Βυσσινόκηπος του Άντον Τσέχωφ

Ο «Βυσσινόκηπος» γράφτηκε το 1903 και «ήθελε» να είναι κωμωδία αλλά σκηνοθετήθηκε σαν δράμα από τον Στανισλάφσκι στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας, προκαλώντας την απογοήτευση του συγγραφέα, ο οποίος πέθανε την χρονιά που ανέβηκε το έργο του, από φυματίωση.

Το στοιχείο της φάρσας και οι κωμικοί χαρακτήρες

Και όντως τα πρόσωπα του έργου είναι κωμικά, ή μάλλον θα ήταν αν δεν ήταν ταυτόχρονα και τόσο «τραγικά» μέσα από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Ας δούμε λίγο για τι χαρακτήρες μιλάμε. Ο Γκάγιεφ, ο αδελφός της ιδιοκτήτριας του υποστατικού, της Λιουμπόβ Αντρέγεβνα, αναλώνεται στο να φαντάζεται διαρκώς κινήσεις του μπιλιάρδου, να βγάζει λόγο για τη βιβλιοθήκη του και να προτείνει ανόητες κι ανεφάρμοστες λύσεις για την αποτροπή της πώλησης του χρεωμένου κτήματος, ενώ ταυτόχρονα φλυαρεί ακατάσχετα και ισχυρίζεται με περηφάνια πως έχει ξοδέψει μια περιουσία σε καραμέλες. Η αδελφή του, σκορπίζει δεξιά κι αριστερά και το τελευταίο της καπίκι, άλλοτε από μεγαλομανία κι άλλοτε από ανερμάτιστη φιλανθρωπία, σχίζει τα γράμματα του άπιστου εραστή της για να μαζέψει κατόπιν τα κομμάτια και να τα κρύψει στην τσάντα της, κάνει πάρτι τη μέρα που βγαίνει σε πλειστηριασμό το κτήμα της και συμπεριφέρεται σαν κοριτσάκι στην πρώτη εφηβεία του. Ο έμπορος Λοπάχιν που θα αγοράσει στο τέλος το κτήμα, στο οποίο οι πρόγονοί του και ο ίδιος ήταν κολίγοι, έχει μερικές καλές ιδέες και ξέρει να κερδίζει χρήματα αλλά είναι κομπλεξικός, αντιδραστικός, αγροίκος και δεν τα καταφέρνει όχι να φλερτάρει αλλά ούτε καν να ζητήσει σε γάμο την ψυχοκόρη της Λιούμπα, την εργατική και τίμια Βάρια, παρόλο που θα ήταν ιδανική σύζυγος γι’ αυτόν. Η ίδια η Βάρια εμφανίζει ήδη τα συμπτώματα της γεροντοκόρης και συμπεριφέρεται σαν παραλογισμένη: τη μία στιγμή θέλει να ζήσει ελεύθερη, ταξιδεύοντας και κάνοντας επισκέψεις σε μοναστήρια, ενώ την άλλη εκνευρίζεται κι απογοητεύεται γιατί ο Λοπάχιν δεν έχει