Τα παντρολογήματα – Πορεία

Είναι ενδιαφέρον πώς ο Στάθης Λιβαθινός μεταμορφώνει τα «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ σε μουσικό έργο, αποδίδοντας την κλασική αυτή σάτιρα με μία ελαφράδα που, χωρίς να λαϊκίζει, θυμίζει μιούζικαλ. Η παράστασή του απομακρύνεται από τη γραφική ηθογραφία, έχει ύφος, φινέτσα και αναδεικνύει τόσο την ευφυή κωμική γραφή του Ρώσου συγγραφέα όσο και το πικρό υπόβαθρό της. Ένα επί σκηνής τετραμελές μουσικό σύνολο που ερμηνεύει τις εύφορες συνθέσεις του Νίκου Πλάτανου, οι σκωπτικοί στίχοι του Στρατή Πασχάλη, η έξυπνη, θεατρική μετάφραση των Δ. Τάρλοου – Λ. Καρατζά, η θαυμάσια χορογραφία του Κυριάκου Κοσμίδη, το λιτό σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη με την απαραίτητη νύξη χιούμορ και τα παιχνιδιάρικα κοστούμια εποχή της Κλαιρ Μπρέισγουελ συνηγορούν στην ευφρόσυνη ατμόσφαιρά της.

Η αδυναμία της βρίσκεται στο ρυθμό: κάποιες σκηνές πλατειάζουν και άλλες διέπονται από νευρικότητα που, σε ένα βαθμό, οφείλεται σε μεμονωμένες υποκριτικές ανεπάρκειες. Ωστόσο οι ηθοποιοί, στο σύνολό τους, έχουν καθοδηγηθεί σωστά από το σκηνοθέτη, αναπτύσσουν μια αξιόλογη κινησιολογία, τραγουδούν καλά και πλάθουν με κέφι τους ποικίλους χαρακτήρες, μέσα από τους οποίους ο Γκόγκολ διακωμωδεί τη νεοσύστατη μικροαστική τάξη του καιρού του (1833).

Δέκατος ένατος αιώνας και η ρωσική κοινωνία αρχίζει να μετασχηματίζεται. Νέος αέρας φυσάει κλονίζοντας τη δομή της, η κρατική μηχανή λιμνάζει στην πιο παράλογη γραφειοκρατία και, καθώς τα πάντα εμπορικοποιούνται, όλες οι αξίες ευτελίζονται – μαζί τους και το μυστήριο του γάμου. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η παραδοσιακή συνήθεια του προξενιού παίρνει τη μορφή μιας φθηνής συναλλαγής, γίνεται μέσο κοινωνικής και οικονομικής καταξίωσης. Και οι άνθρωποι παζαρεύουν τη μοναξιά τους κρύβοντας πίσω από φανφαρονισμούς, πόζες και κολακείες την τραγική τους ήττα.

Μια σειρά από τέτοια ανθρωπάρια –απολαυστικοί οι Άρτο Απαρτιάν, Μπάμπης Γιωτόπουλος, Ανδρέας Νάτσιος στον ανταγωνιστικό τους μαραθώνιο – συνοψίζονται στο σαλόνι της υποψήφιας νύφης (η Ταμίλα Κουλίεβα στις καλύτερες στιγμές της) και, «γαμπρίζοντας», στήνουν μία από τις πιο επιτυχημένες τραγελαφικές σκηνές του έργου. Εξαιρετική είναι, επίσης, η τελευταία σκηνή στην οποία ο Δημήτρης Τάρλοου, μασώντας μια καραμέλα, κυριολεκτικά κεντάει τις λεπτοδουλεμένες αντιδράσεις του.

Ο καλός άνθρωπος χτίζει με ειλικρίνεια και ευαισθησία το ρόλο του άτολμου εργένη Πατκαλιόσιν που «σέρνεται» από το φίλο του μέχρι το θυσιαστήριο της ελευθερίας του. Αντίθετα, ο Αιμίλιος Χειλάκης (Κατσκαριόφ) πέφτει στην παγίδα της άμετρης εξτραβαγκάντσας και η Μπέτυ Νικολέση (Αρίνα) είναι πέραν του δέοντος άκαμπτη. Η Ελένη Γερασιμίδου (προξενήτρα), ξεχωριστή όπως πάντα, αλλά κάτω από τις δυνατότητές της. Η Αλεξάνδρα Ντεληθέου (υπηρέτρια), τέλος, μια πάλλουσα έκπληξη.

05.02.2004, Πετάση Ελένη «Τα παντρολογήματα – Πορεία», Time Out Athens