«Ο βασιλιάς Ληρ» από το «Θέατρο Τζένη Καρέζη»

Όνειρο μεγάλο και τόλμημα ριψοκίνδυνο, ακόμη και για κρατικές σκηνές, θα είναι πάντα το ανέβασμα της σαιξπηρικής τραγωδίας «Ο βασιλιάς Ληρ». Αυτό το όνειρο είχε ο Κώστας Καζάκος και αποτόλμησε με το «Θέατρο Τζένη Καρέζη», μετά την αποτυχημένη απόπειρα του να αποτελέσει η παράσταση παραγωγή του Εθνικού θεάτρου. Μια μεγάλη παραγωγή, όπως απαιτείται να είναι το ανέβασμα του «Ληρ» με το πολυπρόσωπο και τον πολυεπίπεδο χωροχρόνο του μύθου του, μιας πολύπλευρα υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας — από όλους τους συντελεστές της — παράστασης, όπως απαιτείται από αυτό το ποιητικό και δραματικό αριστούργημα και ένας τεράστιος ερμηνευτικός αγώνας, όπως απαιτείται να δοθεί από όλους τους ηθοποιούς και πολλαπλάσια από εκείνον που θα αναλάβει το ρόλο του Ληρ, θα έπρεπε να σημαίνει την απαλλαγή του πρωταγωνιστή από όλες τις προηγούμενες έγνοιες, προκειμένου να δώσει απερίσπαστος, αποκλειστικά και μόνον, τον τιτάνιο αγώνα που επιβάλλει ο ρόλος. Απαλλαγή από όλα αυτά, δεν είχε ο Κ. Καζάκος.

Δεν μπορεί παρά σε σχέση με αυτό το γεγονός να κρίνει κανείς θετικά, σαν σοβαρή προσπάθεια την παράσταση του «Ληρ» από το «θέατρο Τζένη Καρέζη», σε ρέουσα, νοηματικά εύληπτη μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ. Η σκηνοθεσία του Λεωνίδα Τριβιζά έστησε εύρυθμα, χωρίς χάσματα, υπερβολές, άχρηστα εφέ τις συνεχείς χωροχρονικές εναλλαγές της πλοκής, προστατεύοντας το λόγο, την κλιμακούμενη δραματικότητα και τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του μύθου — μύθου με αλλεπάλληλα προσωπικά δράματα τα οποία προκαλεί η εγωπαθής πατρική αφροσύνη του βασιλιά Ληρ — από μια περιττή θεαματικότητα, στην οποία διακινδυνεύει να περιπέσει μια παράσταση του έργου αυτού. Η κύρια αδυναμία της παράστασης — ίσως μη οφειλόμενη στη σκηνοθεσία — ήταν οι υψηλοί τόνοι και οι εντάσεις του λόγου από ορισμένες ερμηνείες. Εντάσεις που μπορεί να επηρεάστηκαν από την αντιατμοσφαιρική, αποδραματοποιητική. σύγχρονων, συχνά εμβατηριακών και υπέρτερων της φωνής των ηθοποιών ήχων από κρουστά όργανα, τα οποία κυριάρχησαν στη μουσική των Ανδρέα Συμβουλόπουλου – Νίκου Τουλιάτου. Μια ακόμη αντίθεση πρόβαλε μεταξύ των χρωματικά και σχεδιαστικά ακαλαίσθητων (τα περισσότερα και κυρίως τα γυναικεία) κοστουμιών και του λιτού σκηνικού (Νίκος Πετρόπουλος).

Οι φιλότιμες προσπάθειες των — καλών στο σύνολό τους — ηθοποιών του θιάσου, σε ορισμένους δεν απέδωσαν τα καλύτερα αναμενόμενα αποτελέσματα. Έμπειροι και άξιοι, όπως οι Μελίνα Μποτέλη, Φιλαρέτη Κομνηνού, Κοσμάς Ζαχάροφ, Στάθης Λιβαθινός, Γιάννης Νταλιάνης, περισσότερο διεκπεραιωτικοί, σχηματικοί, ή αβέβαιοι γι’ αυτό που κάνουν, έμοιαζαν να νιώθουν. Η Λυδία Φωτοπούλου με διακριτική δραματικότητα ερμήνευσε την Κορντέλια. Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, ηθοποιός με υποκριτικά εφόδια, ερμήνευσε με ευαισθησία και ποιητική αίσθηση τον Έντγκαρ. Ο Γιώργος Κέντρος είχε πολύ καλές δραματικές, στιγμές, όπου οι τόνοι του ήταν χαμηλοί και εσωτερικοί. Ο Κωνσταντίνος Καζάκος έκανε μια αξιόλογη προσπάθεια σε ένα ρόλο που δείχνει ότι μπορεί να εξελιχθεί αν δουλέψει ακόμη πολύ τα εκφραστικά του μέσα (αίσθημα, φωνή, κίνηση, χειρονομία). Ο Πέτρος Φιλιππίδης (Γελωτοποιός) έχει βαθιά κωμική φλέβα, ασκημένα μέσα, αμεσότητα και μ’ αυτά επιχείρησε — και σε ένα βαθμό το πέτυχε — μια σημαντική ερμηνευτική στροφή από την, καταστροφική για κάθε ηθοποιό, τηλεοπτική του μανιέρα.

Ο Κώστας Καζάκος έπλασε συγκινητικά έναν Ληρ, ανθρώπινο, οικείο, πληθωρικό, παρορμητικό, απερίσκεπτο, αφελή, που από εγωπάθεια προτιμά την κολακεία, το «γλυκό» ψέμα αντί την «πικρή αλήθεια. Έναν αυτοέκπτωτο, από την ανάγκη του για αγάπη μοναχικό πλάσμα, που μόνο η «φυγή» του μέσω της «τρέλας» κι ο θάνατος μπορεί να το λυτρώσει.

30.07.1996, Θυμέλη «Ο βασιλιάς Ληρ από το Θέατρο Τζένη Καρέζη», Ριζοσπάστης

 

Για το link πατήστε εδώ