Συνέντευξη: Ο Στάθης Λιβαθινός και οι πρωταγωνιστές της Ιλιάδας μιλούν στις Σκηνοβασίες

Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός και οι ηθοποιοί Δημήτρης Ήμελλος, Βασίλης Ανδρέου, Νίκους Καρδώνης και Μαρία Σαββίδου συνομιλούν με τη Νικολέτα Δάφνου.

Νικολέτα Δάφνου: Κύριε Λιβαθινέ, γιατί διαλέξατε να σκηνοθετήσετε την “Ιλιάδα”;

Στάθης Λιβαθινός: (χαμογελάει). Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τον πραγματικό λόγο που επιλέγεις κάτι. Σίγουρα σου αρέσει, σε συγκινεί και σε αγγίζει. Ή έχεις την τρομερή περιέργεια να το δεις στη σκηνή. Αλλά αυτό που πραγματικά σε σπρώχνει να αποφασίσεις να το κάνεις στη συγκεκριμένη στιγμή, μπορεί να είναι —τολμώ να πω— και μια τρελή παρόρμηση. Για το λόγο ότι σίγουρα η εποχή μας δε σηκώνει τόσο μεγάλα πράγματα, όσο κι αν τα έχει ανάγκη. Εμένα με ενδιαφέρει να εξελίσσομαι μαζί με τους συνεργάτες μου. Νομίζω ήταν ο καιρός να γίνει η Ιλιάδα. Ήταν ένα σχέδιο που το σκεφτόμουν από χρόνια, κι απλά κάποια στιγμή είπα “τώρα ήρθε η ώρα”.

Ν. Δάφνου: “Η εποχή μας δε σηκώνει τόσο μεγάλα πράγματα, όσο κι αν τα έχει ανάγκη”… Μου γεννάται το επόμενο ερώτημα: τι αλήθεια κρύβει η “Ιλιάδα” που αφορά τους σύγχρονους Έλληνες;

Σ. Λιβαθινός: Η “Ιλιάδα” εν αρχή δεν είναι έργο. Είναι ένα έπος που απελευθερώνει ενέργεια προς πάρα πολλές κατευθύνσεις: φιλοσοφικές, αισθητικές, δραματικές… Ανοίγει την πόρτα στο δράμα. Και αντίστροφα, το δράμα δανείζεται πολλά από τα θέματα της “Ιλιάδας”. Αυτό δεν είναι προσωπική ανακάλυψη. Θεωρητικά την έχουν επισημάνει πολλοί μελετητές, ανάμεσά τους κι ο Μαρωνίτης. Το ανακάλυψα όμως με τη σειρά μου στην πράξη, καθώς είναι (απ’ όσο ξέρω) η πρώτη φορά που η “Ιλιάδα” ανεβαίνει στην Ευρώπη. Προσθέτω το γεγονός ότι το θέατρο πρέπει να δοκιμάζει τα όπλα του σε διαφορετικά πράγματα. Έτσι ανανεώνεται.

Η “Iλιάδα” για μένα είναι ένα έπος κλασικό, που κρύβει απίστευτης σημαντικότητας πράγματα προς αντιμετώπιση στη σκηνή: τον πόλεμο, το θάνατο, τη γενναιότητα, τη σύγκρουση, τον ηρωισμό, την αξιοπρέπεια, την ευθύνη, τη σεμνότητα, το διχασμό… Θίγει τεράστια ζητήματα. Φυσικά, σκηνικά δεν είναι δυνατόν να θιγούν όλα αυτά. Το θέμα όμως δεν είναι τόσο εκεί, όσο στο ότι εμπεριέχει τη δύναμη της αφήγησης και χαρακτήρες απίστευτα επίκαιρους και βαθείς (μυθικούς απ’ τη μια, απόλυτα γήινους απ’ την άλλη). Όλα εδώ γίνονται με έναν τρόπο διαφορετικό απ’ ότι σε όλα τα υπόλοιπα έργα.

Ν. Δάφνου: Η “Ιλιάδα” αποτελείται από 15.692 στίχους. Παρουσιάζονται όλοι επί σκηνής;

Σ. Λιβαθινός: Όχι βέβαια. Θα χρειαζόταν μια ολόκληρη μέρα. Παρουσιάζεται σχεδόν το εν τρίτον με εν τέταρτον. Θα μπορούσαν να παρουσιαστούν και όλοι κάποια στιγμή. Ο στόχος μου όμως αυτή τη φορά ήταν να πούμε μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος και σε ανεκτό όριο.

