Λυπάμαι πολύ εκείνους που δεν κατέβηκαν την περασμένη Παρασκευή ή το περασμένο Σάββατο στην Επίδαυρο για να δουν τη «Μήδεια». Λυπάμαι, γιατί έχασαν μια σπάνια ευκαιρία: να δουν τη χειρότερη θεατρική παράσταση, που, κατά πάσα πιθανότητα, θα δουν σε όλη τους τη ζωή!
Αυτό που είδαμε, εμείς οι άλλοι, οι τυχεροί, κυριολεκτικά, δεν περιγράφεται. Γιατί δεν ήταν απλώς μια κακή παράσταση. Ήταν ένα σκέτο και γελοίο αλαλούμ, από την αρχή ως το τέλος. Νομίζω πως κάθε θεατής πρέπει να βλέπει και τις κακές παραστάσεις. Μόνο έτσι θα έχει το σωστό τρόπο να εκτιμήσει και τις καλές προσπάθειες. Το καλό φαίνεται πιο καθαρά κι έντονα, όταν έχεις δει και ξέρεις το κακό.
Όλη αυτή η άθλια παράσταση της περασμένης εβδομάδας ήταν έργο ενός και μόνο ανθρώπου: του Στάθη Λιβαθινού. Κανένας άλλος από τους συντελεστές της παράστασης δεν έχει την παραμικρή ευθύνη. Γιατί κανένας δεν έκανε αυτό που θα μπορούσε ή, ίσως, αυτό που θα ήθελε. Έκανε μόνο αυτό που του ζητούσε ο σκηνοθέτης του.
Και εάν πράγματι ο σκηνοθέτης, σε κάθε παράσταση, είναι ο άνθρωπος που την καθοδηγεί και την οδηγεί, είναι φυσικό και σωστό όλοι οι συντελεστές να τον ακούν και να προσπαθούν να κάνουν αυτό που τους ζητάει. Μόνο που εδώ -στη «Μήδεια»- ο ίδιος δεν ήξερε τι ήθελε, δεν ήξερε τι ζητούσε, δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει. Έτσι οι ηθοποιοί, π.χ., έκαναν (αυτό που τελικά έκαναν) κάτω από αφόρητη πίεση, χωρίς να το εννοούν ή να το αισθάνονται.
Το κακό φαίνεται πριν ακόμη αρχίσει η παράσταση. Μπαίνοντας ο θεατής στο θέατρο, έβλεπε παραμορφωμένο το χώρο της δράσης του έργου: Κυρίως την παραμόρφωση την είχε υποστεί η Ορχήστρα. Στη μέση της υπήρχε μια μεγάλη πισίνα με νερό! Γιατί; Γιατί να μπει αυτό το τελείως αταίριαστο σκεύος πάνω στο χώμα της Ορχήστρας;
(Και εδώ πρέπει να σημειωθεί η ευθύνη των δύσκολων και επίμονων -δικαίως- αρχαιολόγων, που επέτρεψαν αυτή την κατασκευή μέσα στην Ορχήστρα).
Εδώ, πάντως, φαίνεται η θολούρα που υπήρχε στο μυαλό του σκηνοθέτη. Κάπου, σε κάποια συνέντευξή του, είπε ότι η Μήδεια είχε άμεση σχέση με το νερό!
Αν είναι δυνατόν να σκεφτεί κάτι τέτοιο, όταν θα έπρεπε να καταλάβει ότι η Μήδεια -με προπάππο της τον Ήλιο- μόνο με το νερό δεν είχε σχέση. Πώς του μπήκε αυτή η ιδέα; Μήπως ξεκίνησε από το να θέλει οπωσδήποτε να παίξει με την πισίνα κι από ‘κει άρχισε να λέει δικαιολογίες που δεν στέκονταν με τίποτα; Μήπως είχε δει πέρσι την Κουλίεβα στο «Δάσος» του Μάμετ –που και εκεί υπήρχε κάποιο νεράκι επί σκηνής και πλατσούριζε η πρωταγωνίστρια – και του ήρθε η ιδέα να βουτήξει πάλι στα νερά, άσχετα αν τώρα θα έπαιζε τη Μήδεια; Τι να πει κανείς; Όλα είναι πιθανά.
Τώρα λοιπόν έχουμε την πισίνα στην Ορχήστρα και πάνω σ’ ένα επίμηκες πατάρι, άλλη μια άσχετη ανορθογραφία: ένα άσπρο πιάνο με ουρά! Ε, λοιπόν, σ’ αυτό το πιάνο κάθεται πρώτη στο σκαμπό του και παίζει η Μήδεια! Αργότερα, κάπου στη μέση της παράστασης, η καημένη η Μήδεια ανεβαίνει και πάνω στο πιάνο και ξαπλώνει σε μια στάση που θυμίζει έντονη σκηνή από μιούζικαλ του Χόλιγουντ!