ζητήσει ακόμα το χέρι της. Ξεκαρδιστικοί είναι και οι δύο νεαροί υπηρέτες. Η Ντουνιάσσα μιμείται κακότεχνα τις κυρίες της και παριστάνει αδέξια την ευαίσθητη, καλομαθημένη δεσποινίδα ενώ ο αλαζονικός και βαθιά συντηρητικός Γιάσσα έχει αποκτήσει τόσο αριστοκρατικές έξεις, που δεν μπορεί πια παρά να ζει στο Παρίσι, να τρώει χαβιάρι και να πίνει σαμπάνια. Η Άννια, η κόρη της Λιούμπα κάνει διαρκώς παρέα με τον Τροφίμωφ, έναν αιώνιο φοιτητή της συμφοράς και βγάζουν μαζί κηρύγματα για τον καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο που έχουν οραματιστεί, αλλά δεν μπορούν καν να αντιληφθούν πως είναι τρελά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο και πως συμπεριφέρονται σαν νήπια. Ο Επιχόντωφ, ο γραμματέας, σκοντάφτει σε κάθε βήμα του, παθαίνει το ένα ατύχημα μετά το άλλο, διαβάζει βιβλία που ούτε καν τα καταλαβαίνει για να δείχνει μορφωμένος, τριγυρνάει συνέχεια μέσα στις φούστες της Ντουνιάσσα, που δεν διστάζει να τον εξευτελίζει και κρατάει ένα όπλο για την περίπτωση που θα βρει το θάρρος να αυτοκτονήσει, κάτι το οποίο όμως μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Όσο για τον Πίστσικ, ένα γείτονα κτηματία, αυτός κι αν είναι γελοίος. Μπλέκεται στα πόδια των κατοίκων του σπιτιού, ενοχλεί όλο τον κόσμο, ζητάει φορτικά δανεικά και καταβροχθίζει ό,τι βρει μπροστά του, μέχρι και χάπια. Για να συμπληρωθεί το παζλ των κωμικών χαρακτήρων, έχουμε και την Σαρλόττα, την κουβερνάντα η οποία μεγάλωσε σε τσίρκο και διασκεδάζει κάνοντας μαγικά κόλπα, σέρνει πίσω της ένα σκυλάκι που τρώει ακόμα και καρύδια και βυθίζεται στη μοιρολατρία της, αφού νιώθει διαρκώς μόνη, παρόλο που περιστοιχίζεται από ένα πλήθος κόσμου. Όσο για τον υπερήλικα και θεόκουφο υπηρέτη Φιρς, δεν μπορεί ούτε στα πόδια του να σταθεί αλλά περιφέρεται συνέχεια στο αρχοντικό γεμάτος σπουδή, ανακατεύεται σε όλα, συμπεριφέρεται στους αφέντες του σαν να είναι ανήλικοι και κάθε τόσο βγάζει και ένα λογύδριο για τις παλιές καλές εποχές της νιότης του.