Ν. Δάφνου: Πόσον καιρό κάνατε πρόβες;

Σ. Λιβαθινός: Εννέα μήνες.

Ν. Δάφνου: Με ποιον ήρωα του κόσμου των θεών ή των θνητών του έπους αυτού ταυτίζεστε περισσότερο, αν ταυτίζεστε;

Σ. Λιβαθινός: (χαμογελάει) Με τη Μοίρα. Αλλά επί της ουσίας, μπορεί και με κανέναν. Γιατί όταν έχεις έναν τέτοιο κόσμο μπροστά σου, οφείλεις —από τη δική μου θέση— να ταυτίζεσαι με όλους και με όλα. Στην Ιλιάδα, ακόμη κι ο τελευταίος στρατιώτης έχει τεράστια αξία.

Ν. Δάφνου: ..και όνομα.

Σ. Λιβαθινός: …το παίρνει όταν πεθαίνει. Ελπίζω να μην έχω την ίδια τύχη (γελάει).

Ν. Δάφνου: Ευχαριστώ πολύ. Καλή συνέχεια!

Σ. Λιβαθινός: Να είστε καλά.

Ν. Δάφνου: Περνάμε στους ηθοποιούς μας, τους “παλαίμαχους” της ομάδας του Στάθη Λιβαθινού. Ξέρω ότι κατά καιρούς με τη συγκεκριμένη ομάδα έχετε αναμετρηθεί με δύσκολα έργα. Πολλά από αυτά, με τελευταίο την “Ιλιάδα”, ήταν σε έμμετρο λόγο. Πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτή σας την εμπειρία.

Νίκος Καρδώνης: Ξεκινήσαμε αρκετά χρόνια πριν, δουλεύοντας ποιήματα. Με το που μας ανακοινώθηκε ότι θα κάνουμε ποίηση σε θέατρο, υπήρξε πανικός!

Δημήτρης Ήμελλος: Κατ’ αρχήν δε μιλάμε έτσι στη ζωή μας. Ήταν κάτι άγνωστο για ‘μας.

Ν. Καρδώνης: Πήραμε πάρα πολλά απ’ αυτό. Νομίζω ότι είναι ένα δώρο για τον ηθοποιό.

Βασίλης Ανδρέου: Η “Ιλιάδα” είναι και αυτή σε στίχους, μεταφρασμένη από το Μαρωνίτη. Έχει μέτρο, αλλά το κρυμμένο μέτρο της ωραίας μετάφρασης. Εννοώ ότι είναι ποίηση, αλλά όχι το “Άνδρα μοι ένεπε / μούσα πολύτροπον..” που φωνάζει από μακριά με το τέμπο και το ρυθμό του ότι είναι ποίηση. Η μετάφραση σπάει το λόγο. Δεν έχει ρίμα, έχει όμως ένα κρυμμένο μέτρο που το νιώθεις όταν μιλάς. Ο τρόπος που είναι βαλμένοι οι στίχοι και τα ημιστίχια είναι συνειδητός. Το ωραίο για τον ηθοποιό είναι ότι αποφεύγει τα τερτίπια και τις τεχνικές που συνήθως χρησιμοποιεί για να νικήσει τη ρίμα του έμμετρου λόγου και το τέμπο που “χτυπάει” στο αυτί. Ασχολείται λοιπόν με το να αναδείξει την ποίηση μέσα από τη ρεαλιστική της μετάφραση. Μέσα από την πρόζα της. Ο Μαρωνίτης έχει καταφέρει ο ποιητικός λόγος του έπους να μιλιέται πάρα πολύ καλά.

Δ. Ήμελλος: Στην πραγματικότητα υπάρχει παντού ρυθμός στο θέατρο λόγου. Έχοντας την εμπειρία της ποίησης, ανακαλύψαμε ότι ακόμη και στο θέατρο πρόζας πρέπει να υπάρχει ρυθμός. Ο λόγος εδώ είναι και παγίδα (γιατί μπορεί να αναλωθείς σε αυτόν και μόνο ) αλλά και βοήθημα: αν βρεις αυτό που “συμβαίνει”, είσαι σε εγρήγορση και δε χάνεις ποτέ το τιμόνι από τα χέρια σου.

Β. Ανδρέου: Αυτή ακριβώς είναι η διαφορά. Εδώ κρατάς τιμόνι. Δεν είναι σαν τον λόγο του ψυχολογικού ρεαλισμού.

