Βυσσινόκηπος χωρίς πολλά χρώματα…

Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί το κύκνειο έργο του Τσέχοφ σε μια παραγωγή που δεν φτάνει το υψηλό επίπεδο περασμένων παραστάσεων της Οδού Κεφαλληνίας, δίχως ωστόσο να απογοητεύει

Ένας κόσμος που φεύγει, ένας κόσμος που έρχεται. Κι εκεί, στο μεταίχμιο, στο «γύρισμα» της ιστορίας, στέκει ο «Βυσσινόκηπος» του Άντον Τσέχοφ, ένα σπίτι στην εξοχή με τον ωραιότερο βυσσινόκηπο της περιοχής που βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και της κατάρρευσης. Οι σχεδόν αδιάφοροι μικροαστοί ιδιοκτήτες του δεν κάνουν τίποτα για να το σώσουν από την πώληση.

Ο συγγραφέας μέσα από το κύκνειο έργο του απεικονίζει τη διαρκή φθορά της καθημερινής ζωής στη Ρωσία του 20ού αιώνα, δίνοντας όμως μια νότα ελπίδας για το μέλλον και κάνοντας μια ακριβή πρόβλεψη της ίδιας της επανάστασης που ακολούθησε. Ο Στάθης Λιβαθινός με όχημα αυτή την ιστορικο-κοινωνικο-πολιτική αλλαγή και άξονα τη στέρεη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη σκηνοθετεί το έργο, στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» (Α’ Σκηνή).

Η παράσταση, με συντελεστές και καστ που έχουν ανεβάσει τα προηγούμενα χρόνια τον πήχη ψηλά, δεν φτάνει στο επίπεδο των περασμένων παραγωγών, χωρίς ωστόσο να απογοητεύει. Ο χώρος μικρός για το έργο, αν και με έξυπνες σκηνογραφικές λύσεις (Ελένη Μανωλοπούλου), στερεί την ατμόσφαιρα της ρωσικής επαρχίας και «στριμώχνει» τους ήρωες.

Οι τελευταίοι ζωντανεύουν στη σκηνή χαρακτήρες αντιφατικούς μεταξύ τους, αλλά με κοινά σημεία το ότι αποτελούν το σύμβολο της τάξης των γαιοκτημόνων που η τελματωμένη ζωή τους και η άνθηση άλλων παραγωγικών τάξεων τους παρασύρει στον όλεθρο και την εξαφάνιση, ως το σύμβολο του παρελθόντος που σβήνει παραδίνοντας την ομορφιά του στο τσεκούρι εκείνων που έρχονται. Σε αυτά στάθηκε η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, καθώς και στο ότι οι ήρωες του «Βυσσινόκηπου» κάθε άλλο παρά μονοκόμματες φιγούρες είναι.

Η Λιουμπόφ Αντρέγεβνα της Μπέττυς Αρβανίτη διαθέτει την ψυχολογία της ηρωίδας. Μοιάζει να μην καταλαβαίνει τις αλλαγές της εποχής, είναι ευάλωτη, απ’ όλους και απ’ όλα, να σκορπάει τα λεφτά που δεν έχει, αιωρείται ανάμεσα στη λατρεία της για τον βυσσινόκηπό της και στον έρωτά της για τον ανάξιο εραστή που άφησε στο Παρίσι αλλά είναι πηγή αγάπης, τρυφερότητας, καλοσύνης, γενναιοδωρίας και κατανόησης για τα πάθη, τα αισθήματα και τα παθήματα των ανθρώπων.

Ο Γκάγεφ Αντρέγεβιτς του Γιάννη Φέρτη, «ανεπρόκοπος» και «πάσχων» από ακατάσχετη λογοδιάρροια, είναι αγαθός, στοργικός, καλοπροαίρετος, αλλά δίχως την ελαφράδα του ρόλου. Ο άλλος «ρήτορας», ο Τροφίμοφ (Δημήτρης Παπανικολάου), σκληρός στις επικρίσεις του για τους αλλοτινούς «αφέντες», ευαγγελίζεται επαναστατικές ανατροπές, κατακεραυνώνει τους λογάδες κι αγιάζει την εργασία μένοντας ο ίδιος άεργος.

Ο Λοπάχιν (ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος πασχίζει σε ένα κόντρα ρόλο, τον οποίο τελικά κατακτά) πλούτισε από τον καινούργιο συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων, παθιάζεται για τη δουλειά και το χρήμα, αλλά δεν είναι ένας αναίσθητος εκμεταλλευτής, ένας στυγνός κερδομανής, ένας φανφαρόνος νεόπλουτος. Είναι «τίμιος, ευαίσθητος, ευπρεπής», λατρεύει κι ευγνωμονεί τη Λιουμπόφ, αγωνίζεται έως το τέλος να τη σώσει από την καταστροφή.

Ακούραστα εργατική κι ανέλπιδα ερωτευμένη η Βάρια (Τζίνη Παπαδοπούλου). Ο Επιχόντοφ (Βασίλης Καραμπούλας) αραδιάζει αδιάκοπα κωμικές προτάσεις στην Ντουνιάσα (Πηνελόπη Μαρκοπούλου) που είναι έτοιμη να τις δεχτεί, αλλά «μαγεύεται» από τον φαντασμένο κυνικό Γιάσα που φαντάζεται ότι είναι παντογνώστης Παριζιάνος (Άρης Τρουπάκης). Αμπελοφιλοσοφεί από τρίτο χέρι ο Πίστσικ (Στέλιος Ιακωβίδης), διασκεδάζει με τα ταχυδακτυλουργικά της κόλπα η Σαρλότα (Μαρία Σαββίδου), η δροσιά και τα νιάτα χαρακτηρίζουν την Άνια (Μαρία Συμέου), ενώ ο Φιρς (Κώστας Γαλανάκης) στο φινάλε αποκωδικοποιεί όλη την ουσία του έργου.

04.01.2010, Καράλη Αντιγόνη «Βυσσινόκηπος χωρίς πολλά χρώματα…», Έθνος