«Βρικόλακες» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας , Α’ σκηνή

Το 1881 που γράφτηκαν οι «Βρικόλακες» είναι εποχή μεγάλων αλλαγών κυρίως στον τομέα της επιστήμης. Έχουν προηγηθεί στη βιολογία τα πορίσματα του Χέκελ και του Δαρβίνου καθώς και οι νόμοι του Μέντελς περί κληρονομικότητας.

Δεν ξέρουμε αν ο Ίψεν εμπνεύστηκε απ’ αυτές τις αλλαγές ή αν αφορμή για τη συγγραφή του έργου ήταν ένα νόθο παιδί που πιθανολογείται ότι ο συγγραφέας απέκτησε στα 18 του από τη σχέση του με μια υπηρέτρια. Όποιο κι αν υπήρξε πάντως το υπόβαθρο για τη συγγραφή του έργου, ο Ίψεν ξεδιπλώνει εδώ όλη τη δεξιοτεχνία και τη διεισδυτική ικανότητα του να μελετάει σε βάθος την ψυχή των ηρώων του.

Οι «Βρικόλακες» είναι ένα συνταρακτικό κοινωνικό και ηθικό σχόλιο πάνω στο πώς μπορεί να καταστραφεί η ζωή ενός ανθρώπου εν αγνοία του. Στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο Οιδίποδας υπήρξε μέρος ενός θεϊκού σχεδίου. Οι αμαρτίες των προγόνων του προκαθόρισαν τη ζωή του. Στους «Βρικόλακες», ο Όσβαλντ κληρονομεί άνοια από τον συφιλιδικό πατέρα του. Οι αμαρτίες τόσο του άρρωστου γονιού του όσο και η προτεσταντική ηθική που ανάγκασε τη μητέρα του να παραμείνει σιωπηλή σε μια αρρωστημένη κατάσταση υποθηκεύοντας το μέλλον δύο παιδιών αλλά και το δικό της, προδιαγράφουν με επιστημονικό πια τρόπο (σ.σ νόμοι της κληρονομικότητας) την κατάληξη του. Η τραγική ειρωνεία στους Βρικόλακες είναι η αντίστοιχη του Οιδίποδα. Ο κεντρικός ήρωας πασχίζει με κάθε τρόπο να μάθει την αλήθεια ενώ ταυτόχρονα το μόνο που αποζητά είναι το αυτονόητο δικαίωμα για μια ευτυχισμένη και ήρεμη ζωή.

Οι «Βρικόλακες» ανέβηκαν πρώτη φορά το 1887 απ’ τον Αντουάν στο Παρίσι. Ο Ότο Μπραμς τους ανέβασε έναν χρόνο αργότερα στο Βερολίνο. Στο Λονδίνο δημιούργησαν μεγάλο σκάνδαλο ενώ στη Νορβηγία προπηλακίστηκαν. Στην Αθήνα παίχτηκαν το 1894, γεγονός που δηλώνει πόσο στενά παρακολουθούσαν τα θεατρικά δρώμενα της Ευρώπης οι Έλληνες θεατράνθρωποι της εποχής. Ο νεαρός τότε Γρηγόριος Ξενόπουλος ανέλαβε να τους συστήσει στο θεατρόφιλο κοινό της εποχής μ’ έναν πρόλογο που έχει μείνει ως σημείο αναφοράς στη θεατρική ιστορία του τόπου μας.

Οι «Βρικόλακες» όπως και όλα τα κλασικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας χρειάζονται έναν αέρα ανανέωσης διαφορετικά δεν μπορούν να μιλήσουν στον σημερινό θεατή. Προβλήματα που απασχολούσαν τον άνθρωπο στα τέλη του 19ου αιώνα ακούγονται ίσως γραφικά αν όχι λυμένα σήμερα, οπότε αν ένα έργο δεν μπορεί να περάσει το μήνυμα λόγω χρονικής απόστασης, πρέπει να υπάρξει κάτι ελκυστικό στην παράσταση.

