Το κτήνος στο φεγγάρι

Το 1893 έγινε μία έκλειψη σελήνης στην Τουρκία, και οι Τούρκοι, πεπεισμένοι ότι ένα “κτήνος” κατάπινε το φεγγάρι, έστρεψαν τα όπλα τους προς τον ουρανό προσπαθώντας να το σκοτώσουν. Με τα ίδια όπλα, εξολόθρευσαν τους χριστιανούς Αρμένιους, με μια σειρά από εκτεταμένα πογκρόμ στα τέλη του 18ου αιώνα, που κορυφώθηκαν με τη γενοκτονία του 1915 και τον αφανισμό περίπου δύο εκατομμυρίων Αρμενίων.

Ο Ρίτσαρντ Καλινόσκι τοποθέτησε τη δράση του έργου στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν ανάμεσα στο 1921 και το 1933.

Το έργο

Ο Αράμ Τομασιάν, ο ήρωας, η Σέτα Τομασιάν, η ηρωίδα…

Η Σέτα είναι μόνο δεκαπέντε χρονών όταν εμφανίζεται στη σκηνή αγκαλιά με την κούκλα της και η σχέση ανάμεσα σ’ αυτήν και τον άγνωστό της σύζυγο, ετών είκοσι, ο οποίος τη ζήτησε σε γάμο μέσω φωτογραφίας, μόλις έχει αρχίσει. Ανάμικτα συναισθήματα όπως ο φόβος, η ευγνωμοσύνη, η προσμονή και η λαχτάρα για επικοινωνία, την κατακλύζουν. Η ιστορία της, μια ιστορία κοινή για όλους σχεδόν τους Αρμένιους της γενιάς της, την έχει σημαδέψει χωρίς ωστόσο να έχει αφαιρέσει κάτι από τη νεανική της ορμή, την αυθορμησία της και τη φρεσκάδα της ψυχής της. Έχει περάσει την παιδική της ηλικία σε ορφανοτροφείο μετά την τραγική απώλεια των γονέων της και έχει συνηθίσει να ζει με τα ελάχιστα. Η κούκλα που τη συντροφεύει στον έγγαμο βίο της είναι ό,τι της έχει απομείνει σαν ανάμνηση από τη μητέρα της η οποία πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Δεν είναι καν η γυναίκα που διάλεξε ο κύριος Τομασιάν, η οποία είναι νεκρή, αλλά μία άλλη, που ίσως και να της μοιάζει… Ο Αράμ είναι ένας άντρας κλειστός και συντηρητικός αλλά ταυτόχρονα αποφασιστικός και γεμάτος εμπιστοσύνη κι αισιοδοξία. Λατρεύει τη φωτογραφία, που είναι ταυτόχρονα το επάγγελμα και το χόμπι του. Καταθέτει στις ακίνητες εικόνες την ίδια την ουσία της ύπαρξής του. Έχοντας κι εκείνος ένα τραυματικό παρελθόν ανάλογο μ’ αυτό της γυναίκας του, εναποθέτει τις ελπίδες του στην σιγουριά που του προσφέρει η Αμερική, ο νέος τόπος του και στην πίστη του πως θα αντικαταστήσει τη χαμένη οικογένειά του με μια νέα, που αυτός ο ίδιος θα δημιουργήσει. Όμως οι ελπίδες αυτές διαψεύδονται αφού η νεαρή κυρία Τομασιάν δεν μπορεί να κάνει παιδιά εξ αιτίας της κακής της διατροφής τα χρόνια που ζούσε στο ορφανοτροφείο. Ο Αράμ, εκτός από τις αναμνήσεις που κρυφοτρώνε την ψυχή του, έχει κρατήσει από τη χαμένη του οικογένεια ένα παλτό του πατέρα του, μέσα στο οποίο κρύφτηκε ώστε να επιβιώσει από τη βάρβαρη επιδρομή των Τούρκων στο σπίτι του και μια φωτογραφία της οικογένειάς του. Τα πρόσωπα έχουν αφαιρεθεί και στη θέση τους είναι αποφασισμένος να τοποθετήσει νέα, αυτά της οικογένειας που ο ίδιος θα δημιουργήσει. Έτσι αυτός παίρνει τη θέση του πατέρα του και η μικρή Σέτα τη θέση της μητέρας του. Μέλλεται να μείνουν άδειες οι θέσεις των επίδοξων απογόνων τους. Όχι όμως και οι ανάλογες θέσεις στην ψυχή τους. Ένα άστεγο αγόρι εισβάλλει στο ήσυχο σπίτι και διεκδικεί τη στοργή, τη φροντίδα, την περίθαλψη ψυχική, πνευματική και σωματική, που έχει στερηθεί. Η κυρία Τομασιάν αναλαμβάνει αμέσως το ρόλο της μητέρας, ενώ ο κύριος Τομασιάν αντιστέκεται σ’ αυτήν την απρόσμενη εισβολή. Αλλά σύντομα οι ρωγμές στην ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του θα διευρυνθούν και η αποδοχή του παιδιού θα καθορίσει μια νέα τάξη πραγμάτων, μεταποιώντας τη σκληρή του συμπεριφορά και διαβρώνοντας τον εύθραυστο ψυχισμό του. Η ισορροπία επέρχεται εν τέλει, μέσα από μια έκρηξη, που θα προκαλέσει η γυναίκα και θα γίνει η αιτία για την εξομολόγηση του άντρα, σε μια από τις πιο δυναμικές και συγκινητικές σεκάνς του έργου.