Δ. Ήμελλος: Παντού υπάρχει ρυθμός όμως. Απλώς κάποιες φορές είναι εμφανής, άλλες κρυμμένος. Και οι δυο περιπτώσεις έχουν η καθεμία τα δικά της προβλήματα. Στη σκηνή, από τη στιγμή που χρησιμοποιείται λόγος, έχει ρυθμό. Όπως συμβαίνει στις ακραίες στιγμές που ζούμε: ο λόγος παρακολουθεί το ρυθμό της ζωής εκείνη τη στιγμή. Δεν είναι ξέχωρος απ’ αυτό. Έτσι και σ’ ένα ποίημα ή σ’ ένα κείμενο, ο ρυθμός πρέπει να φτάσει στη στιγμή από την οποία προκύπτει.

Ν. Δάφνου: ..άρα ο ρυθμός παρακολουθεί τη στιγμή, και όχι το αντίθετο, όπως βλέπουμε συχνά σε παραστάσεις.

Δ. Ήμελλος: Ναι, βέβαια.

Β. Ανδρέου: Διαπιστώνω το εξής ωραίο: οδηγώντας, οδηγούμενος από, ή αφηνόμενος στο ρυθμό γεννιούνται συναισθήματα. Στον ψυχολογικό ρεαλισμό τα ψάχνεις αλλιώς. Εδώ συναισθήματα όπως θυμός, απειλή, πένθος, προσβολή μπαίνουν στο ρυθμό του κειμένου και της δράσης. Συμβαίνουν πηγαία και είναι καθαρά, δε χρειάζεται να τα ψάχνεις ή να τα οδηγείς. Ο ρυθμός είναι ο νομοθέτης του συναισθήματος. Το τέμπο, η ταχύτητα, η άργητα, γεννούν μέσα σου πρωτόγνωρα πράγματα.

Ν. Δάφνου: …αυτό δε σημαίνει όμως ότι πρέπει να έχεις την ψυχική ευκαμψία να αφεθείς στο ρυθμό και όχι να του βάλεις «χαλινάρι»;

Ν. Καρδώνης: Ναι, βέβαια. Προκύπτουν πολύ ωραία πράγματα με το ρυθμό. Να προσθέσω ότι εδώ ο λόγος αποτελεί συμβάν, σε αντιδιαστολή με την καθημερινότητά μας που χρησιμοποιούμε πεντακόσιες λέξεις το πολύ. Είμαστε δυστυχώς η εποχή των μηνυμάτων.

Β. Ανδρέου: …του τηλεγραφικού λόγου.

Δ. Ήμελλος: Είναι κατακερματισμένη η σκέψη.

Ν. Καρδώνης: …ακριβώς. Ο συγκεκριμένος λόγος της “Ιλιάδας” έχει ένα νοητό τόξο, κάπου πάει, βοηθάει τη σκέψη.

Δ. Ήμελλος: …κι από ‘κεί που ο λόγος είναι κατακερματισμένος σε χιλιάδες πληροφορίες, εδώ υπάρχει η δυνατότητα να ενωθεί. Επιμένω: οποτεδήποτε υπάρχει αυτή η αφηγηματική επικοινωνία ανάμεσα σε ακροατή και αφηγούμενο, ο ρυθμός συμβαίνει. Ακόμα και το “μια φορά κι έναν καιρό” ή το “ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα” έχουν ρυθμό. Μέσα από το λόγο θα φτιαχτεί εικόνα, μουσική, μυρωδιές… το μόνο όπλο που έχει ο λόγος στη συγκεκριμένη μας περίπτωση είναι ότι απευθύνεται σε όλες τις αισθήσεις.

Β. Ανδρέου: Στην “Ιλιάδα” αφηγείσαι, άρα το ξέρεις καλά ως ηθοποιός ότι φτιάχνεις εικόνες για τους άλλους αλλά και για ‘σένα. Βλέπεις εικόνες (ακόμη και ακούσια), πράγμα ζητούμενο στο θέατρο. Οι εικόνες σου δεν περιορίζονται σε αυτές της σκηνής. Βλέπεις άρματα να φτάνουν, βλέπεις πολλαπλασιαστικά τα πράγματα που αφηγείσαι. Μιλάμε για μεγάλα μεγέθη: εννέα χιλιάδες στρατός, πενήντα παιδιά, κοσμοσυρροή… Όταν το δεις αυτό, η εικόνα σου φτάνει και στο θεατή. Είναι μεγάλο δώρο αυτό, να λες “εννιά χιλιάδες στρατός” (μια κινηματογραφική εικόνα) και να ξέρεις ότι το είδες και εσύ και οι άλλοι. Συμβαίνει γιατί το οραματίστηκες, το αφηγήθηκες, το έκανες εικόνα. Ούτε ο θεατής ούτε εμείς μένουμε στο υπάρχον σκηνικό, στα λάστιχα και στις καρέκλες. Ακουμπώ στα λάστιχα των αυτοκινήτων και νιώθω ότι ακουμπώ την Τροία, τη μεγάλη πόλη.

