Θέλω να ξαφνιάζω το κοινό κάθε φορά

Ο Στάθης Λιβαθινός ανεβάζει ταυτόχρονα Φόνισσα και Ερωτόκριτο

Ο Στάθης Λιβαθινός κάθεται απέναντί μου και αναλαμβάνει να γεμίσει με τσάι το φλιτζάνι μου. Μου αρέσει ο τρόπος που τονίζει τα δύο πρώτα σύμφωνα της λέξης τσάι με ρώσικη προφορά και σκέφτομαι πόσα θα ήθελα να τον ρωτήσω εάν είχαμε τον χρόνο, για την εποχή της Ρωσίας. Συναντώ το βλέμμα του και επιμένω πως θέλω να δω πρόβα της πολυαναμενόμενης παράστασης της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη που ανεβαίνει στις αρχές Νοεμβρίου στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας με πρωταγωνίστρια την Μπέττυ Αρβανίτη. Δεν είναι η μοναδική του πρεμιέρα, αφού λίγες μέρες αργότερα στο Ακροπόλ, στον καινούργιο χώρο όπου έχει εγκατασταθεί o σκηνοθέτης ανεβαίνει ο Ερωτόκριτος, ενώ το σχέδιο λέει ότι πρόκειται να δούμε και τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, τριλογία που αν ευδοκιμήσει να παρουσιαστεί τη φετινή χρονιά θα ολοκληρώσει ένα σημαντικό νέο κύκλο έργων του Στάθη Λιβαθινού.

«Δεν επιτρέπω σε κανέναν να έρθει σε πρόβα παρά μόνο στην τελική ανοιχτή πρόβα. Ξέρετε το βλέμμα του θεατή είναι πάντα επικριτικό κι εγώ θέλω οι ηθοποιοί μου να εκτεθούν, να βγάλουν ό,τι έχουν την ώρα της πρόβας…». Απέναντί μου βρίσκεται ένας από τους πιο αξιόλογους Έλληνες σκηνοθέτες. Ο δημιουργός της ιστορικής πλέον Νοσταλγού, πρώτης του παράστασης που είχε τραβήξει την προσοχή, ο διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού όταν επρόκειτο να υλοποιηθεί το όνειρο του για μια κρατική σχολή σκηνοθεσίας που έμελλε να διαλυθεί από το ίδιο το Εθνικό. Ο Στάθης Λιβαθινός ένας καλλιτέχνης ο οποίος από τότε έχει δημιουργήσει πολλές παραστάσεις μη φοβούμενος να δοκιμαστεί, να κριθεί ή να αποτύχει. Σε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης μίλησε στην «Κ».

Γεμάτη ζωή

Πώς γίνεται δύο τόσο δύσκολα έργα, τον Ερωτόκριτο και τη Φόνισσα, να τα ανεβάζετε ταυτόχρονα, ποια είναι η αίσθηση;
Ζω μια γεμάτη ζωή την οποία εύχομαι στον καθένα. Ο μεγαλύτερος χρόνος ζωής ενός καλλιτέχνη περνάει στην πρόβα. Το αποτέλεσμα είναι dust in the wind όπως λέει και το τραγούδι, δεν υπάρχει, δεν το βλέπεις, δεν το ακουμπάς, ανήκει σε άλλους, πακετάρουμε μια ζωή δώρα που ανήκουν σε άλλους. Εμένα ο προβληματισμός μου, η δουλειά μου με τους ηθοποιούς, η φιλοσοφία μου, ο κόπος μου, η ανάσα μου είναι ο καιρός της πρόβας.

Είναι καθαρά χρονική σύμπτωση να συμπίπτουν την ίδια περίοδο δύο εντελώς διαφορετικά πρότζεκτ που ετοιμάζονται από τον Απρίλιο. Το ένα ο Ερωτόκριτος έγινε γιατί δέχτηκα τη γενναιόδωρη πρόταση του Φάνη Κιρκινέζου να βρεθώ και να εγκατασταθώ κατά κάποιο τρόπο στο θέατρο Ακροπόλ μαζί με μια ομάδα ηθοποιών που μας συνδέουν πολλά πράγματα και το άλλο ήταν να συνεχίσω τη δουλειά μου στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας το οποίο είχα αναλάβει πριν δεχτώ την πρόταση του Ακροπόλ.

