«Tρεις αδερφές» με το «Θέατρο του Νότου»: παράσταση δύο όψεων

Για το θέατρο ταυ Τσέχωφ και ειδικότερα για τις «Τρεις αδελφές» έχω καταθέσει τη γνώμη μου σε παλαιότερα σημειώματα μου της «Αυγής». Θα μπορούσα εδώ, συμπληρωματικά, να προσθέσω κάποιες ακόμη σκέψεις.

Ευαίσθητος δέκτης μακρινών κραδασμών και δονήσεων καταλυτικών, ο Άντον Παύλοβιτς Τσέχωφ συλλαμβάνει κι αποτυπώνει πρώιμα στα έργα του τα μηνύματα των καιρών που φτάνουν. Ο «Βυσσινόκηπος», ο «Γλάρος», ο «Θείος Βάνιας», οι «Τρεις αδελφές» είναι πράγματι, πέρα απ’ όλα τα άλλα, και ακριβείς, λεπτομερείς χαρτογραφήσεις των ρηγματώσεων που επιφέρει στη ρώσικη ψυχή το μεγάλο κοινωνικοπολιτικό άνοιγμα της κλειστής ώς τότε και «αγίας» Ρωσίας στον έξω κόσμο και στη Δύση τον 19ο αιώνα Ο Τσέχωφ ερμηνεύεται συνήθως από τους Ευρωπαίους κάτω από το πρίσμα ενός πολιτισμού που δίνει προτεραιότητα στο συναίσθημα και στην ελευθερία του ατόμου, να επιλέξει τα ιδεώδη του, πράγμα που δεν ισχύει για το Ρώσο της εποχής του Τσέχωφ, που μόλις ανακαλύπτει το συναίσθημα και την ελευθερία.

Στα έργα αυτά του Τσέχωφ η ελευθερία του συναισθήματος καταγράφεται ως δυνατότητα κίνησης από και προς. Ανώριμες ακόμη ψυχές, οι οποίες, μεθυσμένες από φως, κινούνται σπασμωδικά σε αναζήτηση της ευτυχίας, του έρωτα, ταλαντεύονται αναποφάσιστες, χαμένες, παραπλανημένες. Κανείς δεν συναντά τελικά κανέναν. Υπάρχει μια εισβολή του συναισθήματος σε ένα κόσμο που μέχρι τότε αντιλαμβανόταν το βίο σαν αποστολή και τα πάντα αναστατώνονται, η σύγχυση γενικεύεται, τα πάνω έρχονται κάτω. Στις «Τρεις αδελφές», οι δύο πρώτες πράξεις, μέχρι την πυρκαγιά της γ’ πράξης, τουλάχιστον, εξαντλούνται σ’ αυτή τη λεπτομερειακή χαρτογράφηση των υπόγειων ρωγμών. Από την τρίτη πράξη και μετά οι τόνοι αλλάζουν, οι ρωγμές είναι ήδη αρκετές για να εισβάλει το μαύρο της νύχτας, το φως της μέρας αποσύρεται σιγά σιγά και τα πρόσωπα του έργου συνειδητοποιούν σταδιακά την πραγματική τους θέση, την αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας. Ο θάνατος τον Τούλενμπαχ, εντελώς αναίτιος, άδικος και παράλογος, έρχεται ως χαριστική βολή να σκοτώσει οριστικά την αυταπάτη. Η δουλειά δεν λυτρώνει τον άνθρωπο, κι ο έρωτας γι’ αυτές τις ψυχές που «σκλαβώθηκαν μέσ’ στο φως» και τη χαρά της ζωής είναι ένα ανέφικτο ιδανικό. Η Όλγα και μαζί της οι άλλες αδελφές «τώρα ξέρουν…».

Η παράσταση του «Θεάτρου του Νότου» στο «Αμόρε» (σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά) έχει δύο όψεις. Η πρώτη και η δεύτερη πράξη όπως δίνονται, θα το πω χωρίς περιστροφές, είναι ένα κατόρθωμα λεπτών ισορροπιών, εσωτερικών ρυθμών, υποβλητικού ύφους και μιας ατμόσφαιρας που δεν στηρίζεται σε εξωτερικά μέσα, αλλά βγαίνει μέσα από την ίδια την κίνηση, την εσωτερική μουσική του κειμένου στην πολύ καλή μετάφραση των Αλέξανδρου Ίσαρη και Γιώργου Δεπάστα. Εδώ η σκηνοθεσία κατορθώνει πράγματι να μεταφράσει σε ρυθμό παλλόμενων σωμάτων τις επικίνδυνες ταλαντεύσεις των ηρώων πάντα προς τον άπιαστο άλλον, που ποτέ δεν είναι εκεί όπου τον αναζητούν, ποτέ δεν ανταποκρίνεται στο ερωτικό κάλεσμα τη στιγμή που πρέπει: ατέλειωτο γαϊτανάκι ψυχών σε ατέρμονη περιπλάνηση. Οι ρόλοι δόθηκαν καίρια στο πρώτο αυτό μέρος της παράστασης, θα αναφερθώ πιο κάτω με λεπτομέρειες.