Η δραματική αίσθηση της απώλειας και του ανικανοποίητου

Αν όμως κανείς αλλάξει ελάχιστα την οπτική του γωνία, θα δει το δράμα μέσα στην κωμωδία και το τραγικό πίσω από τη φάρσα. Ο Γκάγιεφ είναι ένας δυστυχής που έχει μάθει να τον φροντίζουν οι άλλοι και δεν μπορεί να προστατεύσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους συγγενείς του. Μαζί με τη Λιούμπα περιφέρονται σαν υπνοβάτες, καταδικασμένοι να στερηθούν τον όμορφο και ασφαλή κόσμο τους, που όμως έχει γεράσει και παρακμάσει πια τόσο πολύ, ώστε είναι προορισμένος να χαθεί για πάντα. Οι αριστοκρατικές βυσσινιές τους που αναφέρονταν μέχρι και στο λεξικό, θα κοπούν και το σπίτι τους, στο οποίο πέρασαν την ευτυχισμένη νιότη τους, θα γκρεμιστεί. Η Λιούμπα, βλέπει τη ζωή της να χάνεται κι αρπάζεται από ανέλπιδους έρωτες που την πληγώνουν χωρίς να μπορούν να την παρηγορήσουν. Μέσα της αιμορραγεί ακόμα η πληγή που της προκάλεσε η απρόσμενη απώλεια του ανήλικου γιου της, ο οποίος πέθανε από πνιγμό στο ποτάμι. Και ξέρει κατά βάθος, παρά την επιπολαιότητά της, πως ό,τι αγάπησε ή αγαπάει, δεν μπορεί να το διεκδικήσει, είναι καταδικασμένο να καταλήξει σύντομα στο θολό βυθό του νωθρού ποταμού της ζωής της, αφήνοντάς την γυμνή, ανυπεράσπιστη και μόνη. Η Βάρια, θα αποχωριστεί τις φροντίδες του αγαπημένου υποστατικού που γέμιζαν την άχαρη ζωή της και μάλλον δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει μια δική της οικογένεια. Όταν το κτήμα πουλιέται, φεύγει, πηγαίνει να υπηρετήσει ξένους, αφήνοντας πίσω της κάθε ελπίδα για μια ήσυχη και ασφαλή ζωή ανάμεσα σ’ αυτούς που αγαπάει. Ο Λοπάχιν έχει κερδίσει χρήματα αλλά πάντα θα νιώθει κατώτερος κι ασήμαντος, αφού δεν μπόρεσε ούτε να μορφωθεί, ούτε να εξευγενιστεί. Γνωρίζει πως δεν γίνεται αποδεκτός από εκείνους που εκτιμάει και πως για όσους θα ήθελε να τον εκτιμούν, παραμένει ένα ενοχλητικό αν και συμπαθές, απόβλητο. Η Ντουνιάσσα έχει κατά βάθος την επίγνωση πως η αριστοκρατικότητά της είναι πλαστή, πως θα μείνει σε όλη της τη ζωή υπηρέτρια και πως μάλλον θα καταλήξει σύζυγος ενός άχαρου γέρου. Ο Γιάσσα είναι τόσο αλαζονικός, ώστε μοιραία θα προσγειωθεί ανώμαλα όταν θα τον εγκαταλείψει η φρέσκια και νεανική του εμφάνιση. Άλλωστε δεν είναι, ούτε πρόκειται να καταφέρει να γίνει ο μπον βιβέρ που ονειρεύεται. Η Άννια, είναι βέβαια δραστήρια και αισιόδοξη αλλά υποφέρει από την έλλειψη μητρικής φροντίδας και νιώθει ανασφάλεια γιατί αυτή, παρά το νεαρόν της ηλικίας της, πρέπει να φανεί δυνατή, να προστατεύει την «ανήλικη» μητέρα της ή να συνεφέρνει τον ανώριμο θείο της. Ο Τροφίμωφ ξέρει πως οι υψηλές του ιδέες δεν θα τον σώσουν από τη μιζέρια και τη φτώχεια αφού δεν είναι σε θέση ούτε τις σπουδές του να ολοκληρώσει, ούτε τα πραγματικά του αισθήματα και τις ουσιαστικές του ανάγκες να συνειδητοποιήσει, ούτε το νέο κόσμο που οραματίζεται, να διεκδικήσει. Ο Επιχόντωφ γνωρίζει πως δεν έχει καμία αξιοπρέπεια, και πως δεν υπάρχει περίπτωση να νιώσει γι’ αυτόν συμπάθεια ή έλξη έστω και μία υπηρέτρια. Ταπεινωμένος κι αδέξιος, φλερτάρει ακόμα και με την αυτοκτονία. Ο Πίστσικ, στα πρόθυρα του εμφράγματος, δεν μπορεί ούτε για μια στιγμή να απελευθερωθεί από την αρρωστημένη, βουλημική εμμονή του με το χρήμα και από την καταναγκαστική αγωνία του μήπως απολέσει την πολύτιμη περιουσία του, είτε πορτοφόλι είναι αυτή, είτε χτήμα. Η Σαρλόττα, εγκαταλελειμμένη στην ουσία από την παιδική της ακόμα ηλικία, ζει απομονωμένη σ’ έναν κόσμο περίκλειστο, θλιβερό, χωρίς λάμψη και χωρίς καμιά ευτυχία, εκτεθειμένη σε κάθε αναποδιά της τύχης. Ο Φιρς εγκαταλείπεται από όλους στο παλιό αρχοντικό και πεθαίνει μόνος, μέσα σε βαθιά ανέχεια, ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται για να σωριαστούν στο έδαφος, μαζί με τη λαμπρή εποχή της νιότης του, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. «Πέρασε η ζωή, πάει… σαν να μην την έζησα… Δεν έχεις πια δύναμη…Τίποτα δεν σ’ απόμεινε…» λέει στον εαυτό του στο σπαρακτικό φινάλε του έργου.

