατμόσφαιρα του αστικού σαλονιού τα ξεπεσμένα ήθη και τα ευτελή πάθη μιας κοινωνίας σε παρακμή. Εξαιρετική η επιλογή του καλλιτέχνη-μουσικού, καθώς έτσι εμπλούτισε την σκηνή με τις συνταρακτικές μελωδίες του πιάνου.
Ακόμη μια εκπληκτική αναπαράσταση του ιψενικού δράματος, που αγγίζει τα μεγάλα αδιέξοδα της ύπαρξης: δραπέτευση από το ψεύδος, η ελευθερία της αλήθειας, η υποκρισία των ηθών, η διαφθορά του εκκλησιαστικού ήθους, η κληρονομιά των παθών, ο ενοχοποιημένος ψυχισμός και η καταστροφή της αποκάλυψης.

21.12.2013, Χαχάλη Στέλλα «Οι βρικόλακες της ψυχής και της κοινωνίας μας», www.artic.gr

 

Για το link πατήστε εδώ