Θεάτρου θέα θεσπέσια

Είναι χαρακτηριστικό πως ούτε οι σημαντικοί δημιουργοί δεν κατορθώνουν να ξεπεράσουν τη μόδα του καιρού τους

Οι μέτριοι βέβαια στηρίζονται στη μόδα, την εκμεταλλεύονται, την ξεζουμίζουν και τα έργα τους, συνήθως, πεθαίνουν μαζί με το θάνατο ή την ανυποληψία της μόδας. Γιατί όσο η μόδα ισχύει θεωρείται σχεδόν θεσμός, συχνά θεοποιείται, αλλά όταν ξεπεραστεί, όταν άλλη μόδα καταλάβει το κέντρο της κοινωνικής και πνευματικής αγοράς είναι αντικείμενο χλευασμού και περιφρόνησης.

Οι αληθινοί δημιουργοί, εφ’ όσον ζουν και εμπνέονται από τα πράγματα του καιρού τους, είναι φυσικό και λογικό να αφομοιώνουν, να προσεταιρίζονται και μοτίβα και μεθόδους και στυλ της μόδας αλλά έχουν πλήρη έλεγχο των διαδικασιών δανεισμού και απόρριψης, μεταστοιχείωσης, αλλοίωσης και μεταλλαγής.

Ιδού, ο Σαίξπηρ, στα νεανικά του έργα της πρώιμης πενταετίας από την εικοσιπενταετία της σύνολης παρουσίας του στην Δραματουργία, βρίσκεται μέσα στην καρδιά του πρώιμου μπαρόκ. Στις τραγωδίες του (π.χ. Τίτος Ανδρόνικος – Ριχάρδος Γ’) κυριαρχεί το μακάβριο, το πρωτόγονο, το αβυσσαλέο ψυχικό τοπίο, κι όλα τα γνωρίσματα του πρώιμου βίαιου ρομαντισμού. Στις κωμωδίες του (π.χ. Η κωμωδία των παρεξηγήσεων, Το ημέρωμα της στρίγγλας, Αγάπης αγώνας άγονος) κυριαρχεί το περίτεχνο μπαρόκ, μια τέχνη που καλλιεργήθηκε στα σαλόνια των ηγεμόνων και των ανερχόμενων κοινωνικά εμπόρων. Γρήγορα βέβαια πήρε τους δρόμους και όπως συμβαίνει συχνά οι κατώτερες τάξεις ξιπασμένες από την τέχνη των δυνατών την ενστερνίστηκαν. Είναι πάντως αξιοπερίεργο πώς ένα λαϊκό θέατρο που καλλιέργησε πρωτίστως ο Σαίξπηρ (θέατρο της περιφέρειας, της ταβέρνας, των υπαίθριων κήπων και των πολυσύχναστων γειτονιών του Λονδίνου, πόλης εμπορικής και πληθυσμιακά πολυσυλλεκτικής) εθήτευσε σε ένα θέατρο κυρίως Λόγου και μάλιστα λόγου ραφιναρισμένου, με λεπτές αποχρώσεις σημασιολογικές, με γνωμική διάθεση, με πικρόχολο χιούμορ, με μακροπερίοδες φράσεις, υψηλής ποιητικής θερμοκρασίας.

Το πρόβλημα είναι ανάλογο με την υψηλή ποίηση του Αισχύλου που απευθυνόταν σε ένα μεγάλο αναλφάβητο ακροατήριο, γεωργών, τεχνητών, παρεπίδημων εμπόρων, αγραμμάτων γυναικών και δούλων.

Το πρόβλημα λύνεται αν διαβάσουμε και τα αρχαία κλασικά έργα και τον Σαίξπηρ με δύο αναγνωριστικές προσεγγίσεις. Ως ιστορία και ως τρόπο, ως ύφος γραφής. Η πρώτη ανάγνωση γίνεται σε πλάτος, η δεύτερη σε βάθος. Μέλημα αυτών των συγγραφέων είναι να κρατήσουν το ενδιαφέρον με μια συνήθως ευθύγραμμη αφήγηση και δομικά απλή. Ο προσεκτικός αναγνώστης και θεατής έχει στη διάθεσή του, αφού κατανοήσει τους αρμούς και τις σχέσεις των προσώπων, τη γενική τους, σύνολη συμπεριφορά, να κατέβει βαθύτερα, να αναζητήσει προθέσεις, κίνητρα, φοβίες, πόθους κρυφούς, απωθημένες επιθυμίες.

