Η βιβλιοθήκη … του Στάθη Λιβαθινού

Από τις πιο δυναμικές παρουσίες της νέας φουρνιάς σκηνοθετών, ο Στάθης Λιβαθινός ανέλαβε πρόσφατα διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, επιβεβαιώνοντας μια θεατρική διαδρομή άρτιων παραστάσεων.

Κλασικών αναγνωστικών πεποιθήσεων, καταδεικνύει ως κορυφαία έμμονη ιδέα της δουλειάς το ομαδικώς αγωνίζεσθαι επί σκηνής.
Μισέλ Φάις

-Θα αρχίσω με την τελευταία σου παράσταση, τη Νοσταλγό που βασίζεται σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

Και θα σταθώ σε ένα κομβικό για μένα σημείο: χωρίς να χάσεις από τα μάτια σου το δαίμονα του συγγραφέα (που κατά βάθος είναι τι αίνιγμα του τόπου), παραμερίζεις τη γραφικότητα ή το φιλολογισμό, που συχνά φέρει μια θεατρική ανάγνωση, η οποία προσπαθεί να μείνει πιστή στο κείμενο…
«Χαίρομαι ειλικρινά που την είδες έτσι. Για μένα η πιστότητα δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι κάτι που αλλάζει –μεταβάλλεται- όπως ο συγγραφέας και τα νοήματά του, όσο κι αν κάποτε μοιάζουν παγωμένα μέσα στο όριο της σελίδας.

Η γραφικότητα –ιδιαίτερα όταν έχει αν κάνει με συγγραφείς αυτής της εμβέλειας- είναι πρόβλημα όχι του συγγραφέα, αλλά δικό μας. Πρόκειται για αδυναμία να εισχωρήσουμε στο βάθος του κειμένου, σ’ αυτό που μας αφορά, σ’ αυτό που μας συνδέει με το κείμενο. Θα ‘λεγα πως συνήθως προκύπτει μια αδυναμία να διαχωρίσουμε τα πρωτεύοντα από τα δευτερεύοντα, μια αδυναμία να φωτίσουμε την ταυτότητα του βιβλίου, αυτό δηλαδή διατηρεί επίκαιρο και ζωντανό.

Αφού στο θέατρο τίθεται πάντα το πρόβλημα γιατί καταπιάνεσαι σήμερα με ένα κείμενο του παρελθόντος, εν προκειμένω του Παπαδιαμάντη. Πώς διατηρείς την ακρίβεια και τη δύναμη του λόγου –της λέξης- χωρίς να παραμείνεις στην… ανάγνωση. Έστω στη δραματική ή στη συναισθηματική ανάγνωση. Η ανάγνωση διώχνει τελικά το κείμενο από το θέατρο. Δεν το προβάλλει».

-Το γεγονός ότι όλο και συχνότερα σκηνοθέτες, Έλληνες και ξένοι, στρέφονται στη δεξαμενή της λογοτεχνίας μαρτυρεί τα αδιέξοδα του σύγχρονου θεατρικού έργου;
«Και όχι μόνο. Αναγκαστικά ζούμε λίγο στο παρελθόν. Τα καλύτερα έχουν γραφτεί. Η καλή λογοτεχνία δίνει και έχει δώσει υλικό για καλές παραστάσεις, διότι δυνάμει περιέχει καλό θέατρο. Είναι μια ουσιαστική άσκηση η μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στη σκηνή.

Μαθαίνοντας την αξία της αφαίρεσης, αναγκαστικά μαθαίνεις αφενός το γιατί αφαιρείς και αφετέρου ποιος είσαι εσύ που αφαιρείς. Πιστεύω πως το θέατρο έχει ανάγκη, έτσι κι αλλιώς, τις αξίες της καλής λογοτεχνίας, τη γλώσσα της, τις τεχνοτροπίες».

-Αλήθεια, ποια λογοτεχνικά έργα, Ελλήνων ή ξένων συγγραφέων, σε ερεθίζουν σκηνοθετικά;
«Οι απανταχού κλασικοί, που είναι μια διαχρονική πηγή ζωής».

-Θα μπορούσες να γίνεις πιο συγκεκριμένος;
«Συνήθως τα λογοτεχνικά έργα μεγάλης πνοής, όπως είναι οι Δαίμονες (και όχι Δαιμονισμένοι, όπως έχει καταχωρισθεί στην αναγνωστική μας συνείδηση) του Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, περιέχουν αυτό που δύσκολα βρίσκεις σε οποιοδήποτε θεατρικό έργο. Ένα μέγεθος ιδεών και μια κινηματογραφική αφήγηση, όπου όλα περιγράφονται και ξετυλίγονται μ’ ένα ρυθμό που δύσκολα τον φαντάζεσαι επί σκηνής.

Αυτό είναι που κάνει προκλητική τη σκηνική εμφάνιση της λογοτεχνίας. Βρίσκεται μπροστά σε επιλογές: όλα ή τίποτα.

Προσωπικά περιμένω με δέος τη στιγμή που θα μου δοθεί η ‘χάρις’ να μεταφέρω ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι επί σκηνής. Χρειάζομαι βέβαια συνεργάτες κι εδώ. Μόνος δεν οδηγείσαι πουθενά, ούτε στη λογοτεχνία».