Το δεύτερο μέρος, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του θεατή. Η στιγμή που «σκοτεινιάζει» μέσα στο κείμενο μετά την πυρκαγιά δεν έρχεται ποτέ σ’ αυτή την παράσταση. Εδώ χρειαζόταν μια δραστική μεταβολή του ήθους και του ύφους που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ίσως και να μην ήταν στις προθέσεις της σκηνοθεσίας να την πραγματοποιήσει. Η παράσταση, οι ρόλοι, χρειάζονται ένα βαρίδι για να βουλιάξουν, για να βυθιστούν μέσα στο άρητο, και η σκηνοθεσία τους το αρνήθηκε. Έτσι, χωρίς έρμα, τα πρόσωπα συνέχισαν το χαρούμενο πέταγμά τους εδώ κι εκεί, τη συντροφική αναζήτηση, τη στιγμή που όλα είχαν σωριαστεί γύρω τους συντρίμμια. Η σκηνή του τέλους, με τα συγκλονιστικά λόγια της Όλγας, βγήκε κάτω από αυτές τις συνθήκες ως παρωδία, καταστρέφοντας όλες τις μέχρι τότε προσπάθειες. Είναι κρίμα να έχεις φτάσει τόσο κοντά στην πηγή και να μην πιεις νερό.

Από την τρίτη πράξη και μετά η παράσταση έπρεπε να συνεχιστεί με άλλο σκηνοθέτη και εν ανάγκη με άλλους ηθοποιούς.

Φτάνω στις ερμηνείες. Η Λυδία Φωτοπούλου (Ιρίνα) άριστη, διαφανής και ανάλαφρη στο πρώτο μέρος δεν «καταβυθίζεται», επιπλέει, δυστυχώς, στο δεύτερο. Ο Στάθης Λιβαθηνός διαθέτει συνέπεια σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, δίνοντας ένα «κουλάγκιν» ζωντανό, πειστικό σαν χαρακτήρα και με χιούμορ. Η Μαρία Κατσιαδάκη στο πρώτο μέρος επίσης, όταν δεν καταφεύγει στην προσωπική της «μάσκα», πείθει σε διάθεση και σε στάση. Στη σκηνή του τέλους «καταπίνεται» από τη «μάσκα» της, ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να δείξει πρόσωπο. Η Ελεονώρα Σταθοπούλου (Μάσα) είναι γενικώς αδύναμη, ο ρόλος είναι πολυδιάστατος, δεν «βγαίνει» με δύο – τρεις στερεότυπες εκφράσεις ή κινήσεις που επαναλαμβάνονται. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς δικαιούται του τίτλου του κορυφαίου της παράστασης, «παίζει» για όλους, «μοιράζει παιγνίδι», επιτέλους ένας Βερσίνιν που δεν κρύβει το χαρακτήρα του, δεν ηρωοποιεί το ρόλο, «όπως είναι», επιπόλαιος, ευαίσθητος και αδύναμος. Ο Τάλενμπαχ του Λάζαρου Γεωργακόπουλου με μια ευγλωττία που αποβαίνει εις βάρος του βάθους και με καλές στιγμές, θα πρέπει να προσέξει τις «πόζες» του. Ο Ακύλας Καραζήσης (Προζόροφ) ούτε κρύος ούτε ζεστός, διεκπεραιώνει το ρόλο ως εικόνα. Η Ναταλία Δραγώρη (Νατάσα) έκτακτο σκίτσο και όχι μόνο. Ο Σολιόνι του Νίκου Χατζόπουλου επαρκής. Ο Γιάννης Κυριακίδης (Τσεμπουτίκιν) μια όντως σημαντική παρουσία με βάρος, κύρος. Η Ζωή Βουδούρη (Ανφίσα) γραφική μέχρι παρεξηγήσεως. Οι Μιχάλης Ρίζος, Γιώργος Βελέντζας στους μικρούς ρόλους δεν περνούν διόλου απαρατήρητοι.

Τα σκηνικά της Θάλειας Ιστικοπούλου επιβλητικά, τα κοστούμια (Γιάννης Μετζικώφ), η μουσική (Γιώργος Κουμεντάκης) υπηρετούν πιστά αυτή την παράσταση δύο όψεων.

19.11.1994, Πολενάκης Λέανδρος «Tρεις αδερφές με το Θέατρο του Νότου: παράσταση δύο όψεων», Η Αυγή

 

Για το link πατήστε εδώ