«Βασιλιάς Ληρ» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού: Μια παραστασιακή απόπειρα-ύμνος για το Ανθρώπινο πλάσμα με την Μπέτυ Αρβανίτη να σωματοποιεί το Αδιανόητο

Η Μπέτυ Αρβανίτη δεν ερμηνεύει τον Βασιλιά Ληρ, δεν ενσαρκώνει τον Ληρ. Είναι. Το Ανθρώπινο Ον – μια σκηνική ποιητική δημιουργία που εγγράφεται στις καλύτερες ερμηνείες στην ιστορία του ρόλου

King Lear: Dost thou call me fool, boy?
Fool: All thy other titles thou hast given away; that thou wast born with.
(William Shakespeare, King Lear)

We are all born mad. Some remain so.
(Samuel Beckett, Waiting for Godot)

Μια υπαρξιακή σπουδή για τον Άνθρωπο καταθέτει παραστασιακά ο Στάθης Λιβαθινός σε μια εσωτερική, βαθιά, λιτή, ποιητική – απαλλαγμένη από κάθε τι περιττό- ανάγνωση του σαιξπηρικού Ληρ υπό την εμπνευσμένη διασκευή του Στρατή Πασχάλη.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο σημαντικός σκηνοθέτης αναμετριέται με το θηριώδες έργο. Έχει προηγηθεί το 2009 μία από τις πιο σημαντικές παραστασιακές αποτυπώσεις του σαιξπηρικού κειμένου με τον Νικήτα Τσακίρογλου στον κεντρικό ρόλο, βραβευμένη με το Βραβείο Διεθνούς Θεατρικού Ρεπερτορίου.

Η σκηνοθετική προσέγγισή του αυτή τη φορά αποτελεί μελέτη επινοητικότητας. Ο Λιβαθινός έχει να αντιμετωπίσει ένα έργο πολυπρόσωπο, μεγάλης διάρκειας, με εναλλαγές μεγάλων χώρων που «απαιτεί» μεγάλη σκηνή και δεν την έχει. Η μικρή σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας κατασκευαστικά δεν είναι «φιλόξενη» για τέτοιου είδους έργα. Ο σκηνοθέτης, όμως, θα μας αποδείξει ότι μπορεί να δημιουργεί θεατρικό γεγονός σε πείσμα των τεχνικών δυσκολιών χρησιμοποιώντας μόνο ευθυβόλους σκηνικούς κώδικες, γνώση και φαντασία.

Δύο καταπακτές, τέσσερα σημεία εισόδων-εξόδων, ένα υπερυψωμένο πατάρι, τα σώματα των ηθοποιών και οι ενσώματες λέξεις του Στρατή Πασχάλη είναι αρκετά, ώστε όλα να εμφανιστούν μπροστά μας: τα αχανή φέουδα, τα υγρά, αφιλόξενα παλάτια, το δάσος, η μανιασμένη καταιγίδα, οι λασπωμένοι καλπασμοί των αλόγων, τα ποδοβολητά του γαλλικού στρατού, η αγριότητα της μάχης.

Στην επιτυχή του προσπάθεια δεν θα συμπράξουν αυτή τη φορά η εξαιρετική συνήθως Ελένη Μανωλοπούλου (σκηνικά-κοστούμια). Τα πολλά μόνιτορ, αισθάνομαι, ότι εξαντλούν τον ρόλο τους στο πρώτο δεκάλεπτο της παράστασης και δεν βοηθούν στην προσπάθειά τους να αντικαταστήσουν τη σκηνογραφία. Τα κοστούμια δε, με ενδεικτικό της Κορντέλια θεωρώ ότι δεν αναδεικνύουν ούτε τον στόχο, ούτε το ύφος της. Αλλά ούτε και ο Αλέκος Αναστασίου που οι φωτισμοί του φαντάζουν φλύαροι στη λιτή και ευθύβολη σκηνοθετική γραμμή. Αντίθετα η μουσική του Τηλέμαχου Μουσά εναρμονίζεται και ενισχύει το όραμα του σκηνοθέτη.

