Η αυλαία πέφτει και ο… γαμπρός το σκάει
Ηθογραφία εποχής του Νικολάι Γκόγκολ, σε μια έξοχη παράσταση με άφθονο γέλιο, που έστησε ο Στάθης Λιβαθινός
Σάββατο βράδυ, μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές, στη θεατρική Αθήνα που περνάει έντονη κρίση φέτος και το Θέατρο Πορεία είναι μισογεμάτο από θεατές «υποψιασμένους» ότι πρόκειται να δουν μια αστεία κωμωδία του μεγάλου Ρώσου δραματουργού Νικολάι Γκόγκολ, τα «Παντρολογήματα», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού και μ’ ένα θίασο αξιόλογων ονομάτων.
Η αυλαία σηκώνεται και βρισκόμαστε σ’ ένα λιτό, μίζερο, εργένικο δωμάτιο ενός Ρώσου δημοσίου υπαλλήλου. Ο Πατκαλιόσιν –τον υποδύεται ο Δημήτρης Τάρλοου- μονολογεί στο κρεβάτι πως πρέπει να παντρευτεί, γιατί «αλλιώς τι νόημα έχει η ζωή;».
Φωνάζει τον υπηρέτη του Στεπάν, για να μάθει αν εκτέλεσε τις οδηγίες που του έδωσε για τις προετοιμασίες του γάμου, αν ο ράφτης και οι άλλοι προμηθευτές ενδιαφέρθηκαν να ρωτήσουν αν… παντρεύεται ο αφέντης του κι αν θα έρθει η προξενήτρα. Εκείνος του απαντά ενώ σκουπίζει… χώνοντας τα σκουπίδια κάτω από το χαλί! Σε λίγο θα έρθει η προξενήτρα –μια πολύ καλή, όπως πάντα, Ελένη Γερασιμίδου- με αλλοπρόσαλλο παρδαλό ντύσιμο σε χρώματα ρωσικά –τα κοστούμια απροσδιόριστης εποχής σχεδίασε η Κλερ Μπρέσγουελ- και μ’ ένα λιλιπούτειο σκαμνάκι που βγάζει από την τσάντα της για να καθίσει!
Θ’ αρχίσει να του παινεύει τη νύφη και τα προσόντα της, αλλά ο Πατκαλιόσιν αρχίζει πάλι τους αιώνιους δισταγμούς του – το προξενιό συζητιέται τρεις μήνες κι ακόμα ν’ αποφασίσει. Ξάφνου εισβάλλει από το παράθυρο, σαν σίφουνας, ο νεαρός φίλος του Πατκαλιόσιν, ο Κατσκαριόφ.
Αφού καταριέται την προξενήτρα για το κακό που του έκανε, καταλαβαίνει τι πρόκειται να συμβεί στο φίλο του κι αρχίζει να επιδίδεται σ’ έναν υπεράνθρωπο αγώνα, σχεδόν δαιμονικό, να… τον παντρέψει. Είναι η στιγμή που αρχίζει το αδιάκοπο ως το τέλος κρεσέντο του Αιμίλιου Χειλάκη. Πετάει ένα-ένα τα υπάρχοντα του φίλου του από το παράθυρο για να τον εξαναγκάσει να παρατήσει την εργένικη ζωή και σχεδόν σηκωτό τον πάει να γνωρίσει τη νύφη.
Το σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη αλλάζει και βρισκόμαστε σ’ ένα ροζ δωμάτιο με κορνίζα από ροζ τριαντάφυλλα και… μια καρδούλα. Είναι το τριανταφυλλί σαλονάκι της Αγάθια Τίχονοβνα, η οποία φορώντας ένα λευκό φόρεμα και… ροζ μπαλαρίνες επιδίδεται σε κοφτές, αστείες κινήσεις μπαλέτου, σε μια προσπάθεια να διώξει το άγχος της μπροστά στην ιδέα ότι θα την επισκεφθεί η προξενήτρα και κοντά σ’ αυτήν και οι υποψήφιοι γαμπροί.