Στο «Αγάπης αγώνας άγονος» (1593) ο Σαίξπηρ πάνω σ’ ένα αφηγηματικό αφελέστατο καμβά, απλοϊκό και μονοδιάστατο (αν τον αφηγηθεί κανείς με λίγα λόγια ως υπόθεση, έκπληκτος θα βρεθεί μπροστά σε story αμερικάνικων και ελληνικών σίριαλ ή σε λιμπρέτα οπερέτας ή μιούζικαλ) κεντάει ένα πολύχρωμο λιβάδι με εκατομμύρια χαμολούλουδα, μυριστικά, περίτεχνους θάμνους, χαριτωμένα ποταμάκια, λιλιπούτειες γεφυρούλες, σκιώδη πλατύφυλλα δέντρα και κρυμμένα στις φυλλωσιές ερωτικά αηδόνια, κοτσύφια και πλουμιστές πέρδικες.

Μια και η επιφανειακή αφήγηση στήνει ένα δίχτυ ερωτικών περιπλοκών, ο ποιητής φορτώνει το τοπίο με ρυθμούς, κινήματα ερωτικά, προσποιήσεις, καμώματα, κραυγούλες πόθου και βογκητά εκπύρωσης. Κι όλα αυτά μέσα στη γλώσσα. Οι ερωτικές αψιμαχίες, τα αγγίγματα, οι ασελγείς ερεθισμοί γίνονται μέσα στις λέξεις, δηλώνονται με το μέτρο, οι συνουσίες προηγούνται στο σμίξιμο των ομοιοκαταλήξεων, τα φιλιά ανταλλάσσονται στις μεταξύ των μετρικών τομών σιωπές.

Στα πρώιμα έργα του Σαίξπηρ η δραματουργία είναι λαϊκή στην υπόθεση και αριστοκρατική στη φόρμα. Προσποίηση, ειρωνεία, ναρκισσισμός, σνομπισμός. Κι όμως δένουν. Αρκεί κανείς να γνωρίζει πώς θα ισορροπήσει τα συστατικά. Είναι κάτι σαν τις κρητικές νυφιάτικες κουλούρες. Κοινό ψωμί καταστολισμένο και γυαλιστερό. Σπανίως το τρώμε για να μη χαλάσουμε τα κεντίδια του. Τις χαίρεται όμως το μάτι μας. Έτσι και στα έργα αυτά του Σαίξπηρ. Χαίρεται το μάτι σου και το αυτί σου, όταν βρουν το οικείο τόνο τους σε μια παράσταση, γιατί η παράσταση είναι ο μοναδικός προορισμός και η δικαίωση ενός θεατρικού κειμένου.

Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, κάτω από την αυστηρή και πειθαρχημένη ματιά του Στάθη Λιβαθινού, γίνεται δουλειά βάθους. Στους νέους ηθοποιούς, κυρίως, που μαθητεύουν εκεί, δόθηκε η ευκαιρία να διεισδύσουν στα μυστικά του θεατρικού ρυθμού, το νόημα του ύφους, στην αναζήτηση στηριγμάτων ώστε να ισορροπήσουν τα λαϊκά-φαρσικά στοιχεία της αφήγησης με τον λεκτικό «κόσμον». Τα έργα αυτά μοιάζουν με τις ποιμενικές γκλίτσες. Ένα χοντρό, στραβό, γερό, ακατέργαστο ραβδί καταλήγει σε μια λαβή περίτεχνα σκαλισμένη, κάτι σε αισθητική στέψη της βάναυσης πρακτικής βάσης. Ο Στάθης Λιβαθινός αναδεικνύεται ως ένας εμπνευσμένος πλέον Δάσκαλος ηθοποιών, όχι ένας καλός απλώς τεχνικός που μεταδίδει ετοιμοπαράδοτες τυποποιημένες μεθόδους, αλλά ως παιδαγωγός χειραγωγεί, θα έλεγα μυεί τους ηθοποιούς κατ’ αρχάς να ανακαλύψουν την ψυχή τους, να την καταστήσουν στο μοτέρ, τη μηχανή εσωτερικής καύσεως που δίνει κίνηση, ενέργεια, φορά σ’ όλο το σύστημα ψυχοσωματικό του μουσικού οργάνου που είναι και πρέπει να γίνει ο ηθοποιός.

