Τέφρα και φοίνικας

«Το αχόρταστον δρέπανον
αυτοί βαστούν∙ θερίζουν
πάντ’ όσα ο ιδρωτάς μας
ωρίμασεν αστάχυα
διά τους υιούς μας…»
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ, «Εις Αγαρηνούς», 1824

Το έργο του Αμερικανοπολωνού Ρίτσαρντ Καλινόσκι «Το κτήνος στο φεγγάρι» στο Από Μηχανής Θέατρο και σε σκηνοθεσία Στ. Λιβαθινού.

Η γενοκτονία των Αρμενίων (1915) συνιστά βέβαια ένα μείζον γεγονός στην ιστορία της νεότερης Τουρκίας. Αρμόδιοι, ιδίως ξένοι, μελετητές, σίγουρα νηφαλιότεροι από εμάς τους θυμικά διαβλητούς περί τα τουρκικά νεοέλληνες, έχουν εξετάσει με αληθινή έκπληξη (ευφημισμός του αποτροπιασμού) την ακρότατη αυτή συμπεριφορά ενός επίσημου κράτους απέναντι σε ένα από πάσης πλευράς ευγενές και ανθηρό γένος. Επρόκειτο για μια συμπεριφορά εθνικιστικής υστερίας που φαντάζομαι και ελπίζω με εξαιρέσεις και εσωτερικές αντιδράσεις μέσα στην ανεπίσημη Τουρκία, πάντως πήρε διαστάσεις προγραμματικής θηριωδίας από πλευράς της τότε τριανδρίας Νεότουρκων.

Έτσι όταν ένα έργο πραγματεύεται σχέσεις που τελούν υπό τους όρους μιας τέτοιας ιστορικής συγκυρίας η συναισθηματική εμπλοκή του καλοπροαίρετου τρίτου είναι περίπου εξασφαλισμένη. Συνεπώς δεν είναι και δυσεξήγητη η ανά τον κόσμο επιτυχία του έργου «Το κτήνος στο φεγγάρι», (Από Μηχανής Θέατρο, Εταιρεία «Δόλιχος») του Αμερικανικοπολωνού Ρίτσαρντ Καλινόσκι, μια και βασίζεται στον απηνή ξεριζωμό και τη δυσχερέστατη, ιδίως ψυχική, μετεγκατάσταση δύο Αρμένηδων στην Αμερική που παντρεύονται εκεί δι’ αλληλογραφίας κατά τη δεκαετία του 1920. Θέλω να πω ότι η εξωκειμενική, η ιστορική βακτηρία, για την οποία εξαιρετικά κατατοπίζει το πρόγραμμα, είναι ατού, αλλά και η εν δυνάμει παγίδα του έργου (ίσως εδώ και με την ευκαιρία θα ‘πρεπε να θυμηθούμε πως η τραγωδία της Κύπρου έχει δικαιολογημένα, όμως σε ικανό βαθμό υποτάξει στη συγκεκριμένη θεματολογία τη μετά το 1974 λογοτεχνία και το θέατρο της Μεγαλονήσου).

Ευτυχώς, στην προκείμενη περίπτωση ο Καλινόσκι αποδεικνύεται ανώτερος της αφορμής. Υπερβαίνει την αφετηρία του, ξεφεύγει τους σκοπέλους και γράφει ένα έργο παραδοσιακής τεχνικής, αυτό που λέμε «ανθρώπινο», όμως χωρίς φτήνιες και κούφιους μελοδραματισμούς. Η γραφή συναιρεί στην κάπως σχοινοτενή της εκδίπλωση λεπτές ψυχολογικές διαδρομές των δύο ηρώων μέχρι τη σύγκρουση και εντάσσει σωρευτικά στη πλοκή τα προβλήματά τους, με κορυφαία την εξ ασιτίας στειρότητα της γυναίκας και την ανίατη ιστορική μνήμη που ανάγεται σε κριτήριο επιβίωσης της σχέσης του ζευγαριού. Στους δύο αυτούς χαροκαμένους και κυνηγημένους ανθρώπους που από ένα σημείο και πέρα, ευεργετικά για τη θεατρική τους υπόσταση, παραμερίζουν την εθνικότητά τους κερδίζοντας σε δραματική εμβέλεια , η μνήμη λειτουργεί αντίθετα – και άρα παράγει το καιριότερο σημείο τριβής: σ’ εκείνον η μνήμη εκδηλώνεται ως αποτελμάτωση, άρνηση λήθης, νοσηρή αγκύλωση στο παρελθόν, ενώ σ’ εκείνην ως βίαιη ανατροπή, ως κατάφαση του μέλλοντος, ως ανάγκη αναγέννησης. Πριν ο φοίνικας της σχέσης (και συμβολικά της φυλής) αναγεννηθεί εκ της τέφρας και την υπερίσχυση της ηρωίδας, τους αναβαθμούς της ιδιότυπης ψυχικής περιπέτειας ο συγγραφέας τους διανθίζει με χιούμορ, άλλοτε ορθόδοξο και άλλοτε πικρό, καθώς και με ποικίλα μικρά απροσδόκητα που συγκροτούν το ενδιαφέρον. Το υλικό αυτό, μεταφερόμενο σε στέρεη και συνάμα αισθητική γλώσσα από τον Δ. Τάρλοου, το υποστηρίζει με πολλή προσοχή εν όλω και εν μέρει η σκηνοθεσία του Στ. Λιβαθινού, η οποία συνενώνει επιτυχώς τα δύο επίπεδα του έργου φωτίζοντας μέσω του αντικειμενικού – ιστορικού το πιο οικείο μας υποκειμενικό – ανθρώπινο.