Η πρόταση του Κεφαλληνίας ήταν ως συνήθως τι θα κάνουμε του χρόνου κι έπρεπε να πάει το ρεπερτόριό μας κάπου. Να ανεβάζω πλέον παραστάσεις, θεατρικούς συγγραφείς δεν με αφορά και δεν με ενδιαφέρει. Δεν με εκφράζει σ’ αυτή τη φάση της δουλειάς μου κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και δεν επιλέγω έργα, επιλέγω θέματα. Η Φόνισσα είναι θέμα δεν είναι έργο, το ίδιο και ο Ερωτόκριτος, δύο θέματα που με εκφράζουν απόλυτα στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, θέλουν πάρα πολύ έρευνα, απαιτούν συγκεκριμένη στροφή και δική μου και των ηθοποιών προς καινούργιους τρόπους δουλειάς και αυτός είναι ένας από τους λόγους που μπορεί να σε κρατήσει ζωντανό στο θέατρο και να έχεις λόγο ύπαρξης μέσα σε αυτό, γιατί παραστάσεις ανεβαίνουν μερικές χιλιάδες κάθε χρόνο, δεν χρειάζεται να προσθέσω άλλες δύο. Προσπαθώ να ανανεώνω τη δουλειά μου και να προτείνω κάτι που να έχω ανάγκη πρώτα εγώ, μετά οι ηθοποιοί μου και ύστερα το κοινό.

Ποιες είναι οι σκηνοθετικές γραμμές που ακολουθείτε;

Ένα από τα ερευνητικά στοιχεία που έχουν οι δύο αυτές παραστάσεις με εντελώς διαφορετικό τρόπο είναι πως ανήκουν σε ένα άλλο είδος θεάτρου που εμένα με αφορά άμεσα και το οποίο το πρωτοάγγιξα πολύ βαθιά και στο «Πεθαίνω σαν χώρα» που έκανα στο Κεφαλληνίας αλλά περισσότερο με τη Νοσταλγό που έκανα με μια ομάδα ηθοποιών/φυτώριο στον Τεχνοχώρο του Κακλέα, μια παράσταση που είχε προξενήσει τότε συζητήσεις. Είναι αυτό που ονομάζω αφηγηματικό θέατρο, έχει να κάνει με την επιστροφή του θεάτρου στις ρίζες του που είναι η υπόσταση του ηθοποιού σαν υποκριτή, σαν αφηγητή αλλά και σαν ποιητή και παραμυθά. Ένας ηθοποιός που λέει ιστορίες. Φυσικά δεν είναι καινοτομία αυτό και δεν είμαι ο πρώτος που το ψάχνω, εμένα όμως με ενδιαφέρει αυτό το σημείο που ο αφηγηματικός λόγος ενώνεται με τη θεατρική πράξη, με ενδιαφέρει ο τρόπος που απευθύνεται απευθείας κανείς στο κοινό, με ενδιαφέρει απόλυτα κι όταν το πρότεινα στη Νοσταλγό η εφαρμογή του τρίτου προσώπου σαν πρώτο ήταν μια σημαντική φιλοσοφική κίνηση του πώς χρησιμοποιείς στη ζωή το τρίτο πρόσωπο σαν πρώτο το πώς αυτός είσαι εσύ στο στόμα ενός άλλου και το πώς ταυτίζεσαι με κάποιον άλλο γενικότερα στη ζωή. Αυτό είναι ένα από τα κλειδιά του αφηγηματικού θεάτρου καθώς ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας μιλάει σε τρίτο πρόσωπο αλλά τι σημαίνει τελικά τρίτο πρόσωπο στη ζωή μας; Εμείς είμαστε αυτός και αυτός μιλάει για μας.

Η δουλειά στη Φόνισσα έχει καθαρά ερευνητικό χαρακτήρα, πέντε νέοι ηθοποιοί και η Μπέττυ Αρβανίτη. Μια δουλειά τεράστιου ρίσκου σε όλα τα επίπεδα. Με τον Στρατή Πασχάλη προσπαθούμε να δούμε τον Παπαδιαμάντη και τη Φόνισσα με μια καινούργια ματιά.

Πρέπει να ξαφνιάζουμε το κοινό να μην ξέρει τι να περιμένει κάθε φορά, να αναδεικνύουμε τέτοια κείμενα που χωρίς αυτά δεν υφίσταται ελληνικός θεατρικός πολιτισμός.

