Τιμή στον Παπαδιαμάντη

Παράσταση – μαθητεία πέρα από στερεότυπα, περιγραφές και απεικονίσεις

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Η Φόνισσα

σκην.: Στάθης Λιβαθινός
Θέατρο: Οδού Κεφαλληνίας

Δεν ήταν τυχαίο, που αμέσως μετά τον «Ερωτόκριτο» έσπευσα να δω τη «Φόνισσα», την άλλη σκηνοθετική δουλειά συνόλου του Στάθη Λιβαθινού πάνω σε κείμενο απαιτητικού ή και ξενίζοντος λόγου. Έψαχνα για κοινά κουμπιά. Ένα από τα μυστικά της επιτυχίας είναι η μέχρις εξαντλήσεως αφομοίωση – οικειοποίηση αυτού του λόγου σε ύφος ρέουσας, κυματώδους, ολοζώντανης, μουσικής, ωστόσο «καθημερινής» διήγησης από ενθουσιώδεις ηθοποιούς.

Παρακολουθούσα στην απέναντι «εξέδρα» του κυκλικά διαμορφωμένου χώρου ολόκληρη σχολική τάξη συνεπαρμένη από μια παράσταση σε τρίτο πρόσωπο, να αφήνεται σε γλώσσα τόσο ξένη προς το κοινόχρηστο, πόσο μάλλον νεανικό ιδίωμα, να γίνεται δική της με όλες τις παπαδιαμαντικές ιδιαιτερότητες, να μη σκοντάφτει στις άγνωστες λέξεις, στο παράξενο συντακτικό, στα «ράκη φράσεων και κραυγές νηφάλιας μέθης», να γοητεύεται από την περιγραφική δύναμη, την ψυχολογική ευστοχία, τις κοινωνικοπολιτικές πτυχές, το αστυνομικό και καταδιωκτικό εν τέλει σασπένς στα κρημνά και τ’ ακρογιάλια της Σκιάθου. Οι πιο υποψιασμένοι κι εξοικειωμένοι με το κείμενο του Παπαδιαμάντη είχαν τη χαρά να παρακολουθούν παράλληλα την τόσο διακριτικά αποφασιστική, δραματουργικά προωθητική, ακόμη και σκηνοθετικά καθοδηγητική διασκευή του Στρατή Πασχάλη όπως και την ιλιγγιωδών ρυθμών, χιουμοριστικών υπαινιγμών, σημερινών παραπομπών σκηνοθετική διδασκαλία του Στάθη Λιβαθινού.

Σε μια ζώνη δαπέδου ελάχιστη, γύρω από ένα σκάμμα με γκρίζα άμμο, πάνω σε πάγκους, σκαλοπάτια, πίσω από κολώνες, πάνω σε κάγκελα πέντε αεικίνητοι ηθοποιοί με…πολιτικά, στρατευμένοι ωστόσο μέχρι το μεδούλι στην τέχνη τους, ζωντανεύουν εκτός από τον εαυτό τους, όλα τα περιφερειακά αλλά σημαντικά πρόσωπα της διήγησης μαζί και τον αφηγητή – ποιητή, μαζί και τις μετακινήσεις της πρωταγωνίστριας. Μέσα στο σκάμμα με την γκρίζα, απροσδιόριστης υφής άμμο που το μετατρέπει σε βάλτο ή σε τεφρόλουτρο, η Μπέττυ Αρβανίτη ως Φραγκογιαννού, γίνεται ένα μ’ αυτήν την ύλη-χώμα-τέφρα και «μισοπλαγιασμένη» (όπως τη θέλει η πρώτη πρώτη λέξη του διηγήματος) δίνει ένα ματς-ρεσιτάλ με τη θαυμαστά καλπάζουσα «ακινησία», που είναι και η κεντρική ιδέα της δυνατής παράστασης. Το κύλισμα μέσα σ’ αυτόν τον βάλτο-σκάμμα του αβίωτου βίου της όπου τρεις και τέσσερις φορές θα «ψηλώσει» ο νους της ως φόνισσα μικρών κορασίδων, σταματάει μόνο στο τέλος. Όταν ακροπατώντας σε μια σανίδα οικοδομής, χάνεται στα κύματα, δέκα βήματα από τον Αϊ-Σώστη… «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

Μια επίμονη ηθοποιός, έπειτα από έτη στοχευμένης δουλειάς, μαθητείας και άσκησης πάνω στην ποιότητα, τη συνέπεια, τη συνέχεια, ζωντανεύει τραγικά και χιουμοριστικά, τελετουργικά και μοντέρνα, ζοφερά και περιπαιχτικά, επικά και αφρισμένα τη μεγάλη στιγμή ενός ιδιοφυούς, συχνά συκοφαντημένου πεζογράφου διεθνούς εμβέλειας, εκατό χρόνια από τον θάνατό του. Και πλάι στους προσωπικούς εφιάλτες της Φόνισσας κάνει χώρο για τους κοινωνικοπολιτικούς εφιάλτες του παρελθόντος που μοιάζουν να πλησιάζουν επικίνδυνα τα σκάμματα του παρόντος και του μέλλοντος. «Την πλιατσικολογίαν διεδέχθη η φορολογία» λέει ο Παπαδιαμάντης στη Φόνισσα «και έκτοτε όλος ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύη διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέρα, την “ώτα ουκ έχουσαν”».

Οι διακεκριμένες ηθοποιοί Λίλλυ Μελεμέ, Τζίνη Παπαδοπούλου, Λουκία Μιχαλοπούλου, δίνουν μαθήματα ακριβέστατης, ευαίσθητης, συναρπαστικής, αφηγηματικής σκυταλοδρομίας. Λαμπρά παραδείγματα σκηνικής προσωπικότητας μέσα στη συλλογικότητα, μια από τις σκηνοθετικές αρχές του Λιβαθινού. Κοντά τους ο Παναγιώτης Παναγόπουλος (που χειρίζεται και τα ηλεκτρονικά ακούσματα από τη μεικτή με ήχους, ψαλμούς και μοιρολόγια μουσική του Τηλέμαχου Μούσα) και ο Χάρης Χαραλάμπους τις συναγωνίζονται στις ακαριαίες εναλλαγές ρόλων, λειτουργιών και ύφους.

Τα σκηνικά, τα κοστούμια και τα επιλεγμένα ευτελή αλλά και σημαίνοντα αντικείμενα, είναι της Ελένης Μανωλοπούλου, που άλλη μια φορά διέπρεψε στην απογείωση του αδιαχώρητου και στον θρίαμβο της αφανούς λεπτομέρειας. Όλο το δάπεδο γύρω από το σκάμμα όπως και οι επιφάνειες στις κολώνες του θεάτρου είναι καλυμμένες με θαμπές, κιτρινισμένες φωτογραφίες του παπαδιαμαντικού, νεοελληνικού τότε. Που αν και «τότε» δεν παύει να είναι μέρος ενός ιστορικού, συνειδησιακού κορμού με ρίζωμα κι απρόβλεπτες παραφυάδες.

31.12.2011, Κολτσιδοπούλου Άννυ «Τιμή στον Παπαδιαμάντη», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