Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

Ποιητικός ρεαλισμός κι ερωτική ματαίωση σε μια κλασική παράσταση με αξιοσημείωτες ερμηνείες – κυρίως από την Ανέζα Παπαδοπούλου και Τζίνη Παπαδοπούλου- κι ένα σκηνικό ελάχιστων τετραγωνικών, αλλά μεγάλης εικαστικής βαρύτητας από την Ελένη Μανωλοπούλου.

«Ο δικός μας Λόρκα»

Ο μεσογειακός λυρισμός της ποίησής του και οι λαϊκοί, πλην όμως μεγαλειώδεις μέσα στην τραγωδία τους ήρωες του – η Γέρμα, το ζευγάρι του «Ματωμένου Γάμου», οι κόρες της Μπενάρντας-, όπως και η καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του και η δολοφονία του από τους φασίστες του Φράνκο (ανάμεσα στα πρώτα θύματα του ισπανικού εμφυλίου) συνέβαλαν στη θερμή αποδοχή που βρήκε το έργο του Λόρκα στην Ελλάδα. «Πολιτογραφήθηκε» αυτόματα ως ο μοντέρνος μας τραγικός από την Ισπανία, συναντώντας από τη μία τα αιτήματα της ελληνικής αστικής διανόησης και από την άλλη την πινακοθήκη ηρώων της ελληνικής Αριστεράς όπως επισημαίνει η Έφη Γιαννοπούλου στο πρόγραμμα της παράστασης του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας.

Απαλλαγμένος από τα ιδεολογικά

και πολιτικά φορτία του παρελθόντος, όχι μόνο και από την παράδοση της συμβατικής σκηνικής αναπαράστασης ενός κλασικού έργου, ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθέτησε το κύκνειο άσμα του Λόρκα πιστός στο δόγμα της ανάγνωσής του ως ανδαλουσιανού δράματος για τον καταπιεσμένο ερωτισμό. Κατέθεσε έτσι μία παράσταση ποιητικού ρεαλισμού, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί μοντέρνα σε ένα ανέβασμα του ’80, όχι όμως σήμερα. Θεωρώ όμως σήμερα, προκειμένου το ελληνικό θέατρο να γλυτώσει εξίσου από τη σκηνική παράδοση του παρελθόντος (ένα συνονθύλευμα από τα λόγια διδάγματα των σκηνοθετών του Εθνικού και τα μετα-λαϊκά οράματα του Κουν) και τη μεταμοντέρνα φρενίτιδα των Ευρωπαίων σκηνοθετών, η απαίτηση για μια νέα, αλλιώτικη, καθαρή και προσωπική σκηνοθετική γλώσσα απέναντι στα καθιερωμένα κείμενα του ευρωπαϊκού ρεπερτορίου είναι παραπάνω από αναγκαία.

Ο σεξουαλικός πόθος

για τον αόρατο στο έργο-, αλλά πανταχού παρόντα στις φαντασιώσεις των ηρωίδων Πέπε Ρομάνο – κατατρώει τις κόρες της Μπερνάντα στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού. Ο έρωτας θυμίζει εδώ την πανούκλα και όλα δείχνουν πως οι πέντε έγκλειστες πενθούσες παρθένες θα θαφτούν, υπό των ήχων των ψαλμών της καθολικής εκκλησίας, στο ίδιο το κάστρο των πόθων τους. Ένας αλλόκοτος επιτάφιος είναι το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, με τις ανθοστολισμένες κολόνες τις κλειστοφοβικής σκηνής και τη μικρή λίμνη με τα πολύχρωμα κεραμικά πλακάκια αραβικής τεχνοτροπίας, σαν ενθύμιο των εσωτερικών αυλών της Ανδαλουσίας. Η σκηνογράφος πέτυχε να καταθέσει, σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα, ένα σκηνικό εικαστικής βαρύτητας, αισθητικής λιτότητας και νοηματικής πολυσημίας, εγκιβωτίζοντας στο χώρο τόσο τη μεταφυσική όσο και το ρεαλισμό του έργου. Ταυτόχρονα έδωσε την ευκαιρία στις ηθοποιούς να ορίσουν τις δράσεις τους με άξονα – και καταφύγιο – το υδάτινο στοιχείο.