-Κάπου διάβασα ότι ο Στάιν έλεγε πως επιλέγει να δουλεύει με ηθοποιούς με τους οποίους να μπορεί να κάνει ανέτως μεταφορές στη λογοτεχνία, στη μουσική, στη ζωγραφική και να γίνεται αντιληπτός. Αυτή η αντι-Κουν γραμμή, που δεν θέλει δηλαδή τον ηθοποιό εύπλαστο ζυμάρι, σε βρίσκει σύμφωνο;
«Φυσικά. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν τοίχοι και στεγανά ανάμεσα στα διάφορα είδη τέχνης. Αλλά ακόμη κι αν υπάρχει ηθοποιός (και δυστυχώς υπάρχει…) που συνεργάζεσαι και δεν γνωρίζει αν ο Ντοστογιέφσκι ήταν ζωγράφος ή μουσικής, ποτέ δεν είναι αργά.

Εξάλλου οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις σε λάθος χέρια είναι ένας πρώτης τάξεως εμπόδιο. Τελικώς ο ηθοποιός πρέπει να χειρίζεται τις γνώσεις του ενεργητικά, να τις μετατρέπει σε εμπειρίες. Εξάλλου όλα δεν είναι παρά απόπειρες ερμηνείας του αινίγματος της ζωής».

-Τα τελευταία χρόνια στην Επίδαυρο αλλά και σε άλλα αρχαία θέατρα γινόμαστε μάρτυρες χαμηλής στάθμης των παραστάσεων.

Που αποδίδεις την αδυναμία των συναδέλφων σου να αναμετρηθούν με τα αρχαία κείμενα; Στο μικρό διάστημα προετοιμασίας, στο ανυπέρβλητο αυτού του λόγου, στις υπερβολικές προσδοκίες του θεατρόφιλου κοινού και των κριτικών θεάτρου;
«Νομίζω πως εδώ, περισσότερο από κάθε άλλο είδος, έχει τεράστια σημασία η ποιότητα της συμμετοχής όλων σε ένα τέτοιο εγχείρημα.

Ένας δημιουργός κινδυνεύει από εγωισμό και άγνοια. Λόγω της φαινομενικής απλότητας κυριαρχεί η ψευδαίσθηση. Όλα εδώ είναι προσιτά, γνώριμα, οικεία.

Η εποχή μας, για κάποιο μυστήριο λόγο, δεν ανέχεται άλλο αυτή την απλοποίηση και σ’ αυτό βοήθησαν βέβαια οι μεγάλες δημιουργίες των Χολ, Στάιν κ.ά. Νομίζω ότι το μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας βρίσκεται και στο γεγονός ότι ως είδος προϋποθέτει ομαδική έμπνευση και εξύψωση από κοινού όλων όσοι συμμετέχουν σε κάτι τέτοιο, συνεπώς ο χρόνος προετοιμασίας δεν μπορεί παρά να στοχεύει κυρίως προς αυτήν την κατεύθυνση. Πιστεύω ακράδαντα ότι για το αρχαίο κείμενο χρειάζεται τη δημιουργία ειδικής κατηγορίας ηθοποιού. Θεωρώ αδύνατη την προσέγγιση αυτού του θεάτρου χωρίς να προηγηθεί σοβαρή δουλειά πάνω στις ψυχοσωματικές απαιτήσεις του είδους».

-Δουλεύεις, εν πολλοίς, με νέους ηθοποιούς. Πώς κρίνεις την αναγνωστική παιδεία τους;
«Θα ‘λεγα πως η θεατρική παιδεία δεν είναι κάτι ξεχωριστό από την αναγνωστική παιδεία. Είχα την τύχη να δουλέψω με αρκετά καλλιεργημένους ηθοποιούς και εξελίξιμους. Κι επειδή όλα είναι σχετικά σ’ αυτή τη ζωή, φοβάμαι ότι η ίδια η οργάνωση της ζωής του ηθοποιού του απαγορεύει εκ των πραγμάτων τις μεγάλες πνευματικές αναζητήσεις. Συχνά συναντώ νέους ηθοποιούς που είχαν ζήλο για πνευματικούς άθλους, αλλά δεν ήξεραν που να στραφούν».

-Υπάρχουν κάποια λογοτεχνικά βιβλία που σου παραστέκονται –τόσο σε ανθρώπινο όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Και επί του πρακτέου: ποια κείμενα σου έδωσαν σκηνοθετικές λύσεις στη θεατρική διαδρομή σου;
«Κανένα. Καμία λύση δεν μπορεί να προέλθει απευθείας από τα βιβλία. Η σκηνοθεσία είναι πάνω απ’ όλα πράξη ζωντανή, άμεση πράξη ενός ανθρώπου που επίσης εκτίθεται μπροστά στου συνεργάτες του.

Θυμήσου τις Γραφές: για να συμβεί ένα θαύμα χρειάζεται επαφή με τα χέρια. Η θεωρία ισχύει πάντα πριν ή μετά την πράξη στο θέατρο. Η θεωρία από μόνη της –πιστεύω– δεν μπορεί να δημιουργήσει αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα είναι προϊόν πάντα ομαδικής συνεργασίας και πρακτικής επίμονης αναζήτησης».