Ν. Δάφνου: Είναι παιχνίδι μυαλού που δε χρειάζεται εφέ;

Ν. Καρδώνης: Ο λόγος του ηθοποιού είναι το μοναδικό εφέ μας.

Δ. Ήμελλος: Ο λόγος είναι και η διαδρομή μας. Παράδειγμα ο μαραθωνοδρόμος: όταν έχει να διανύσει μεγάλες αποστάσεις και δεν έχει ρυθμό, γρήγορα κουράζεται. Δεν χρειάζεται να “ξοδεύεται” από την αρχή. Ο ρυθμός είναι στην πραγματικότητα οικονομία δυνάμεων.

Β. Ανδρέου: Αυτός είναι ο λόγος που τέτοιου είδους παραστάσεις είναι καλοκουρδισμένες. Γίνεσαι “σκλάβος” του ρυθμού τους κάποιες φορές. Ενώ σε άλλο έργο…

Δ. Ήμελλος: ..όταν λείπει το περιεχόμενο…

Β. Ανδρέου: …ναι, ενώ εδώ το περιεχόμενο και η φόρμα που το αναδεικνύει είναι τόσο έντονα που αισθάνεσαι ότι καλπάζει. Μέσα σ’ αυτό είσαι ταυτόχρονα ελεύθερος και εγκλωβισμένος.

Ν. Καρδώνης: Βλέποντας το ημικύκλιο με τις καρέκλες επί σκηνής, πιστεύω ότι η τετράωρη παράστασή μας θα μπορούσε να παιχτεί ως ενεργητική αφήγηση, με εμάς απλά να καθόμαστε. Δε χρειάζεται τίποτα άλλο. Ο λόγος του κειμένου είναι ο πρωταγωνιστής.

Β. Ανδρέου: Να προσθέσω κάτι; Σήμερα υπάρχει ο φόβος της αναμέτρησης με το λόγο. Καταφεύγουμε συχνά σε τερτίπια, σε ελλειπτικό κείμενο, λέμε τα μισά για να μας καταλάβει ο άλλος, σκεφτόμαστε “μη σε βομβαρδίσω με μεγάλες ιδέες…” Είναι ωραίο να θες να πεις τα απλά λόγια “ένα ουίσκι, λίγο νερό…” πάνω στη σκηνή. Όταν όμως καλείσαι να “μιλήσεις” τις μεγάλες σκέψεις/έννοιες και να πιστέψεις αυτά που λες, συγκρούεσαι λίγο με το τι μπορεί να πιάσει το αυτί του σημερινού θεατή. Στην αρχή φοβάσαι, σκέφτεσαι “πώς θα το πω αυτό”, όμως αυτό φτάνει με πολύ ωραίο τρόπο στους θεατές. Μου αρέσει αυτό, γιατί πλησιάζει την αγνότητα. Μεγάλα συναισθήματα, μεγάλες ιδέες, μεγάλες πράξεις. Μ’ αρέσει ως ηθοποιός να έρχομαι αντιμέτωπος με μεγάλες, ακραίες πράξεις. Με μεγάλα θέματα δηλαδή.

Ν. Καρδώνης: Νομίζω πως αυτά τα θέματα που πρεσβεύει η Ιλιάδα υπάρχουν στην καθημερινότητά μας, αλλά στο έπος είναι μεγεθυμένα.

Β. Ανδρέου: Ως ηθοποιός έρχεσαι αντιμέτωπος με το ότι πρέπει να εκφράσεις αυτά τα θέματα χωρίς να γίνεις διδακτικός. Η εποχή μας (καλώς η κακώς) χρησιμοποιεί πλέον τα μεγάλα κείμενα για σκοπούς εθνικοφροσύνης, πολιτικής καθοδήγησης, κ.α. Σου γεννιούνται τέτοιες σκέψεις όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με ηρωικές πράξεις πάνω στη σκηνή. Ζούμε σε μια εποχή αντιηρωική.