Υπέρμαχος αυτής της σκηνικής λιτότητας ο Λιβαθινός θα επιστρατεύσει, τη μεταμόρφωση και το στοιχείο του «διπλού» συνηγορώντας με τον Στρατή Πασχάλη, ώστε ο Κεντ και ο τρελός του αρχικού κειμένου -οι δύο τελευταίοι εναπομείναντες πιστοί του εκπεσόντος Βασιλιά -να ενωθούν σε έναν ρόλο για να σκιαγραφήσουν τις δύο όψεις της αφοσίωσης. Το αντίθετο θα ισχύσει για τον γνήσιο Έντγκαρ και τον νόθο Έντμοντ. Θα αποδειχτούν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στο «παιχνίδι του διπλού» ο «καλός» και ο «κακός» γιος. Το γιν και γιανγκ που εκφράζουν το όλον.

Θα διατηρήσει, επίσης, την πολλαπλή χρήση του σκηνικού αντικειμένου που θα νοηματοδοτήσει τα διαφορετικά σκηνικά σημαίνοντα: ένα νοσοκομειακό κρεβάτι θα μεταμορφωθεί σε θρόνο, όχημα, δωμάτιο, πολεμικό άρμα και τελικά στον οικογενειακό βασιλικό τάφο.

Τέλος, ο σκηνοθέτης θα μυήσει τους θεατές του σε μια ιδιαίτερη σκηνική σύζευξη με το κατεξοχήν έργο σκηνικής ερήμωσης του 20ου αιώνα. Αυτό θα συμβεί όταν ο Ληρ και ο τρελός του μεταμορφωθούν για μια στιγμή στον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν, τους μπεκετικούς ήρωες του «Περιμένοντας τον Γκοντό». Επιδιώκοντας, έτσι, ο Λιβαθινός να συνεχίσει τη σκηνική συνομιλία που ξεκίνησε ο Πήτερ Χωλ το 1950 και εμπλούτισε ο Πήτερ Μπρουκ το 1962 «μιλώντας» με τις παραστάσεις τους για τις συγγένειες αυτών των δυο κορυφαίων έργων.

Ο σκηνοθέτης θα οπτικοποιήσει αυτό που πρέσβευε η Νατάσα Ρόουζ Τσενιέ: Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν του Σάμιουελ Μπέκετ στο Περιμένοντας τον Γκοντό κληρονομούν και κατοικούν στο κενό που παραμένει μετά την τραγωδία του Βασιλιά Ληρ. Όταν όλα έχουν χαθεί στον ασταθή κόσμο του Ληρ, δεν μένει τίποτα, και σε αυτό ακριβώς το τίποτα κατοικούν ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν.

Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργήσει ένα σκηνικό σύμπαν ά-τοπο και ά-χρόνο όπου η ερήμωση , η εξαχρείωση, το σπαρακτικό και το γελοίο συνυπάρχουν στο διηνεκές της ανθρώπινης ζωής.

Οι ερμηνείες:

Τη σύζευξη των δύο ρόλων (Κεντ/τρελού) θα υπηρετήσει καίρια και τρυφερά ο Νίκος Αλεξίου.

Ο Γκαλ Ρομπίσα (Εντμοντ) και ο Αντώνης Γιαννακός (‘Εντγκαρ) σκιαγραφούν εξαιρετικά τους ρόλους τους δημιουργώντας μια αξιομνημόνευτη σκηνική σχέση. Οι σκηνές τής μεταξύ τους αντιπαράθεσης είναι εξαιρετικές.
Ο Γκλώστερ του Νέστορα Κοψιδά στιβαρός και καίριος, φωτίζει τον ρόλο «του μικρού Ληρ» με μια σπάνια ηθική ποιότητα. Συγκινητικός στις σκηνές της οδύνης και της αποκάλυψης της αλήθειας.

Επαρκής η Εύα Σιμάτου στον ρόλο της Ρέγκαν. Ενδιαφέρουσα η περιδίνησή της ανάμεσα στο καλό και το κακό. Στη διελκυστίνδα ανάμεσα στον σεβασμό, στον πατέρα και την εξουσία. Τον έρωτα και την αδελφική αγάπη. Μία από τις καλύτερες στιγμές της η παλινδρόμησή της στην παιδική ηλικία. Αδύναμη η Γκόνεριλ της Βιργινίας Ταμπαροπούλου, σχηματική, χωρίς προσωπικό στίγμα. Η Κορντέλια της Ερατούς Πίσση δυστυχώς ασυντόνιστη, αβαθής και περιγραφική.