Την ίδια εικόνα Χόλιγουντ θα θυμίσει προς το τέλος και τη στιγμή που η Μήδεια (μέσα στην πισίνα φυσικά) σηκώνει ένα μεγάλο μαχαίρι που υποτίθεται ότι σκοτώνει τα παιδιά της. Ε, τότε, τα φώτα που φώτιζαν την πισίνα γίνονται όλα κόκκινα, προφανώς για να καταλάβουμε καλά ότι είναι το αίμα των παιδιών που τα ‘βαψε όλα κόκκινα!
Βέβαια, εδώ έπρεπε να γίνει η μεγάλη ανατροπή: η Μήδεια, με το μαχαίρι στο χέρι, να βγει από την πισίνα και να προχωρήσει προς το Κοίλο και να σφάξει το σκηνοθέτη της που καθόταν στη πρώτη σειρά. Δεν έγινε κάτι τέτοιο και χάθηκε η ευκαιρία για την κορυφαία σκηνή του σύγχρονου θεάτρου.
Μιλάω για τη «σκηνοθεσία» του Στάθη Λιβαθινού και δεν μπορώ να καταλάβω πώς ο ίδιος σκηνοθέτης, μόλις πριν από ένα χρόνο, έκανε μία από τις καλύτερες παραστάσεις στο Υπόγειο του Εθνικού Θεάτρου, το «Αγάπης αγώνα άγονος» του Σέξπιρ. Τι συνέβη μέσα σε λίγους μήνες; Ξαφνικά ένας καλός σκηνοθέτης καβαλάει το καλάμι της έπαρσης και με την επιτυχία -βαρύ φόρτωμα πάνω του- χάνει τα λογικά του;
Και μάλιστα έχοντας μαζί του τώρα πολλούς από τους συνεργάτες του εκείνης της παράστασης. Όπως τον Στρατή Πασχάλη στη μετάφραση, την Ελένη Μανωλοπούλου για τα σκηνικά, τον Θόδωρο Αμπαζή για τη μουσική, τη Μαριέλα Νέστορα για τις χορογραφίες. Και ακόμα αρκετούς ηθοποιούς εκείνης της παράστασης, όπως τον Δημήτρη Ήμελλο, τον Γιάννη Μαυριτσάκη, τον Στάθη Γράψα, τον Βασίλη Ανδρέου, τον Νίκο Καρδώνη, τον Παναγιώτη Μπουγιούρη, τον Νικόλα Παπαγιάννη, τη Μαρία Σαββίδου και τον Δημήτρη Παπανικολάου. (Ένας ακόμη ηθοποιός εκείνης της παράστασης ο Αλέξανδρος Λογοθέτης ήταν και στην τωρινή διανομή, αλλά ήταν ο μόνος που τα βρόντηξε κάτω και έφυγε εγκαίρως).
Τότε είχαμε δει μια παράσταση ηθοποιών. Τώρα δεν μπορείς να μιλήσεις καν για κανέναν ηθοποιό. Ούτε για την Ταμίλα Κουλίεβα. Όλοι μιλούσαν έντονα, στακάτα, αλλά ο λόγος τους δεν είχε ούτε νόημα ούτε αίσθημα. Ήταν σκέτη ρητορεία. Όπως ρητορική, άσκοπη και αλλοπρόσαλλη ήταν και η κίνηση του Χορού. Δεν κόλλαγαν με τίποτα και κυρίως δεν κόλλαγαν με τη «Μήδεια» και τον Ευριπίδη.
Αφήνω, που κόλλησαν, ωστόσο, στον Ευριπίδη και μερικούς στίχους (στα γεωργιανά) που είπε δυο-τρεις η Κουλίεβα. Βλέπετε ο Ευριπίδης δεν είχε ούτε την πρόνοια ούτε την εξυπνάδα να γράψει αυτούς τους στίχους στη γλώσσα που έπρεπε να μιλούσε η ξένη από την Κολχίδα. Έτσι αναγκάστηκε να το κάνει ο Στάθης Λιβαθινός, διορθώνοντας τον αρχαίο τραγικό συγγραφέα.
Αφήνω, επίσης, το εύρημά του να βάψει τις περισσότερες από τις κοπέλες του Χορού με κάτι άσπρο –σαν αλοιφή αντηλιακή ή σαν πούδρα – στα χέρια, το μισό λαιμό, στο μισό πρόσωπο. Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα να βουτήξουν όλες στο νερό της πισίνας, έβγαλαν τα παπούτσια τους και τ’ άφησαν έξω απ’ αυτήν.
Το τέλειο, το πλήρες αλαλούμ.
11.08.2003, Χρηστίδης Μηνάς «Θεατρικό Βατερλό στην Επίδαυρο», Ελευθεροτυπία
Για το link πατήστε εδώ