Μια πολύ ωραία στιγμή (όχι μόνον αυτής) της σεζόν, μια ευτυχής θεατρική συνάντηση, όπου ένα ευφυές κείμενο πέφτει σε ικανά σκηνοθετικά και ερμηνευτικά χέρια και καταλήγει σε μια απολαυστική παράσταση συνόλου.
Brilliant! Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο χαρακτηρισμό να κατακλύζει τις βρετανικές κριτικές μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου, εξήντα χρόνια πριν. Γιατί ο Στόπαρντ πέτυχε κάτι αληθινά θαυμάσιο και μάλιστα με ένα από τα πρώτα έργα του: παίρνοντας δύο γνωστούς/άγνωστους αντιήρωες της παγκόσμιας δραματουργίας –το δευτερεύον δίδυμο από τον “Άμλετ”– και φέρνοντάς τους στο προσκήνιο συνέθεσε ένα εξαίσιο έργο. Ένα έργο-υπόδειγμα συνομιλίας αλλά και ανεξαρτητοποίησης από το κείμενο αναφοράς, ένα έργο που χρωστάει επίσης στον Μπέκετ και στο δίδυμο του “Περιμένοντας τον Γκοντό”, αλλά αυτονομείται πλήρως χωρίς να το αντιγράφει. Ένα έργο που λειτουργεί και ως μια ευρηματική μεταθεατρική κατασκευή, και ως υπαρξιακό ιντερμέδιο, και ως παραβολή για τη δίνη της ιστορίας και της εξουσίας που καταπίνει τους καθημερινούς ανθρώπους.
Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι οι δύο συμφοιτητές του Άμλετ που προσκαλούνται από τον Κλαύδιο για να τον οδηγήσουν στο θάνατο, αλλά τελικά παγιδεύονται οι ίδιοι στα δίχτυα της εξαπάτησης και καταλήγουν νεκροί· στη μεταγραφή του Στόπαρντ αυτά τα δύο ανθρωπάκια χρίζονται πρωταγωνιστές μιας απολαυστικής και συγκινητικής κωμικοτραγικής φάρσας, όπου τους παρακολουθούμε να δίνονται με ζήλο σε μια αποστολή που δεν καταλαβαίνουν καλά καλά τι αφορά και να πορεύονται ανυποψίαστοι προς το θάνατο.
Αυτό το έργο με τα πολλά επίπεδα, τις αναφορές και τα δάνεια, που πλέκει στην ιστορία του κομμάτια και πρόσωπα από τον “Άμλετ”, ευτύχησε στη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού. Χαρήκαμε τη δεμένη ομάδα ηθοποιών σε ένα θέατρο πραγματικού συνόλου, κι ας πρόκειται για έργο που απαιτεί κατ’ αρχήν δύο βιρτουόζους ηθοποιούς. Απολαύσαμε μια ευρηματική, ανάλαφρη σκηνοθεσία, που έπαιξε με διάφορα θεατρικά είδη, εκμεταλλευόμενη το παιχνίδι του “θεάτρου μέσα στο θέατρο” που προτείνει το έργο, όπως και μια σκηνοθεσία καλά ζυγισμένη μεταξύ του δραματικού και του κωμικού τόνου, της υπαρξιακής αγωνίας και του ευφρόσυνου γέλιου – άριστα υποστηριγμένη από τη μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, που αντιμετώπισε στα ίσια τις βρετανικές γλωσσικές προκλήσεις, και από τη ζωντανά εκτελεσμένη μουσική του Θοδωρή Αμπαζή.
Εκπλαγήκαμε από τη νέα διάταξη, που μετέτρεψε το θέατρο σε δρόμο, σαν αυτούς όπου έστηναν τα πατάρια τους οι πλανόδιοι θεατρίνοι της Αναγέννησης, και την ονειρική –αλά Μνουσκίν– μεταμόρφωσή του σε καράβι για τις ανάγκες της δράσης (σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου). Και, βέβαια, χαρήκαμε τους ηθοποιούς: τους δύο αδιαμφισβήτητους πρωταγωνιστές, Βασίλη Ανδρέου (Ρόζενκραντς) και Νίκο Καρδώνη (Γκίλντενσερν), που έδωσαν με τόση μαεστρία δύο ήρωες τόσο ίδιους και τόσο διαφορετικούς, το βάρος και την ελαφράδα της ύπαρξής τους, την κωμικότητα και την τραγικότητά τους. Επίσης, τον Άρη Τρουπάκη σε μια υπέροχη στιγμή του στον σημαντικό από γραφής ρόλο του θιασάρχη, τους απολαυστικούς ως θεατρίνους Πάρη Αλεξανδρόπουλο και Φοίβο Μαρκιανό, όπως και τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές: Στάθη Κόικα (Άμλετ), Πολυξένη Παπακωνσταντίνου (Οφηλία), Μαρία Σαββίδου (Γερτρούδη), Δημήτρη Φιλιππίδη (Κλαύδιος), Γιώργο Δάμπαση (Πολώνιος).
21.03.2024, Καράογλου Τώνια «Θέατρο (κριτική) Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί», Αθηνόραμα.
Για το link πατήστε εδώ