«Βασιλιάς Ληρ»

Πώς πρέπει να σκηνοθετηθεί ο «Βασιλιάς Ληρ» σήμερα; Ερώτημα που πρέπει να αποτελεί τον θεμέλιο λίθο πριν από κάθε σκηνοθετική απόπειρα. Διότι το συγκεκριμένο έργο θέτει πολλά προβλήματα προς επίλυση στο πλαίσιο της σκηνοθεσίας. Η οποιαδήποτε θεματική διαχρονικότητα του έργου πρέπει να δειχθεί σκηνοθετικά κατά τέτοιον τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα εξής δεδομένα: α) η μετάφραση από τη γλώσσα που προέρχεται το κείμενο στη γλώσσα που πρόκειται να παιχθεί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία εξαρτάται: 1) Η διατήρηση του γλωσσικού πλούτου του έργου. 2) Οι λεκτικές σκηνοθετικές οδηγίες που αφθονούν στον Σαίξπηρ. 3) Η μέθοδος της υπόκρισης των ηθοποιών, οι οποίοι έχουν διπλό καθήκον: όχι μόνο την ερμηνεία των χαρακτήρων αλλά και την ενσωμάτωση και μεταφορά πολιτισμικών στοιχείων που ενυπάρχουν στους χαρακτήρες, έτσι ώστε να παρουσιάζονται κατανοητές και οι πληροφορίες αλλά και οι χαρακτήρες σε ένα σύγχρονο κοινό που βλέπει και ακούει μέσα από την απόσταση του ιστορικού χρόνου, σε άλλο χώρο που δεν είναι η Ελισαβετιανή σκηνή και με διαφορετικό κοινωνικό και πολιτισμικό προβληματισμό σε σημείο επαφής τις διαχρονικές αλήθειες – αξίες του κειμένου. β) Η σκηνοθετική ερμηνεία πρέπει να ανιχνεύει τους τρόπους πρόσληψης του σημερινού κοινού έτσι ώστε η όποια σκηνοθετική προσέγγιση να αναδεικνύει τις πολλαπλές θεματικές δυνατότητες του κειμένου. Ειδικά στο θέμα της ύπαρξης το οποίο έξοχα διαπραγματεύεται ο Σαίξπηρ στο συγκεκριμένο έργο. γ) Στο επίπεδο της υποκριτικής δεν είναι πάντα ο στόμφος, η τραγική εκφορά του λόγου ή ή απλή απαγγελία και η Στανισλαβσκική μέθοδος ταύτισης με το ρόλο που αποδίδουν την πυκνή νοηματική περιεκτικότητα της Σαιξπηρικής γραφής.

Με βάση τις παραπάνω συνισταμένες στην παράσταση στο Ηρώδειο του «Βασιλιά Ληρ» σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά, η μετάφραση του συγκεκριμένου έργου από τον κ. Ερρίκο Μπελιέ έδωσε έναν Σαίξπηρ επίπεδο, χωρίς διακυμάνσεις. Αλλά και οι υπόλοιπες υπάρχουσες μεταφράσεις δεν είναι επαρκείς στη μεταφορά της Σαιξπηρικής μεγαλοφυΐας από τη μια γλώσσα στην άλλη. Εμφανώς το μεταφραστικό πρόβλημα του Σαίξπηρ στην ελληνική γλώσσα πρέπει να ενταχθεί στο πρόβλημα της θεατρικής έρευνας και παραστασιολογίας.

Ο σκηνοθέτης κ. Λωνίδας Τριβιζάς σωστά επέλεξε την άδεια, επικλινή σκηνή με προοπτική βάθους. Όμως η ορχήστρα επί σκηνής με έμφαση στον ήχο του τυμπάνου, χωρίς έστω ένα διάλλειμα σε τόνους μιας πιο γλυκιάς απόχρωσης της σύνθεσης, ενόχλησε την ακοή. Στη συγκεκριμένη παράσταση, η μουσική έπαιξε προειδοποιητικό ρόλο για την επικείμενη δράση. Απλά η σκηνοθετική γραμμή έδωσε μία ακόμη παράσταση του «Βασιλιά Ληρ» χωρίς εμφανή δείγματα σκηνοθετικών διερευνήσεων και αναζητήσεων. Ως εκ τούτου οι ηθοποιοί πάλαιψαν μόνο στο επίπεδο της σκηνικής εκφοράς του λόγου χωρίς να τους εκχωρείται από τον σκηνοθέτη, η δυνατότητα μιας διαφορετικής υποκριτικής προσέγγισης. Το αποτέλεσμα ήταν μέτριο. Ο Κώστας Καζάκος πάλαιψε με το ρόλο του «Ληρ» πατώντας στα σίγουρα αχνάρια της πολύτιμης εμπειρίας του, προσδίδοντας στο συγκεκριμένο χαρακτήρα μια στεγανότητα μέσα από τον κοφτό τόνο της ζωής του που δεν επιτρέπει ελιγμούς και παραλλαγές. Στην τελευταία σκηνή όπου ο Ληρ πεθαίνει με την ψευδαίσθηση ότι η Κορντέλια είναι ζωντανή, ο ηθοποιός μετουσίωσε τον πόνο, στο φως της απέραντης γαλήνης που επισφραγίζει το απόλυτο του θανάτου. Ξεχώρισαν οι ερμηνείες του Γιώργου Κέντρου (Κόμης του Γκλόστερ) και του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου (Έντγκαρ). Η σκηνική παρουσία του γελωτοποιού (Πέτρος Φιλιππίδης) ήταν ανεπαρκής αν λάβει κανείς υπ’ όψιν την κειμενική και τη σκηνική σπουδαιότητα των γελωτοποιών στο έργο του Σαίξπηρ.

Στο Ηρώδειο, η παράσταση του «Βασιλιά Ληρ» δεν αναζήτησε τις σύγχρονες διερευνήσεις της Σαιξπηρικής δραματουργίας.

16.08.1996, Χ.Σ.« Βασιλιάς Ληρ», Νίκη

 

Για το link πατήστε εδώ