Το έργο
Μια γυναίκα, πέντε κόρες, ένα αρχοντικό μέσα στο οποίο αυτές φυλακίζονται για να μην εκτεθεί η τιμή κι η αξιοπρέπειά τους, να μην παραβούν τα κοινωνικά πρότυπα. Όμως οι ανάγκες του κορμιού ξυπνάνε άγριες κι ανατρέπουν τα σχέδια του νου προκαλώντας πρώτα την εξέγερση και μετά την τραγωδία. Η τυραννική Μπερνάντα Άλμπα, η οποία στην έναρξη του έργου επιστρέφει από την κηδεία του άντρα της, επιβάλλει διαρκώς απαγορεύσεις και τιμωρίες στις θυγατέρες της, υποτάσσοντάς τες σε μια στυγνή υποταγή. Όταν η μία από αυτές πρόκειται να παντρευτεί, ο άντρας-αρραβωνιαστικός εμφανίζεται σαν το δυναμικό στοιχείο αφύπνισης αν κι αόρατος στο έργο, κι η μικρότερη η Αντέλα, τον ερωτεύεται αν και ανήκει στην αδελφή της. Η δύναμη του ακατέργαστου, σχεδόν εφηβικού πάθους της την φέρνει αντιμέτωπη με την Μπερνάντα κι ο πόλεμος ανάμεσά τους αρχίζει. Όταν θα τελειώσει η Αντέλα θα είναι νεκρή αλλά η Μπερνάντα θα έχει ηττηθεί.
Αν επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τους κώδικες αυτού του έργου με όρους αστικού δράματος θα το έχουμε εντελώς αφυδατώσει από τους χυμούς του και θα το έχουμε στερήσει από την πιο σημαντική αρετή του, την διαχρονικότητα. Όμως αν καταφέρουμε να το δούμε μέσα από τα μάτια του δημιουργού του έχουμε να κάνουμε με ένα έργο καθαρά πολιτικό το οποίο εμβολίζεται έντονα από το τραγικό στοιχείο και μεταθέτει την έννοια της επανάστασης από τις αρένες της πολιτικής στην πάντα κρίσιμη αρένα της σάρκας. Η εξουσιαστική δομή που εμφανίζεται καθαρότατη από την πρώτη στιγμή είναι εκείνη του κοινωνικού περίγυρου κι όχι της δυναστευτικής Μπερνάντα. Η Μπερνάντα είναι εργαλείο, είναι φορέας της πραγματικής εξουσίας και γνωρίζει, γι’ αυτό ίσως μπορεί να γίνεται άσπλαχνη, όπως κάθε βαθιά απελπισμένος άνθρωπος, πως έχει υποταχτεί. Η ύβρις της δεν είναι η απαγόρευση στις θυγατέρες της να απολαύσουν τον έρωτα και να κατευνάσουν τις σεξουαλικές ορμές τους. Είναι η επίγνωση πως αν και γεννημένη επαναστάτρια, υποτάχτηκε στο όνομα αυτής της καθησυχαστικής εξουσίας που αν και ικανοποιεί τη ματαιοδοξία της είναι ολότελα ξένη από τη σάρκα της και εχθρική προς αυτήν. Η σάρκα στο σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα δεν υποφέρει από στέρηση αλλά από παράνοια, από άτη, την οποία επάξια εκπροσωπεί η γιαγιά-κυταρική μνήμη, η οποία φυσικά δεν περιφέρεται γραφικά σαν το εξάμβλωμα της νιότης της αλλά εφιαλτικά σαν η ιέρεια-γνώστης των επιπτώσεων ενός διαστρεμμένου εγωισμού, η τραγική γριά Κασσάνδρα που γνωρίζει αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να την ακούσει. Η Μπερνάντα έναν μόνο ισχυρό δεσμό διαθέτει για να οδηγηθεί στη λύτρωσή της, τη στιγμή μάλιστα που το ασθενές αρσενικό πρότυπο μόλις έχει κηδευτεί. Την επαναστατικότητα της απογόνου της και ουσιαστικής αντιπάλου της, της Αντέλα. Λατρεύει την μικροθυγατέρα της γιατί σ’ εκείνην μπορεί να δει καθαρά την ίδια, πριν υποταχτεί. Καταθέτει τα πάντα στο κορίτσι περιμένοντας μέσα από μια καθαρή πράξη θυσίας να την οδηγήσει στην λύτρωση. Ξέρει όμως πως θα έρθει αντιμέτωπη με το απρόβλεπτο γιατί η σάρκα δεν μπορεί παρά να είναι απρόβλεπτη.