Ο Λιβαθινός έχει επίσης ερευνήσει επίμονα το ηθογραφικό μέρος, όχι όμως για να υπερτονίσει και να στηρίξει εκεί την εργασία του, αλλά για να «ντύσει» πειστικά τις μεταπτώσεις των συμπεριφορών των δύο Αρμένηδων. Αν η παράσταση πάσχει κάπου σοβαρά χωρίς να ευθύνεται τόσο εκείνη όσο το ίδιο το έργο είναι στην παρουσία ενός παιδιού σε μεγάλο ρόλο (ένα ορφανό ιταλοαμερικανάκι το οποίο τελικά προστατεύεται από το άκληρο ζεύγος). Βέβαια συνήθως το κοινό, όταν πρόκειται για θεατρικά παιδάκια, είναι πανέτοιμο να εξαντλήσει την επιείκειά του. Όλοι κρεμάνε ένα χαμόγελο καλόκαρδης συναίνεσης α λα Ομάρ Σαρίφ, σκιρτούν, μελώνουν και βρίσκουν το οποίο παιδάκι τι χαριτωμένο! Αχ καλέ τι χαριτωμένο! Εγώ πάλι νομίζω ότι Καλατζόπουλοι και Καΐλα σπανίζουν: τα θεατρικά παιδάκια αν είναι κακά είναι ανυπόφορο (το και συχνότερο), αν είναι καλούτσικα είναι ενοχλητικά, εκνευριστικά μικρομέγαλα. Πονηρούλης βέβαια σε αυτό κ. Καλινόσκι ενδίδει φαρδιά – πλατιά στο εσπεραντικό τούτο ψυχικό αντικλείδι των απανταχού μαθές, ευαίσθητων και τρέχα ύστερα εσύ κύριε Λιβαθινέ ή όποιε ανάλογε να φέρεις το κάθε σκασμένο σε λογαριασμό!

Επιδοκιμαστικά πρέπει να μιλήσει κανείς για τις περισσότερες παραμέτρους αυτής της σοβαρής δουλειάς: Η Ελ. Μανωλοπούλου αφήνει τις ψυχές να ξιφουλκούν σε έναν διακριτικά αφαιρετικό κεντρικό χώρο, πλαισιωμένο όμως με την αντίστιξη που καλλιεργούν στο βάθος οι νατουραλιστικοί βοηθητικοί χώροι. Ωραία εικαστική σύλληψη – και στα κοστούμια. Ατμοσφαιρικές, παραδοσιακές και νοσταλγικές, του λαού του οι μουσικές συνθέσεις του Χ. Γιαζτζιάν, αυτοπεριορίζονται, μακράν σπαραγμών, στη μετρημένη επένδυση και στην πολιτισμένη μελαγχολία. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι θυμίζει μύρμηγκα (Δ.Τάρλοου) και τέττιγα (Ταμίλα Κουλίεβα). Η τηλεοπτική Ρωσίδα που ομιλεί εξαιρετικά τα ελληνικά εντυπωσιάζει στην αρχή με το ταλέντο και την τεχνική της, καθ’ όδόν όμως αυτά, υπονομευόμενα από μερική εκζήτηση και σχετικό εκνευρισμό, ιδίως στη χορευτική, λίγο πεποιησμένη, κίνηση, δηλώνουν τη φορμαλιστική εκείνη επιρροή της ρωσικής σχολής, θυμίζοντας όχι λίγο την υποκριτική μανιέρα του κ. Λιβαθινού ως ηθοποιού. Εν τούτοις, τελικά η δυναμική Κουλίεβα συντροφεύει επάξια στην αρχικά λιγότερο εντυπωσιακή, αλλά εν πορεία ουσιαστικότερη, εσωτερικότερη και πυκνότερη ανέλιξη του Δ. Τάρλοου στον αντιφατικό, τσακισμένο Αράμ. Ο ηθοποιός εγκιβωτίζει στη φαινομενική ακαμψία του την οδύνη του πληγέντος λαού και στις ξαφνικές του εκρήξεις την ουμανιστική ενδοτικότητα ενός αγαθού προσώπου. Ο πολύτιμος καρατερίστας Γιαν. Κυριακίδης κτίζει έναν θερμό, λιτό raisinneur – ενήλικη μορφή του περισυλλεγέντος ορφανού που τώρα γερνά και θυμάται. Ο Κυριακίδης ενσαρκώνει έναν γνήσιο παραμυθά παππού, με νότες ανατολίτικης διαπαιδαγώγησης από τους θετούς γονείς.

Καθώς κλείνω τις γραμμές αυτές διαβάζω στις εφημερίδες ότι στο «Κολλέγιο της Γαλλίας», την έδρα της Τουρκολογίας πήρε ο οθωμανολόγος καθηγητής Ζιλ Βενστέν, βασική θέση του οποίου αποτελεί το ότι ουδέποτε έλαβε χώρα αρμενική γενοκτονία – κάτι ανάλογο με τη φαεινή του Γκαροντί περί μη ύπαρξης εβραϊκού ολοκαυτώματος.

Ω πτώματα, χαρά ευαγγέλια! Ήρθε επιτέλους η ώρα ν’ αναστηθείτε για να ζήσετε και συγγνώμη…

Βαρβέρης Γιάννης «Τέφρα και φοίνικας», H Καθημερινή