Μια έξοχη Ταμίλα Κουλίεβα θ’ αδειάσει στη σκηνή του «Πορεία» όλο το υποκριτικό σεντούκι της από τη Ρωσία και με τη βοήθεια του Στάθη Λιβαθινού θα γίνει μια χαριτωμένη όσο και αδέξια γεροντοκόρη που τραγουδάει, χορεύει, παίζει, βγάζοντας όλα τα συναισθήματα από τη χαρμόσυνη απαντοχή του γάμου ως τον τρόμο της συνειδητοποίησής του.
Μαζί της η θεία της – Μπέτυ Νικολέση- και η υπηρέτρια Αλεξάνδρα Ντεληθέου. Από μπροστά τους και μπροστά στο κοινό θα παρελάσουν στη σκηνή εκεί που έχουν στηθεί σαν… γέφυρα της ομορφιάς, οι υποψήφιοι οι γαμπροί: ο άξεστος και χοντροκομμένος πραγματογνώμων – εφοριακός Ιβάν Πάβλοβιτς Στραπατσάδας, που τον υποδύεται με πολλή μαεστρία ο Άρτο Απαρτιάν, ο λιμοκοντόρος Ανούτσκιν –τον υποδύεται ο Ανδρέας Νάτσιος- που ενώ δεν γνωρίζει ξένες γλώσσες θέλει η νύφη «απαραιτήτως να ομιλεί την γαλλικήν», ο… σιτεμένος υποπλοίαρχος εν αποστρατεία Ζεβράκιν –τον υποδύεται ο έμπειρος Μπάμπης Γιωτόπουλος- και τέλος ο συρόμενος από το φίλο του Πατκαλιόσιν, ο οποίος τρέμει ακόμη και στην ιδέα ότι θα μιλήσει στη νύφη. Ένα δίδυμο αχτύπητο, με τον ψηλό και όμορφο Κατσκαριόφ και τον δειλό, κοντούλη Πατκαλιόσιν που ωστόσο θα κλέψει την καρδιά της εξίσου φοβισμένης Αγάθια.
Με όχημα την έξοχη μουσική του Νίκου Πλάτανου σε στίχους Στρατή Πασχάλη, που ερμηνεύει ζωντανά ο ίδιος με τη βιολονίστρια Γκαλίνα Μπράτουσκα κ.ά. και με τις χορογραφίες του Κυριάκου Κοσμίδη, θα στηθεί ένα ευφρόσυνο πανηγύρι με τραγούδια και χορούς στην προσπάθεια να επιλέξει η νύφη τον γαμπρό.
Τσαλίμια, νάζια, χιουμοριστικές αναφορές μέσω του χορού στη ρώσικη παράδοση και στο κλασικό μπαλέτο, αλλά και στο βαλς και το ταγκό και στη σύγχρονη αμερικανόφερνη τζαζ κουλτούρα κι ένας δαίμονας κομπέρ και σκηνοθέτης της όλης βραδιάς, ο Κατσκαριόφ του Αιμίλιου Χειλάκη.
Η παράσταση που έστησε ο Στάθης Λιβαθινός σε μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά και Δημήτρη Τάρλοου, διακωμωδεί με μοντέρνο και εύθυμο τρόπο τα ήθη και τους χαρακτήρες της εποχής του Γκόγκολ, βγάζοντας άφθονο γέλιο και αφήνοντας για το τέλος μια στιγμή αμηχανίας μπροστά στην ξαφνική απόδραση του γαμπρού ενώ τον περιμένουν για το γάμο.
Η αυλαία πέφτει, ο θίασος βγαίνει και θερμά παρατεταμένα χειροκροτήματα τον ξαναφέρνουν τέσσερις φορές στη σκηνή.
01.03.2004, Συντέτα Άγκυ «Θεατές στο θέατρο Πορεία», Η Απόφαση