Η εξουσία καταρρέει όταν το πιο βαθιά επαναστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, το κορμί, διεγείρεται και εξεγείρεται. Η στρεβλωμένη Μπερνάντα δεν ηττάται όταν το είδωλό της στο κάτοπτρο της νιότης, η υγιής Αντέλα επαναστατεί. Αυτή είναι και η μοναδική της νίκη. Ο σπόρος επιτέλους διεκδικεί εκείνο που το δέντρο θυσίασε. Γι’ αυτό και την καλύπτει, παριστάνοντας άγνοια. Όμως το κορίτσι οδηγεί την κατάσταση πέρα από τα όρια, χάνει τον έλεγχο για να μπορέσει να κερδίσει το απόλυτο. Η Νέμεση της Μπερνάντα είναι πως τελικά μέσα από την ίδια την αρχαία φύση των πραγμάτων κι όχι μέσα από μια τυφλή τυχαιότητα, θα απολέσει την Αντέλα και μαζί της θα απολέσει το αύριο. Δεν θέλω δάκρυα λέει κι αυτή τη φορά το λέει στον εαυτό της. Το έργο είναι βαθιά ποιητικό κι όπως κάθε ποιητικό έργο είναι κοφτερό κι επικίνδυνο, ισορροπεί στα όριά του, λειτουργεί μόνο υπό όρους σκληρότητας, ορίζει το δέος και αποχαλινώνει την κρισιμότητα. Το ποιητικό στοιχείο εκμηδενίζεται όταν επιχειρήσεις να του προσδώσεις συναισθηματική υπόσταση και να εξημερώσεις με εύκολα δάκρυα το ανελέητο που αποτελεί και την πρόκλησή του. Όσο για το σουρεαλιστικό στοιχείο το οποίο αποτελεί μία από τις δευτερεύουσες αλλά κυρίαρχες εμμονές του συγγραφέα, είναι σ’ αυτό το έργο καθαρό μέσα στις διαρκείς αντιφάσεις των ηρωίδων. Δεν το φέρει η γιαγιά γιατί μια τέτοια εύκολη λύση θα κατέληγε σε γραφικότητα, η γιαγιά φέρει μόνο ένα παρελθόν που ξεγυμνώνεται αφού δεν μπόρεσε να συμβιβάσει την μάσκα με τον χρόνο, την υποκρισία με την επίγνωση και φυσικά οδηγήθηκε στην αποκαλυπτική τρέλα. Το φέρουν οι υπηρέτριες, ο χορός, που αν και εκπροσωπεί τον κοινωνικό περίγυρο, στρέφεται ενάντια στην Μπερνάντα η οποία τον υπηρετεί, γιατί διακρίνει την υποκρισία της και γνωρίζει πως πίσω από το λούστρο της υποταγής της κρύβεται η αναρχική, πανάρχαια, επικίνδυνη, ανατρεπτική, αληθινή φύση της. Έτσι ο χορός στην ουσία του γίνεται διονυσιακός και αναμετριέται με την μάσκα της Μπερνάντα, ορίζοντας σουρεαλιστικά την σεληνιακή ουσία της. Δεν μπορείς να ανεβάσεις αυτό το έργο όταν είσαι υπερβολικά πολιτισμένος, χρειάζεται κάτι πολύ επικίνδυνο για να αναδειχτεί, την απελπισμένη επιθυμία για εξέγερση.
Η παράσταση
Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού εμπεριείχε ορισμένες από τις πιο ελκυστικές σκηνοθετικές εμμονές του και διέθετε αποκαλυπτικές στιγμές αλλά επικέντρωσε στα επί μέρους χωρίς να καταφέρει να ενορχηστρώσει τις δράσεις σ’ ένα συμπαγές, στιβαρό σύνολο με συγκεκριμένο στόχο. Οι ηθοποιοί υποδύθηκαν τους ρόλους τους με αληθοφάνεια και ενθουσιασμό αλλά τους έλλειπε η κατεύθυνση κι η σαφήνεια, ενώ οι ερμηνείες στρεβλώθηκαν από την ακατάσχετη διαρροή συναισθημάτων που ναι μεν αποτέλεσε δημιουργική διέξοδο αλλά δεν κατάφερε να υπερκαλύψει την σμιλευμένη από την ανάγκη, επικίνδυνα κοφτερή αλήθεια τους και τις ξεχωριστές τους ποιότητες οι οποίες αποδόθηκαν σχηματικά. Η Αρβανίτη ήταν ικανοποιητική στην ερμηνεία της, αυθεντική και ενδιαφέρουσα αλλά δεν ταυτίστηκε με την ηρωίδα του Λόρκα, υποδύθηκε το είδωλο της Μπερνάντα έτσι όπως σχηματίζεται αντεστραμμένο στον φακό της άγνοιας. Παρέμεινε στην έκρηξη και παραμέλησε το δέος, ενίσχυσε την εξουσία αλλά της διέφυγαν οι ρωγμές της. Πληθωρικά έως κιτς αλλά πολύ λειτουργικά για τη δράση τα σκηνικά, ρέουσα και λιτή αν και στεγνή, χωρίς χυμούς, η μετάφραση, ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί, χωρίς έμπνευση αλλά με καθαρό τον συμβολικό τους χαρακτήρα, τα κοστούμια.
15.11.2010, Κυριάκη Μαρία «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», episkinis.gr
Για το link πατήστε εδώ