Ο Στάθης Λιβαθινός ξέρει αναμφίβολα να φτιάχνει ποιητικές εικόνες. Η έναρξη και το φινάλε της παράστασης, η είσοδος της Ρεγκίνε στη σκηνή, ο χορός της με τον Όσβαλντ, οι είσοδοι κι έξοδοι των ηθοποιών ήταν απ’ τα ατού της παράστασης. Κατά τα άλλα, είτε ο περιορισμένος και εξαιρετικά άβολος χώρος του θεάτρου, είτε η έλλειψη έμπνευσης σε μέρος της διανομής, δεν κατάφεραν ν’ απογειώσουν την παράσταση με αποτέλεσμα να δούμε μια πολύ προσεγμένη μεν δουλειά, πεπερασμένης αισθητικής δε .

Η Μπέττυ Αρβανίτη έπαιξε έναν απ’ τους σπουδαιότερους ρόλους της παγκόσμιας δραματουργίας εντελώς εξωτερικά. Η κυρία Άλβινγκ δεν είναι μια σημερινή υπερπροστατευτική μητέρα με αδυναμία στον γιο της. Δυστυχώς, παρακολουθώντας την είχα αυτήν την εντύπωση. Πού πήγε όλος αυτός ο εσωτερικός σπαραγμός, η ενοχή, η καταπίεση της γυναίκας που τόσο αριστοτεχνικά αποκαλύπτει ο Ίψεν στη μεγάλη σκηνή ανάμεσα στην κυρία ‘Αλβινγκ και τον πάστορα Μάντερς;

Αλλά κι ο Νίκος Χατζόπουλος έχασε την ευκαιρία να δώσει την υποκρισία της εκκλησίας όπως αυτή εκφράζεται μέσα από έναν λειτουργό της. Το παίξιμο του είχε κάποιες καλές στιγμές, αλλά σε γενικές γραμμές θα το χαρακτήριζα αμήχανο.

Ο Κώστας Βασαρδάνης έχει ένα παρουσιαστικό που βοηθάει στην ενσάρκωση ρόλων με ταραγμένο ψυχισμό και νόηση σαν του Όσβαλντ. Δεν είμαι σίγουρη ότι εσωτερικά είχε το ανάλογο βάθος

Ο Γιώργος Κέντρος ισορρόπησε με άνεση ανάμεσα στην κουτοπονηριά και τη χυδαιότητα που φέρει ο ρόλος του Έγκστραντ.

Αναμφισβήτητα αυτή που κέρδισε τις εντυπώσεις ήταν η Ρεγκίνε της Μαρίας Κίτσου. Η Κίτσου είναι ηθοποιός που χτίζει μεθοδικά τον ρόλο της. Κατάφερε να δώσει βάθος στην ηρωίδα και να βγάλει όλη την τραγικότητα της όταν πια εκείνη αποκαλύπτει την αλήθεια.

Ένσταση έχω όμως ακόμη και στη μετάφραση του κατά τα άλλα καλού Γιώργου Δεπάστα. Πολλές φορές μέσα στο κείμενο είχε κανείς την αίσθηση του δύσχρηστου λόγου. Για παράδειγμα πόσο λειτουργική είναι νοηματικά η λέξη «άσωτος» στις μέρες μας για να περιγράψει κανείς τη συμπεριφορά του στρατηγού Άλβινγκ;

Αδιάφορα τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, καλοί αλλά όχι ευφάνταστοι οι φωτισμοί του Αναστασίου.

Η μουσική της Χρονοπούλου υπογράμμιζε επαρκώς τη δραματική συγκίνηση και οδήγησε σ’ ένα έντονο φινάλε.

21.12.2013, Χ.Σ «”Βρικόλακες” στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας , Α’ σκηνή», https://theatro.wordpress.com

 

Για το link πατήστε εδώ