Τσεκούρι στις βυσσινιές

Το έργο

Η χήρα Λιουμπόφ, από αριστοκρατική γενιά κτηματιών της επαρχίας, μετά από πέντε χρόνια απουσίας στο Παρίσι επιστρέφει με την δεκαεπτάχρονη κόρη της Άνια στη Ρωσία, στο πατρικό της σπίτι και στο οικογενειακό κτήμα – ένας ονομαστός βυσσινόκηπος – όπου ζει ο αδελφός της, η ψυχοκόρη της Βάρια, ο γέρος λακές Φιρς και η καμαριέρα Ντουνιάσα. Τους υποδέχονται κάποιοι φίλοι του σπιτιού με επικεφαλής τον έμπορο Λοπάχιν, έναν χωριάτη που πλούτισε, και ο επαναστάτης του γλυκού νερού, αιώνιος φοιτητής Τροφίμοφ. Το κτήμα καταχρεωμένο, επικρέμαται πλειστηριασμός, αλλά οι ιδιοκτήτες του στον κόσμο τους – μία τάξη που δύει, οι μικροαστοί έχουν πάρει πια τα ηνία. Δεν συμβαίνουν πολλά στις τέσσερις πράξεις. Η Βάρια ποτέ δεν ακούει από τον Λοπάχιν την πρόταση γάμου που περιμένει, ο λογιστής Επιχόντοφ, που όλες οι κακοτυχίες τον κυνηγούν, προτείνει γάμο στην Ντουνιάσα η οποία προτιμάει να την «ξεμυαλίσει» ο ξιπασμένος καμαριέρης Γιάσα, ο Τροφίμοφ και η Άνια ερωτεύεται και στο τέλος ο πλειστηριασμός γίνεται και το κτήμα πουλιέται. Ο Λοπάχιν είναι που το αγόρασε. Μια εποχή τελειώνει, μια καινούργια αρχίζει. Η Λιουμπόφ γυρίζει στο Παρίσι και στον ερωμένο που εγκατέλειψε. Οι υπόλοιποι σκορπίζουν. Και ξεχνούν στο κλειδωμένο πια σπίτι κι ενώ έχει αρχίσει να πέφτει τσεκούρι στις βυσσινιές τον γέροντα Φιρς. Ο Αντόν Τσέχωφ με το «Βυσσινόκηπο» (1904) γράφει την τελευταία μεγαλοφυή παραλλαγή του πάνω στο θέμα «άνθρωπος», βουτώντας τη λεπτή, ειρωνική πένα του στην απέραντη ανθρωπιά του. Και δίνει το τελευταίο του έργο. Τόσο πολύπλοκο στην απλότητα του και τόσο σημερινό…

Η παράσταση

Ο Στάθης Λιβαθινός δούλεψε τη σκηνοθεσία του πάνω σε μια μετάφραση της εξαίρετης Χρύσας Προκοπάκη πολύ «γειωμένη», κατά τη γνώμη μου. Η οποία τον οδήγησε –ή ο ίδιος την οδήγησε;- να δει το έργο με μια βαριά, δραματική ματιά, παίρνοντας πολύ «στα σοβαρά» το πολιτικό στοιχείο του παραμερίζοντας την ποιητικότητά του και την ελαφράδα του μπουλβάρ που έχει στην επιφάνειά του. Ο Τσέχωφ πιστεύω πως βλέπει, όπως αργότερα ο Μπέκετ, τους «ήρωές» του σαν ανθρώπους αντιφατικούς, διαρκώς αυτοαναιρούμενους –ελαφρούς έως και ανόητους αλλά ταυτόχρονα και βαθιά τραγικούς. Η παράσταση έχει έντονες, δραματικές στιγμές που δεν σμίγουν γλυκά με τα οπωσδήποτε παρόντα κωμικά στοιχεία αλλά αλληλοαπωθούνται. Η επαναστατικότητα του Τροφίμοφ, για παράδειγμα, δίνεται δυναμικά, χωρίς επιφυλάξεις, και αυτό συγκρούεται με την αυτογελοιοποίησή του. Βρήκα πηχτή, αδιαπέραστη την ατμόσφαιρα, πολύ αργούς τους ρυθμούς και μια παλιακή αντιμετώπιση που δεν με κέρδισε. Όλα είναι «πολύ», είναι υπερεκφραστικά, είναι δυνατά, ακόμα και ο ήχος «σαν χορδής που σπάει»- όλοι «δείχνουν» αυτά που νομίζω πως έπρεπε να μένουν «κρυμμένα». Η Ελένη Μανωλοπούλου βρήκε μερικές ενδιαφέρουσες σκηνογραφικές λύσεις – ειδικά η έξοχα φωτισμένη από τον Αλέκο Αναστασίου «οροφή»- αλλά τα κοστούμια της δεν με κέρδισαν. Περισσότερη απ’ όση χρειάζεται ο Τσέχωφ – ή μήπως δεν τη χρειάζεται καθόλου; – βρήκα τη μουσική του Θοδωρή Αμπαζή και ενταγμένη στις εντάσεις της σκηνοθεσίας την κίνηση του Κωνσταντίνου Μίχου.

Οι ερμηνείες

Πολύ καλός ο θίασος αλλά η διανομή, κατά τη γνώμη μου, με πολλά λάθη. Δεν πιστεύω ότι η Ντουνιάσα ταιριάζει στην Πηνελόπη Μαρκοπούλου, η Σαρλότα στη Μαρία Σαββίδου, ο Πίστσικ στον Στέλιο Ιακωβίδη, ο Τροφίμοφ στον Δημήτρη Παπανικολάου, η Βάρια στην Τζίνη Παπαδοπούλου ή ο Επιχόντοφ στον Βασίλη Καραμπούλα όσο και αν τους περισσότερους εκτιμώ ιδιαίτερα. Ούτε η Άνια στη Μαρίνα Συμέου. Βρήκα εξωτερικό τον Άρη Τρουπάκη και όχι στις καλύτερες στιγμές τους την Μπέττυ Αρβανίτη και Κώστα Γαλανάκη. Ξεχώρισα Γιάννη Φέρτη και Δημοσθένη Παπαδόπουλο που τα βγάζει πέρα καλά, όσο κι αν ο ρόλος επίσης δεν του πηγαίνει.

Σούμα

Ένας Τσέχωφ εντελώς διαφορετικός από τον Τσέχωφ που πιστεύω και μια άποψη που, παρά τη σοβαρότητά της και τη δουλειά που έχει γίνει, δεν με κέρδισε.

Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Τσεκούρι στις βυσσινιές», Ταχυδρόμος