Το υφάδι και το στημόνι

«Δωδέκατη νύχτα»: μια πολύ νεανική δουλειά

Η Δωδέκατη νύχτα του Σαίξπηρ έχει δίκαια συσχετιστεί με το μεσαιωνικό πανηγύρι των τρελών: μια γιορτή μεταμφίεσης, ανατροπής των καθιερωμένων αξιών, όπου φυσά ένας άνεμος πρωτόγνωρης ελευθερίας και αποδέσμευσης του ανθρώπου από κοινωνικά ή άλλα δεσμά. Η Δωδέκατη νύχτα του τίτλου συμπίπτει με το δικό μας Δωδεκάμερο ανάμεσα στα Χριστούγεννα και τη γιορτή των Φώτων, διάστημα κατά τ’ οποίο πιστεύεται ότι εξαπολύονται κι ανεβαίνουν στη γη διάφορα παγανά, ξωτικά, τελώνια κ.ά. χαρούμενα πλάσματα που κάνουν… δύσκολη τη ζωή των καλών ανθρώπων. Ένα πανηγύρι του έρωτα, θα μπορούσαμε να πούμε, με το παντοδύναμο ένστικτο του σμιξίματος να κυριαρχεί παντού. Αυτό είναι το λαϊκό στοιχείο της ώριμης αυτής κωμωδίας του Σαίξπηρ, η οποία διαθέτει επίσης, όπως όλα σχεδόν τα έργα του, μια λόγια, φιλοσοφημένη πλευρά. Που δεν είν’ άλλη, θα μπορούσαμε να πούμε, από τον έρωτα με την πλατωνική σημασία του όρου. Δεν πρόκειται δηλαδή για σμίξη τυχαία σωμάτων, μα η ψυχή, μ’ οδηγό της τον έρωτα πάντοτε, αναγνωρίζει αλάθευτα κι επιλέγει το ταίρι της. πίσω απ’ την πολλαπλότητα των φαινομένων και την πολυδιάσπαση της μιας πραγματικότητας σε μορφές. Εδώ συναντώνται οι δομές του μεσαίωνα μ’ εκείνες της αναγέννησης, μα κι ο μυστικισμός της Ανατολής με τη μεταφυσική της Δύσης. Η ερωτική αναρχία, το χάος, η αταξία του Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας, καταλαβαίνουμε τώρα ότι εμπεριείχε μια νησίδα ερωτικής τάξης, που ήταν η Δωδέκατη νύχτα. Διότι, ο μόνος δρόμος να περάσουμε απ’ την αταξία στην τάξη, μοιάζει ο Σαίξπηρ να μας λέει, είναι να το κάνουμε με γνώμονα ψυχής, και με πυξίδα τον έρωτα. Κάθε άλλος δρόμος θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί καταστροφικός. Η στρατηγική και οι τακτικές της ερωτευμένης ψυχής για να βρει στο τέλος το προορισμένο και αληθινό ταίρι της, αποτελούν το υφάδι και το στημόνι αυτής της κωμωδίας του Σαίξπηρ. Ενώ αναπτύσσεται παράλληλα προς το κύριο θέμα ένα δεύτερο αλλά όχι δευτερεύον, μιας φάρσας εν εξελίξει, και διόλου αθώας, με θύμα της τον αγέλαστο σύμβουλο της αυλής, τον πουριτανό, μανιακό οπαδό της τάξης, εχθρό της ελεύθερης ερωτικής χαράς και του ερωτικού παιχνιδιού, εχθρό του έρωτα και στις δύο εκδοχές του, τον Μαλβόλιο (τ’ όνομά του παραπέμπει στο μοχθηρό, στον κακόβουλο). Επίσης ορκισμένο εχθρό του θεάτρου θα προσθέταμε εμείς, όπως οι πραγματικοί πουριτανοί της εποχής του Σαίξπηρ που πήραν πράγματι την εξουσία λίγα χρόνια αργότερα κι έκλεισαν τα θέατρα! Για να μην τους γελοιοποιούν, όπως ο χαρούμενος θίασος των γλεντζέδων, ο σερ Τόμπι, ο κυρ Αντρέας, ο Φάβας και ο «τρελός» Φέστας, ξεμπροστιάζουν σ’ ετούτη τη σαιξπηρική φαντασία τον επίδοξο πολιτικό με τα σοβαροφανή προγράμματα «σωτηρίας» που κλώθει στο πίσω μέρος της κεφαλής του. Τραγικό στο βάθος πρόσωπο, επειδή κάνει τους άλλους να γελούν χωρίς ο ίδιος να διαθέτει το ανθρώπινο δώρο του γέλιου. Επικίνδυνο συγχρόνως όμως, αν τον πάρουμε στα σοβαρά και του εμπιστευτούμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας. Θα το πάρει τότε σα να του εκχωρήσαμε γενικά το δικαίωμα του αποφαίνεσθαι περί πάντων και θα γίνει, τυπικός ή άτυπος, δικτάτωρ. Εχθρός του μέλλοντός μας κι ας ευαγγελίζεται το σωτήρα του.