Μέσω μια λανθάνουσας μετα-φροϊδικής

ψυχαναλυτικής ανάγνωσης, ο σκηνοθέτης παρουσίασε τις ηρωίδες του Λόρκα ως αρχετυπικές φιγούρες της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας και της γυναικείας υστερίας. Ενδιαφέρουσα αλλά κάπως μονοσήμαντης ανάγνωσης. Η διακήρυξη της ερωτικής ελευθερίας και η εμμονή για το κοινό αντικείμενο του πόθου ταυτίζονται με μια βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία, εκείνη της ατομικής ελευθερίας, κι η ερμηνεία των θυγατέρων της Μπερνάντα –πρωτίστων ως διαταραγμένων, υστερικών γυναικών- δε βοηθά σε μια πιο «ανοιχτή» ανάγνωση του έργου.

Παρά τις όποιες ενστάσεις,

βρισκόμαστε ενώπιον μιας παράστασης καλά οργανωμένης, εύρυθμης στο μεγαλύτερο μέρος της και ατμοσφαιρικής, με αξιοσημείωτες ερμηνείες και ορισμένες σκηνές-διαμάντια, όπως η γκροτέσκα έναρξη. Σε αυτήν η Ανέζα Παπαδοπούλου ως δούλα Πόνθια, «μπουκωμένη» από το μίσος της για την Μπερνάντα (αλλά και από το λουκάνικο που τρώει στα κρυφά), είναι έτοιμη –θαρρείς– να οργώσει τη σκηνή με ένα φλογερό φλαμέγκο. Η ειρωνική, σκωπτική και αυτοσαρκαστική χροιά της ερμηνείας της, προϊδεάζει, ωστόσο, για μία παράσταση πολύ πιο τολμηρή σε ύφος και ερμηνείες από εκείνη που τελικά παρακολουθούμε. Όπως και αν έχει, πάντως, φαίνεται πως καθεμία από τις ηθοποιούς προσέγγισε το ρόλο της με αφετηρία το ένστικτο και τη προσωπικότητά της, καταθέτοντας έτσι πολύ ιδιαίτερα πορτρέτα των ρόλων. Χαρακτηριστική παρουσία είναι η Κόρα Καρβούνη ως ασθενική – σαν ζωντανή νεκρή –, αλλά εκδικητική Μαρτύριο, με τις σπασμωδικές κινήσεις και τον καγχασμό που επιφυλάσσει για το τραγικό τέλος της μικρής της αδελφής. Η Λουκία Μιχαλοπούλου ως Αδέλα πετυχαίνει ένα ζωηρό πορτρέτο του κοριτσιού που γίνεται γυναίκα εν μια νυκτί∙ πιστεύω όμως πως δεν έχει βρει ακόμη την ευαίσθητη ισορροπία του ρόλου της. Αντίθετα, η Αμέλια της Εκάβης Ντούμα είναι φορτισμένη ακριβώς με την ευαισθησία που απαιτεί ο ρόλος. Η Γωγώ Μπρέμπου προσπάθησε -όχι όμως επιτυχημένα- να παρουσιάσει τη Μαγδαλένα ως ανδροπρεπές συμπλεγματικό θηλυκό. Αγνώριστη η Σμαράγδα Σμυρναίου ως αγγελοκρουσμένη γιαγιά Μαρία Χοσέβα , μένει σε μια συμβατική ερμηνεία του ρόλου, τη στιγμή που θα μπορούσε να τον απογειώσει προσδίδοντάς του… μπουνιουελικούς απόηχους. Η ίδια η Μπερνάντα Άλμπα, τέλος, σχεδόν χάνεται σε αυτήν την παράσταση. Η Μπέττυ Αρβανίτη μοιάζει να νικήθηκε από το βάρος του ρόλου της∙ ενός ρόλου με τον οποίο πιστεύω ότι η γνωστή ηθοποιός ελάχιστη συγγένεια έχει τόσο ως παρουσία όσο και ως ιδιοσυγκρασία.

Εκείνη που καταθέτει, κατά τη γνώμη μου, την πιο μέγιστη ερμηνεία

είναι η Τζίνη Παπαδοπούλου ως Ανγκούστιας: η αθόρυβη αυτή ηθοποιός, η οποία εξελίσσεται αργά αλλά σταθερά – από παράσταση σε παράσταση εδώ και αρκετά χρόνια –, βρίσκει στο πρόσωπο της άτυχης και άχαρης γεροντοκόρης τον πιο σημαντικό ρόλο της καριέρας της. Με τα σμιχτά (σε στυλ Φρίντα Κάλο) φρύδια και το κορμί σφιγμένο σαν σε σάβανο, προφητεύει, κιόλας από την πρώτη εμφάνιση, τη ματαιότητα της πρόσκαιρης ευτυχίας της.

Δημάδη Ιλειάνα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», Αθηνόραμα.