Στοίχημα

Πώς καταφέρατε μια αστή, την Μπέττυ Αρβανίτη να τη μετατρέψετε σε χωριάτισσα Φραγκογιανού;
Νομίζω πως αυτό ήταν και το στοίχημα. Εμένα με ενδιαφέρει η Μπέττυ Αρβανίτη καταρχήν σαν άνθρωπος και με ενδιαφέρει σαν ηθοποιός, πρώτα γιατί σ’ αυτό το θέατρο ανέχονται τις ιδιαιτερότητες και τις απαιτήσεις μου. Είναι ένα από τα τελευταία θέατρα που στέκονται όρθια σε δύσκολους καιρούς. Στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας έχω τη δυνατότητα να προτείνω το ρεπερτόριο και αυτά που με αφορούν. Πέρασε ένας μήνας να καταλάβουν κι εκείνοι γιατί προτείνω τη Φόνισσα. Νομίζω πως η Φόνισσα είναι ο φλοιός κάτω από τον οποίο κρύβονται όλοι οι τελευταίοι ρόλοι της Μπέττυς Αρβανίτη, ο τρόπος που βλέπει το θέατρο. Είναι και η εμμονή η δική μου να δω τους ηθοποιούς πάντα από μια καινούργια πλευρά γιατί εκεί ξοδεύεται η δουλειά ενός σκηνοθέτη να ανανεώσει το δυναμικό των ηθοποιών του, να ανασύρει χαμένες τους πλευρές να αναδείξει καινούργιες ή να τις δημιουργήσει. Είμαστε οι ηθοποιοί μας εμείς οι σκηνοθέτες γι’ αυτό τον λόγο πολλές φορές επιμένω στο να εργάζομαι με ηθοποιούς που έχω ξαναδουλέψει γιατί έτσι ουσιαστικά κατεργάζεσαι ένα πολύτιμο υλικό που δεν το βλέπεις για πρώτη φορά αλλά πρέπει να το αναδεικνύεις με έναν καινούργιο τρόπο κάθε φορά.

«Nα εισάγουμε δασκάλους θεάτρου»

Έχετε ακόμη το όνειρο να δημιουργήσετε μια σχολή σκηνοθεσίας;
Πιστεύω ότι το μέλλον του ελληνικού θεάτρου κρίνεται από τη δημιουργία μιας κρατικής σχολής θεάτρου, καθόλου ακαδημίας, δεν πιστεύω ότι κάτι πρέπει να ακαδημακοποιηθεί για να υπάρξει. Η Σχολή Καλών Τεχνών κάνει υπέροχα τη δουλειά της κι όμως δεν ανήκει σε καμιά ακαδημία, το ίδιο θα μπορούσε μεθαύριο να κάνει μια Ανώτατη (το τονίζω Ανώτατη) Κρατική Σχολή Θεάτρου, ευέλικτη, στην οποία θα διδάσκεται η σκηνοθεσία ως επιστήμη, ως ανώτατο επάγγελμα που καθορίζει πλέον το θέατρο και την εξέλιξή του αλλά και η υποκριτική που θα τη διαφοροποιούν από τις σύγχρονες δραματικές σχολές. Όλοι γνωρίζουμε πως η θεατρική παιδεία στη χώρα μας έχει πρόβλημα, ότι στέκεται πολύ πιο πίσω από τον μέσο όρο της ευρωπαϊκής παιδείας. Πιστεύω ότι πρέπει να αρχίσουν να διδάσκονται μαθήματα χωρίς τα οποία η θεατρική πρακτική δεν υφίσταται όπως το μάθημα του φωτιστή, του σκηνογράφου, του παραγωγού, του θεατρικού συγγραφέα, δηλαδή να δημιουργηθεί ένα ζωντανό στούντιο ταλαντούχων θεατρικών ανθρώπων που παίρνουν το χρίσμα από μια πανεπιστημιακού επιπέδου σχολή και είναι διαπιστωμένα ικανοί να υπηρετήσουν το θέατρο χωρίς να φορτώνουν ανέργους την ελληνική θεατρική πραγματικότητα. Αυτό που προέχει είναι να εργαστούμε για μια σύγχρονη θεατρική παιδεία στον τόπο μας εισάγοντας δασκάλους από το εξωτερικό και όχι σκηνοθέτες και έτερες παραστάσεις.

Δεν χρειάζονται πεντακόσιες ομάδες σε μια πόλη για να εξελιχθεί το θέατρο. Πρόκειται για μια ψευδαίσθηση που περισσότερο δημιουργεί ανεργία και ίσως καταπολεμά τον ελεύθερο χρόνο κάποιων νέων ανθρώπων, όμως δεν εξασφαλίζει το μέλλον του θεάτρου.

29.10.2011, Βούλγαρη Σάντρα «Θέλω να ξαφνιάζω το κοινό κάθε φορά», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