Ο Λιβαθινός έχει μία φόρμα στο μυαλό του, όπως ο γλύπτης πριν πάρει το καλέμι προς τον μαρμάρινο άμορφο όγκο. Το μάρμαρο όμως, εδώ ο ηθοποιός, έχει τις αντιστάσεις του, τα νερά του, τις ροπές του, τα όριά του. Ο Λιβαθινός σκαλίζει και ψάχνει να βρει μέσα στο ορυχείο των ηθοποιών του τα μεταλλεύματα που αναλογούν στη φόρμα που επέλεξε γα να αναπαύσει το έργο του ποιητή. Και τις περισσότερες φορές τα βρίσκει.

Είναι όμως τυχερός έχοντας στην διάθεσή του τον έξοχο μεταφραστή ποιητή Στρατή Πασχάλη. Ο Πασχάλης είναι μια πολύτιμη περιουσία, μια ποτιστική βροχή και στην ποιητική ξηρασία και στην μεταφραστική στέγνα. Ο Πασχάλης μεταφράζει ποίηση, όχι νοήματα. Μεταφράζει ήχους, ρυθμούς, υγρασία συναισθημάτων, βουές ανάκουστες, κρυμμένους κελαηδισμούς. Η Σαιξπηρική του μετάφραση ήδη δημιουργεί σχολή. Τώρα όλοι θα κρίνονται με γνώμονα τον Καψάλη και τον Πασχάλη.

Ο Λιβαθινός συνεργάζεται και με έναν άλλο ταλαντούχο δημιουργό, κάτοχο των μυστικών των στυλ. Τον συνθέτη Θοδωρή Αμπαζή. Ο Αμπαζής γνωρίζει να γράφει σκηνική μουσική και τα τραγούδια του ερμηνεύουν χαρακτήρες μέσα στη συγκεκριμένη σκηνοθετική συνθήκη.

Η Ελένη Μανωλοπούλου με τα ταμπλό της που παραπέμπουν στον Ντονιέ Ρουσό έλυσε έξοχα τα προβλήματα του άχαρου χώρου του γκαράζ. Τα κοστούμια της έξοχα – ένα σύγχρονο μπαρόκ.

Οι ηθοποιοί

Δεν θα ήθελα να ξεχωρίσω κανέναν από τους ταλαντούχους ηθοποιούς. Παρ’ όλο που η πείρα του Ήμελλου, η σιγουριά του Μαυριτσάκη, η ευστροφία του Αλέξανδρου Λογοθέτη και η χάρη της Μαρίας Ναυπλιώτου αξιοποιήθηκαν στο έπακρο. Αλλά οι νεήλυδες ο εύγλωττος Δ. Παπανικολάου, η τσαχπινιά της Ευαγγελάτου, η πονηριά της Στυλιανού, η «αφέλεια» της Λέρτα, το χιούμορ της Σαββίδου, η ερωτική διαθεσιμότητα του Γράψα δεν περνούν απαρατήρητα μέσα σε μια σύνθεση που αποθεώνεται η ομαδική δουλειά, η αλληλεγγύη και ο ποιητικός οίστρος.

Πριν από 45 χρόνια στον Πειραιά, στην εναρκτήρια παράσταση του «Πειραϊκού Θεάτρου» ο Ροντήρης ανέβασε μια νεανική «Δωδέκατη νύχτα». Οι ηθοποιοί εκείνοι εξελίχτηκαν σε πρωταγωνιστές (Ντούζος, Καλογήρου, Β. Χαριλάου, Προύσαλης, Τρ. Καρατζάς, Καλλιβωκάς, Κοντούλης). Την παράσταση είχε παρακολουθήσει ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης Νικολάι Οχλόπκοφ και είχε ενθουσιαστεί δηλώνοντας πως χάρηκε έναν Σαίξπηρ παιγμένο από μια οιστρήλατη νεανική μπάντα χαλκίνων.

Αυτή την ίδια εντύπωση μου έδωσε η παράσταση του «Αγάπης αγώνας άγονος» του Λιβαθινού στο Εθνικό.

04.11.2002, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Θεάτρου θέα θεσπέσια», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