Του Ρίτσαρντ Καλινόφσκι
Σκηνοθεσία: Στάθη Λιβαθινού
Δύο επιζώντες της γενοκτονίας των Αρμενίων (1915) από τους Τούρκους, δύο νέοι, σχεδόν παιδιά, που κατάφεραν να φτάσουν στην Αμερική σέρνοντας πίσω τους τις αβάσταχτες μνήμες της ομηρίας, του αίματος και του ξεριζωμού, είναι οι κεντρικοί ήρωες του Αμερικανού πολωνικής καταγωγής συγγραφέα Ρίτσαρντ Καλινόφσκι, σ’ αυτό το έργο που αποτελεί ορόσημο για την τραυματισμένη εθνική συνείδηση πολλών λαών – κι όχι μόνο των Αρμενίων.
Και με αυτό το έργο, ας το πούμε προκαταβολικά, ο Στάθης Λιβαθινός παρουσιάζει έναν άγνωστο συγγραφέα μεγάλης πνοής στο ελληνικό κοινό, καθιερώνει την Ταμίλα Κουλίεβα ως θεατρικό αστέρι πρώτου μεγέθους και υπογράφει συνάμα την καλύτερη παράσταση της φετινής σεζόν. Ας γυρίσουμε όμως στο θεατρικό κείμενο. Ο Καλινόφσκι θέλει τον νεαρό Αράμ Τομασιάν, ένα 19χρονο Αρμένο φωτογράφο, να διαλέγει τη μέλλουσα σύζυγό του που περιθάλπτεται σε ορθανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης, από μια σειρά 37 φωτογραφιών. Για την ακρίβεια η φωτογραφική του επιλογή βαρύνεται από ένα λάθος, αφού το κορίτσι της φωτογραφίας που έχει επιλέξει είναι νεκρό και η κοπέλα που καταφτάνει στην Αμερική ως σύζυγό του είναι ένα άλλο ολοζώντανο πρόσωπο. Και το μοτίβο του «λάθους», που τόσο σοφά ο συγγραφέας τοποθετεί ως πρελούδιο στο έργο του, θα επαναλαμβάνεται συνέχεια (με εξαίρεση την τελευταία «σωστή» φωτογραφία) αφού ο Αραμ που διαλέγει μια νεκρή για να παντρευτεί και ν’ αρχίσει μια νέα ζωή, θα εξακολουθήσει για πολλά χρόνια ν’ αγνοεί τη ζωντανή Σέτα με πρόφαση τη στειρότητά της και θα ζει με διάθεση βασανιστικής αυτοτιμωρίας παρέα με τη νεκρή (και ακέφαλη) οικογένειά του που μάταια προσπαθεί να υποκαταστήσει με μία καινούργια. Το νεκρώσιμο λάθος του Αράμ είναι διαρκές όσο και η σφαγή της οικογένειάς του, την οποία συντηρεί στη μνήμη του με την πλειοδοσία ενός ατελείωτου και αμίλητου πένθους, ενός πένθους που αντιμάχεται αμείλικτα τη συνέχεια της ζωής. Και θα πρέπει αυτή η κοχλάζουσα ζωή, που τόσα χρόνια συντηρεί υπόγεια η Σέτα, να ξεσπάσει σε ανοιχτή εξέγερση ενάντια στην αυτοκρατορία της θλίψης του Αράμ, θα χρειαστεί ένα ακόμη ορφανό να εισβάλει στον κλειστό ορίζοντα της ορφανεμένης οικογένειας Τομασιάν μπροστά από το μαύρο πανί της φωτογραφικής μηχανής, για ν’ αρχίσει να κυλάει ξανά ο χρόνος, ν’ αποκαθηλωθούν από το σταυρό του μαρτυρίου τους οι νεκροί και να ζήσουν στ’ αλήθεια όσοι απόμειναν ζωντανοί.