Τσεχωφικές εμμονές

Τα αγαπημένα μοτίβα του συγγραφέα, στα τρία προηγούμενα τετράπρακτα θεατρικά του έργα, επανέρχονται και σ’ αυτό: Ένα πατρογονικό κτήμα στην επαρχία που συνήθως γειτονεύει με ποτάμι ή λίμνη. Σκηνές άφιξης και αναχώρησης. Μια υπηρέτρια ή γριά παραμάνα, που εδώ γίνεται υπερήλικας υπηρέτης εξ ίσου πιστός, αφοσιωμένος και προστατευτικός. Μια νέα κοπέλα με αισιοδοξία και δύναμη, με ελπίδες για το μέλλον και καλές προθέσεις, που όμως εξαναγκάζεται να υποταχτεί σε ένα ασαφές πεπρωμένο. Μια νεαρή γυναίκα που επιθυμεί να αλλάξει τη ζωή της με ένα γάμο, ο οποίος ποτέ δεν της προκύπτει. Ένας ή περισσότεροι γραφικοί επισκέπτες που βρίσκονται όλη μέρα στα πόδια των ανθρώπων του σπιτιού, ταράζοντάς τους με τις εμμονές τους. Ένα όπλο που προκαλεί μία εν τέλει επιτυχή αυτοκτονία στο «Γλάρο», μια απόπειρα φόνου και αυτοκτονίας στο «Θείο Βάνια», μια μοιραία μονομαχία (με πρόθεση κατά βάθος, αυτοκτονίας) στις «Τρεις αδελφές», ενώ εδώ, τελικά, δεν χρησιμοποιείται. Ένας, λίγο αντιδραστικός, επιθετικός και μαχητικός άντρας γύρω στα τριάντα με επαναστατικές ιδέες, που δεν χάνει την ευκαιρία να οραματιστεί φωναχτά μια κοινωνία βασισμένη στη σκληρή δουλειά, κατοικημένη από ανθρώπους ανώτερους, πολύ πιο εξελιγμένη ηθικά και τεχνολογικά, πλημμυρισμένη από αισιοδοξία και διευθετημένη με δικαιοσύνη. Άνθρωποι παγιδευμένοι στο χωροχρόνο τους, που κινούνται σαν υπνωτισμένοι και δεν μπορούν να καθορίσουν τη μοίρα τους. Ένας ξεπεσμένος κόσμος που έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα, σε αντιπαράθεση με έναν φρέσκο και ζωντανό αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνο, που ετοιμάζεται να τον αντικαταστήσει. Η περίφημη κι αγαπημένη φράση «πόσο γέρασες, πόσο ασχήμυνες». Άνθρωποι που δουλεύουν σκληρά, σε αντιπαράθεση με άλλους που τεμπελιάζουν συνέχεια. Άνθρωποι που πιστεύουν πως αν στρωθούν στη δουλειά, θα λυτρωθούν από τα βάσανά τους. Η ελκυστική Λιούμποβ, αν και πολύ διαφορετική και πολύ πιο συμπαθής, συγγενεύει κάπως με την Αρκάντιν του Γλάρου. Δεν είναι τσιγκούνα, το ακριβώς αντίθετο, δεν είναι ηθοποιός επίσης, αλλά βασανίζεται κι αυτή από τα επικείμενα γηρατειά, αδιαφορεί για τον κόσμο γύρω της, επικεντρωμένη πάντα ναρκισσιστικά στο «εγώ» της και στις ανάγκες της κι επιδεικνύει την ίδια προσήλωση σ’ έναν άπιστο κι αδιάφορο εραστή, την ίδια αφιλόστοργη αδιαφορία για το παιδί της. Η Ελένα του «Θείου Βάνια» θα μπορούσε στο μέλλον να γίνει μια τέτοια γυναίκα, ήδη είναι έτοιμη να ερωτευτεί ανέλπιδα τον γιατρό και να γίνει η ερωμένη του, αδιαφορώντας για το γάμο της και για τα συναισθήματα της Σόνιας. Μια τέτοια γυναίκα αλλά λαϊκής καταγωγής κι επίσης πολύ πιο αδίσταχτη και φτηνή, είναι σε νεαρή ηλικία ακόμα, και η Νατάσσα από τις «Τρεις αδελφές», που διαρκώς φοβάται μήπως έχει παχύνει κι απατάει τον άντρα της πίσω από την πλάτη του. Ο προσφιλής χαρακτήρας του γιατρού απουσιάζει εδώ, όπως και η ακατάβλητη επιθυμία των ηρώων να ξεφύγουν από το πατρογονικό κτήμα και τη μίζερη ζωή στην επαρχία. Στο τελευταίο αυτό έργο του Τσέχωφ, οι κάτοικοι του υποστατικού αναχωρούν για τις λαμπρές πολιτείες, εγκαταλείποντας τη γενέτειρα και χωρίς καμία δέσμευση από την πατρογονική κληρονομιά, που για πρώτη φορά, έχει οριστικά χαθεί.