Ένας αφηγητής που, όπως ο ίδιος εξομολογείται, έχει ζήσει από κοντά την ιστορία και που δεν είναι άλλος από το νεαρό Βίνσεντ σε μια ώριμη ηλικία, ενοποιεί τις δράσεις, αποκαλύπτει κρυμμένες προσδοκίες κι απωθημένες επιθυμίες, αγγίζει απαλά τις χορδές των ψυχών των ηρώων για ν’ ακουστούν οι χαμηλόφωνες μελωδίες τους και να μελοποιηθούν οι τρομακτικές τους μνήμες. Ταυτόχρονα, δημιουργεί μια συνθήκη, μέσα από την οποία το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αλληλοεπηρεάζονται και διαπλέκονται μ’ έναν ενδιαφέροντα δραματουργικά τρόπο για να ενισχυθεί η διαχρονικότητα των συμβάντων και να μεταποιηθούν οι προσωπικές εμπειρίες και μνήμες σε πανανθρώπινες μαρτυρίες. Η γενοκτονία, ο πόλεμος, η παιδική ηλικία επιβαρυμένη από τραυματικές μνήμες, η ανεπανόρθωτη απώλεια και η ικανότητα του ανθρωπίνου όντος να επιβιώνει κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, όταν φιλτράρονται μέσα από την υγιή και εμπνευσμένη δραματουργία, αποτελούν όρους διαχρονικούς που συγκινούν και αφυπνίζουν πέρα από εποχές, έθνη και ιδιωτικές ιστορίες.

Γιορτάζοντας τα δεκάχρονα του θεάτρου «Πορεία», ο Δημήτρης Τάρλοου, επιστρέφει στο εναρκτήριο έργο του «Δόλιχου», «Το κτήνος στο φεγγάρι» του Ρίτσαρντ Καλινόσκι, με τους ίδιους συνεργάτες, που ανταμώνουν ξανά, δέκα χρόνια μετά, προσεγγίζοντας με νέα ματιά το σημαντικό αυτό έργο.

Η παράσταση

Ο Στάθης Λιβαθινός στήνει επί σκηνής έναν κόσμο ολοζώντανο και σπαράσσοντα, τον κόσμο δύο ανθρώπων που αιμορραγούν αλλά και αντιστέκονται, επισημαίνοντας τις λεπτομέρειες της καθημερινότητάς τους με προσήλωση και ανεπιτήδευτη φυσικότητα. Όπως πάντα στις σκηνοθεσίες του, ενορχηστρώνει αριστουργηματικά την κινησιολογία, τις διαβαθμίσεις της φωνητικής γκάμας των ηθοποιών, την εναλλαγή των ψυχικών εκφάνσεων και τις συναισθηματικές αντιδράσεις, δημιουργώντας πολλά επίπεδα δράσης που εισχωρούν το ένα μέσα στο άλλο και προσφέροντάς μας εικόνες ανόθευτης ομορφιάς στις οποίες ο ρεαλισμός ομογενοποιείται με τη θεατρικότητα, για να αποκαλυφθεί η ποιητική διάσταση ενός περιβάλλοντος εξαιρετικά οικείου, παράξενα απόκοσμου, παραμυθένιου, και βαθύτατα αποκαλυπτικού.

Η Ταμίλα Κουλίεβα ενσαρκώνει την ηρωίδα με αμεσότητα, χιούμορ και υποκριτική αυτάρκεια, παρακάμπτοντας τον σκόπελο της πολύ νεανικής της ηλικίας στο ξεκίνημα του έργου μέσα από την ευλύγιστη κινησιολογία, την άρτια τεχνική της και την έμφυτη παιδικότητά της.

Ο Δημήτρης Τάρλου ερμηνεύει τον άντρα με διάφανη εσωτερικότητα και μελετημένη λιτότητα, προσφέροντάς μας μια εντυπωσιακή ερμηνεία που κορυφώνεται στη σκηνή της συναισθηματικής έκρηξης στο δεύτερο μέρος.

Ο Γιώργος Μπινιάρης στο ρόλο που μυστηριώδους αφηγητή, είναι μια λιτή αλλά καταλυτική παρουσία, με άμεση απεύθυνση στο κοινό, θαυμάσια σκηνική αίσθηση και εκφραστική εκφορά λόγου.

Ο νεαρός Βίνσεντ (Δεν γνωρίζω ποιος από τους δύο ηθοποιούς τον υποδυόταν στην παράσταση που παρακολουθήσαμε) φέρνει στη σκηνή όλη την ορμή της ακατέργαστης νιότης του και μας προσφέρει μια ερμηνεία συγκινητική, αυθόρμητη και ταυτόχρονα συγκροτημένη.

Τη μαγική ατμόσφαιρα ενισχύουν η αισθαντική μουσική του Haig Yazdjian, τα σκηνικά που αποκαλύπτουν αλλά και αποκρύβουν ταυτόχρονα τις δράσεις των ηθοποιών, δίνοντάς μας την εικόνα του κόσμου τους χωρίς να εικονοποιούν την εποχή, τα χαρακτηριστικά κοστούμια με τις γεμάτες υπαινιγμούς λεπτομέρειες και οι διακριτικοί, καθαροί φωτισμοί που δημιουργούν μικροπεδία δράσεων και συντελούν στην άψογη αισθητική των επί μέρους σεκάνς.

17.03.2010, Κυριάκη Μαρία, «Το κτήνος στο Φεγγάρι», www.episkinis.gr

 

Για το link πατήστε εδώ