Γι’ αυτό κι ο Σαίξπηρ σας λέει να ξεσκεπάζετε, όπου τους βρίσκετε, με το γέλιο, τους επαγγελματίες αγέλαστους.

Η Δωδέκατη νύχτα είναι μια από τα πιο πολυπαιγμένα στη χώρα μας έργα του Σαίξπηρ. Στο θέατρο Τζένη Καρέζη παρακολουθήσαμε από έναν πολύ νεανικό θίασο μια ενδιαφέρουσα και πολύ νεανική εκδοχή αυτής της κωμωδίας. Με τα συν και με τα πλην που μπορεί να δηλώνει αυτός ο όρος. Η σκηνοθεσία κατ’ αρχήν του έμπειρου ηθοποιού, σκηνοθέτη και δάσκαλου ηθοποιών Στάθη Λιβαθηνού είναι κάτι παραπάνω από διδασκαλία ενός έργου, καθώς ανοίγεται στην ευρύτερη σχέση του δασκάλου με τους μαθητές του, με την πλατωνική σημασία του πράγματος πάντοτε. Αν η λέξη δεν είχε φθαρεί τόσο πολύ απ’ την αλόγιστη χρήση της, θα έλεγα ότι διέκρινα μια σχέση μυήσεως στα πράγματα του κόσμου και στην τέχνη που είναι πράγμα του κόσμου κι εκείνη, δεν κείται εκτός αυτού. Πάντως διέκρινα κάτι, ασχέτως της ονομασίας που θα του δώσουμε, πολύ θετικό. Και δεν είναι τυχαίο, φαντάζομαι, ότι διαλέχτηκε το συγκεκριμένο αυτό έργο, με τις μυητικές δομές του, για να δώσει μορφή και σχήμα στη συγκεκριμένη σχέση. Διότι δεν πρόκειται μόνο για μια επίδειξη δουλειάς αποφοίτων ούτε για μια πρωτόλεια παράσταση μιας ομάδας νεοφώτιστων ή μιας παρέας, δεν είναι μια δουλειά «παρεΐστικη », αλλά μια συλλογική δουλειά σοβαρή, το επαναλαμβάνω, πέραν των επί μέρους ατελειών που μπορεί να εντοπίσει το εξασκημένο μάτι, κι οι οποίες οφείλονται στην απειρία των συντελεστών της. Με ενιαίο ρυθμό, ύφος, ατμόσφαιρα, εντάσεις, κλίμα, κρατήματα κι αναπνοές, η παράσταση διαβάζει το κείμενο, σωστά σαν παρτιτούρα μουσικής δωματίου και το αποδίδει ανάλογα. Τα όργανα – σώματα των ηθοποιών τοποθετούνται στρατηγικά στη σκηνή ως ανάπτυγμα προοπτικό ενός σχήματος, υστερούν όμως οι ρόλοι σε κάθετη ανάπτυξη, δεν υπάρχουν δηλαδή καθόλου «σόλα». Λόγω της απειρίας κυρίως των νεαρότατων συντελεστών της, όπου όμως εντάσσονται πλήρως στο πνεύμα της ομάδας, αλληλοσυμπληρώνονται χωρίς κενά σαν σύνολο, αλληλοστηρίζονται και στηρίζουν ισοκέφαλα την «ορχήστρα» τους. Η σκηνοθεσία έχει πιέσει αντιστοίχως τους χρόνους κι έχει πολλαπλασιάσει τα μπάσα για να καλύψει την έλλειψη «σολίστ», ένα τέχνασμα που, τι να κάνουμε, της το συγχωρούμε! Η μετάφραση, έμπειρη, χρηστική, θα την ήθελα κάπως πιο χαλαρή και ρέουσα, είναι της Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλλη. Με φαντασία τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου. Βρήκα ταιριαστή τη νεανική μουσική του Βασίλη Πουλάκου. Η χορογραφία του Ιγκορ Κούλικ, αναπόσπαστο μέρος της σκηνοθεσίας. Φωτισμοί «σωστοί» του Αλέκου Αναστασίου. Σημειώνω, τέλος, τα ονόματα των νέων ηθοποιών, της διανομής που παρακολούθησα: Στέλλα Σκορδαρά, Μαριλήτα Σολέντη, Χριστίνα Τσούκαλη, Γιάννης Γούνας, Γιώργος Δάμπασης, Χρήστος Στρέπκος, Βασίλης Πουλάκος, Μαρία Αιγινίτου, Δημήτρης Μυλωνάς, Βασίλης Ανδρέου, Γιώργος Δάμπασης, Παναγιώτης Μπουγιούρης – και ο Στάθης Γράψας.

24.10.1999, Πολενάκης Λέανδρος «Το υφάδι και το στημόνι», Η Αυγή

 

Για το link πατήστε εδώ