Η παράσταση

Αν και πολύ καλός γνώστης του Ρώσικου θεάτρου ο Λιβαθινός, σκηνοθετεί για πρώτη φορά Τσέχωφ σε μια νέα, απαλλαγμένη από περιττά φτιασίδια και παρωχημένες εκφράσεις, πολύ ζωντανή και ποιητική, μετάφραση.

Η παράσταση κινείται σε έντονους ρυθμούς, με στιβαρή επικέντρωση, ανάλαφρη κινησιολογία, δυναμικές εικόνες, θαυμάσιες ερμηνείες και επιδέξιους σκηνοθετικούς ελιγμούς, απηχώντας μια νοσταλγική, μαγική ατμόσφαιρα που εμβολίζεται από αιχμηρές συγκρουσιακές μετατροπίες, διαρκώς μετεωριζόμενη ανάμεσα στη στυγνή πραγματικότητα και στο βελούδινο όνειρο, στο εναγώνιο παρόν, στο ληθαργικό παρελθόν και στο αβέβαιο μέλλον. Η αταίριαστη, όσον αφορά τους περισσότερους ρόλους διανομή, ανατρέπει την κλασσική εικόνα των χαρακτήρων και προσφέρει νέες δυνατότητες στις ερμηνείες.

Η εικόνα του ανθισμένου βυσσινόκηπου υποβάλλεται μόνο από το κείμενο, μέχρι τη στιγμή, που ένας χείμαρρος λευκών λουλουδιών χύνεται από την οροφή μέσα σε ένα υποβλητικά φωτισμένο σκηνικό, επιτείνοντας την οδυνηρή αίσθηση της απώλειας. Αιώρες τυλίγουν τα νωχελικά κορμιά των ηθοποιών σαν σάβανα. Συρτάρια και σεκρετέρ ξεπετάγονται μέσα από κολόνες, αποκαλύπτοντας τις αναμνήσεις ενός σκονισμένου παρελθόντος. Το μεγάλο, παλιακό γαλλικό μπιλιάρδο κυριαρχεί σε κάποιες σκηνές και μετατρέπεται σε κρεβάτι για την κουρασμένη Άννια. Καρέκλες πλημμυρίζουν τη σκηνή στη σεκάνς της γιορτής, ντυμένες με όμορφα, πολυτελή, λευκά καλύμματα, που όμως όταν βγαίνουν, αποκαλύπτουν τις παλιές φθαρμένες ψάθινες πολυθρόνες, παραδομένες στη φθορά τους. Αποσκευές κατακλύζουν τη σκηνή του φινάλε, απομεινάρια εποχών ακμής και πλούτου που έχουν πια οριστικά παρέλθει.

Τα εμπνευσμένα, ανατρεπτικά κοστούμια, με τονισμένες τις λεπτομέρειες που εμμονικά επισημαίνει ο Τσέχωφ, αναδεικνύουν λεπτομέρειες των χαρακτήρων, ενώ ταυτόχρονα μεταφέρουν διακριτικά την αίσθηση της εποχής χωρίς να χάνουν και τη διαχρονικότητά τους.

01.01.2010, Χ.Σ. «Βυσσινόκηπος του Άντον Τσέχωφ», www.episkinis.gr.

 

Για το link πατήστε εδώ