Ο Δημήτρης Τάρλοου, που είχε την εξαιρετική έμπνευση να φέρει αυτό το σπουδαίο έργο στην Ελλάδα, παρέδωσε στο σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινό μια άρτια θεατρική μετάφραση και ο τελευταίος την αξιοποίησε άριστα προσδίδοντάς της παραστασιακή ένταση και αποσπώντας σπάνια ποιότητα υποκριτικών χρωματισμών από τους ηθοποιούς που ανέλαβαν να ζωντανέψουν τα πρόσωπα του έργου. Στηριγμένος στο γεωμετρικής, λιτότητας σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, που προέκρινε στη διάταξή της την αυστηρότητα και τη γυμνότητα του πένθιμου σπιτικού των Τομασιάν, υπό τους ήχους της υπόγειας μουσικής του Haig Yazdjan και τους βαθείς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, ο σκηνοθέτης εννόησε ότι το κείμενο είναι γεμάτες υπόκωφες, σχεδόν ανήκουστες φωνές, που πρέπει όμως να βρεθεί οπωσδήποτε τρόπος ν’ ακουστούν, και αντιλήφθηκε ότι ο πνιγμός των ηρώων είναι σημαντικότερος κι από το λυγμό τους. Γι’ αυτό πρόταξε έναν ήρεμο και κάπως μακρινό αφηγητή που κρύβει την ταραχή που τον διακατέχει για όσο τουλάχιστον καιρό ο συγγραφέας μας αποκρύπτει την πραγματική του ταυτότητα. Γι’ αυτό απέναντι στην πατριαρχική ακαμψία που υιοθετεί, ως έσχατη άμυνα, ο τόσο ευάλωτος Αράμ προτάσσει την εκ πρώτης όψεως υπερβολική και σπασμωδική υπερκινητικότητα της συζύγου του Σέτας. Γι’ αυτό συσπειρώνει το ελατήριο των συγκινήσεων στο εφαλτήριο της τελικής τους εκτίναξης. Έτσι, κόντρα στη φαινομενική αταραξία του αφηγητή, που με ελάχιστους νυγμούς υγρής νοσταλγίας αποδίδει ο Γιάννης Κυριακίδης και απέναντι στην ακαταμάχητη αθωότητα του ορφανεμένου παιδιού, που υποδύεται πειστικότητα ο μικρός Γιώργος Φιλίδης επωμιζόμενος ένα μεγάλο ρόλο, στέκονται ο Δημήτρης Τάρλοου, ένας Αράμ που θέλει να διατηρήσει ως κειμήλιο την αρμενική συνείδηση του, περιχαρακωμένη από τη θανατηφόρα θλίψη και παιδικό θαυμασμό για την Αμερική των τεχνολογικών θαυμάτων και, συνάμα, ένας Αράμ στεγνός στην οδύνη του, απελπισμένος ακόμα και στο κυνήγι των ελπίδων του, τελετουργικά νεκρός μέσα στην καταχνιά των νεκρών του και η Ταμίλα Κουλίεβα που κάτι θα ξέρει, φαίνεται, από την προσφυγιά και της πίκρες της.
Το πρόσωπο
Η Ρωσίδα Ταμίλα Κουλίεβα αποτελεί την απόλυτη ενσάρκωση της Αρμένισσας Σέτας. Μορφώνει επί σκηνής μια ηρωίδα με την εύθραυστη ετοιμότητα των πράγματι δυνατών ανθρώπων, την αθωότητα των πληγωμένων και την αποφασιστικότητα των παθιασμένων για ζωή. Το πέρασμά της από τη διατεταγμένη παθητικότητα και τη χαλιναγωγημένη ορμή στην απροκάλυπτη εξέγερση εκείνου του καταληκτικού (για την ολοκλήρωση του χαρακτήρα της ηρωίδας) χειμαρρώδους μονολόγου, όπου συγκρούονται η ασφυξία τόσων χρόνων και η ελπίδα της τελευταίας, ίσως, σωτήριας στιγμής, αυτό το ξέσπασμα, όπου η τέχνη της ζωής σώνεται, θα περάσουν χρόνια για να ξεχάσουν, αν το ξεχάσουν ποτέ, οι θεατές αυτής της έξοχης παράστασης.
Λογοθέτης Ηρακλής «Το κτήνος στο φεγγάρι» , Αθηνόραμα