Η Μπέτυ Αρβανίτη σωματοποιεί το Αδιανόητο: Δεν ερμηνεύει τον Βασιλιά Ληρ, δεν ενσαρκώνει τον Ληρ. Είναι. Το Ανθρώπινο Ον. Στη μέγιστη και πιο οδυνηρή του δοκιμασία: Στην αναμέτρηση με το επικείμενο τέλος. Τη φθορά. Τον τρόμο του θανάτου. Την απόγνωση. Τον θυμό. Την ενοχή. Την απώλεια του εαυτού. Αυτού που ήταν κάποτε, και ο παράφορος χρόνος το έχει συντρίψει. Σε μετωπική σύγκρουση με τον τελικό απολογισμό. Στην οδύνη του αναπόφευκτου. Είναι ο θρήνος για την ανθρώπινη φθαρτότητα ΕΙΝΑΙ η σωματοποίηση της μέγιστης υπαρξιακής μας αγωνίας. Εμπεριέχει στην ερμηνεία της όλες τις ηλικίες του ανθρώπου: από τον κραταιό μισαλλόδοξο εαυτό, στον αποδυναμωμένο ηλικιωμένο, στον ανοϊκό γέροντα και τέλος, στο ανακουφισμένο βρέφος που ενώνεται με την ανυπαρξία. Μια σκηνική ποιητική δημιουργία που εγγράφεται στις καλύτερες ερμηνείες στην ιστορία του ρόλου.

Αξίζει να μνημονευτεί ξεχωριστά το tableau vivant -σύμπλεγμα των δύο pieta από τη μία ο Ληρ κρατά τις νεκρές του κόρες όλες αγκαλιασμένες λίγο πριν ξεψυχήσει και ο ίδιος, και από την άλλη ο Έντγκαρ κρατά τον νεκρό πατέρα του. Μια ελεύθερη αναπαράσταση της τελευταίας Pieta του Michelangelo την Pietà Rondanini που μιλάει για τον χρόνο και τη φθορά του σώματος που φιλοτέχνησε ο μεγάλος καλλιτέχνης λίγο πριν πεθάνει και την άφησε ημιτελή. Σε ένα σχέδιο της είχε γράψει μια φράση από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη: «Δεν σκέφτεστε πόσο το αίμα κοστίζει». Φράση που θα μπορούσε να εκφράζει την κεντρική ιδέα της παράστασης.

Συνοψίζοντας

Μια παραστασιακή απόπειρα – ύμνος για το Ανθρώπινο πλάσμα. Το κατασπαρακτικό και σπαραγμένο. Το εγωπαθές και απογυμνωμένο. Το ληστρικό και πτωχευμένο. Το ατελές και φθαρτό. Το εκ πρωίμου καταδικασμένο. Πυρήνας της: Εμείς. Η Ανθρωπότητα. Η συνύπαρξη του καλού και του κακού εντός μας. Εμείς, οι γιοι και κόρες εμπλεγμένοι στην αιώνια μάχη των γενεών.

Ο Στάθης Λιβαθινός θα θελήσει να επαναφέρει παραστασιακά τα αναγεννησιακά, ουμανιστικά ιδεώδη. Τοποθετεί τον Άνθρωπο στο κέντρο με τον πιο ουσιαστικό και ευθύβολο τρόπο χωρίς τεχνάσματα και εντυπωσιασμούς. Προσφέροντας στον θεατή γαλήνη μέσα από την αγριότητα, τρυφερότητα μέσα από τη βία, συμπόνια μέσα από το έρεβος, αυτογνωσία μέσα από το μαρτύριο, σοφία μέσα από την τρέλα, συμφιλίωση μέσα από τον θάνατο. Και εν τέλει λύτρωση.

22.01.2024, Κουτσιλαίου Ελένη «Βασιλιάς Ληρ σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού: Μια παραστασιακή απόπειρα-ύμνος για το Ανθρώπινο πλάσμα με την Μπέτυ Αρβανίτη να σωματοποιεί το Αδιανόητο», elculture.gr

 

Για το link πατήστε εδώ