Ν. Δάφνου: Ο καθένας σας παίζει πολλούς διαφορετικούς ρόλους, τόσο θνητούς όσο και αθάνατους. Πώς ήρθατε αντιμέτωποι με τα μεγέθη τους;

Δ. Ήμελλος: Δεν ξεκινάς από το μυθικό, γιατί είσαι μακριά του. Ξεκινάς από κάτι απτό και εύκολο να καταλάβεις, για να φτάσεις στο μυθικό. Εμπιστεύεσαι εαυτόν ότι τραβώντας αυτό το νήμα, θα φτάσει στο μυθικό. Το πρόβλημα δεν είναι “Ο Μύθος Τότε”. Είναι “Ο Μύθος Σήμερα”. Που είμαι εγώ μυθικός. Που μυθοποιείται η συμπεριφορά μου, που φτάνει (ή τη φέρνω) στα άκρα και στα όριά της, για να την καταλάβω μέχρι το μεδούλι της. Το που είναι ο Αγαμέμνονας μυθικός με βγάζει από την ιστορία. Δεν ψάχνω πώς θα παίξω το μύθο, ψάχνω πώς θα γίνω εγώ μύθος.

Ν. Καρδώνης: Δε γίνεται να παίξεις το μύθο πάνω στη σκηνή. Πρέπει να τον ανακαλύψεις μέσα σου.

Β. Ανδρέου: Ο τρόπος που δουλέψαμε εννέα μήνες και ο τρόπος που αυτοσχεδιάσαμε πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, μας απάλλαξε νωρίς από την αναμέτρηση με το μυθικό. Γίναμε ραψωδοί που πλησίαζαν αυτό το πράγμα, αφηγητές και φορείς του. Ήμασταν η ίδια η ιστορία.

Ν. Δάφνου: Δέκατος χρόνος πολέμου…

Μαρία Σαββίδου: …ο ένατος χρόνος ενός δεκαετούς πολέμου. Το έτος που διαδραματίζεται η “Ιλιάδα” είναι λίγο πριν το τέλος της. Και προφανώς έχει κάποιο νόημα αυτό.

Ν. Δάφνου: Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτό.

Μ. Σαββίδου: Έχει να κάνει με τη μυθολογία του πράγματος. Ο χρησμός έλεγε ότι η Τροία θα πέσει το δέκατο χρόνο μετά τη θυσία της Ιφιγένειας. Τον ένατο χρόνο λοιπόν ξεσπάει αυτός ο άγριος καβγάς, που ωθεί τον Αχιλλέα να ζητήσει από τη θεά μητέρα του να μεσολαβήσει ώστε ο Δίας να ενισχύσει τους Τρώες, προκειμένου οι Αχαιοί να του ζητήσουν να επιστρέψει στον πόλεμο. Στην πραγματικότητα, ο ποιητής βάζει στο μεγάλο γρανάζι που οδηγεί στην πτώση της Τροίας ένα αντίθετο γρανάζι: την ενίσχυση των Τρώων, ωσότου οι Αχαιοί αναγκαστούν να εκλιπαρήσουν τον Αχιλλέα να επιστρέψει στη μάχη. Βέβαια η “Ιλιάδα” ξεφεύγει κατά πολύ απ’ αυτό. Έχουν συμβεί τρομερά πράγματα. Το διακύβευμα ξεφεύγει από τον καβγά ανάμεσα στους δύο σημαντικούς άντρες. Το ότι αυτά συμβαίνουν τον ένατο χρόνο που τα πράγματα τείνουν προς ένα τέλος, εντείνει την κατάσταση τριβής ανάμεσα στα γρανάζια που προείπα. Ο ίδιος ο Δίας αναγκάζεται να “γυρίσει τον τροχό” λίγο ανάποδα, μέχρι να συντελεστεί όλο αυτό που έχει υποσχεθεί στη Θέτιδα, τη μητέρα του Αχιλλέα.

Β. Ανδρέου: Την Ιλιάδα την είχα διαβάσει πολύ παλιά. Ξαναπιάνοντας το κείμενο, έχεις πραγματικά την ψευδαίσθηση ότι η Τροία δε θα πέσει. Βλέπεις για πολύ μεγάλο διάστημα να ηττώνται οι Αχαιοί.

Μ. Σαββίδου: Στις πρόβες ήρθαμε αντιμέτωποι με το εξής: ενώ υπάρχει μια έννοια τετελεσμένου, με όλες τις επεμβάσεις των θεών και του σθένους των θνητών τείνεις να πιστέψεις ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να μη γίνουν έτσι.

Β. Ανδρέου: Εξ’ ου και ο Καβάφης “θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά”.

Μ. Σαββίδου: Αυτό είναι αξιοθαύμαστο και συγκινητικό στην “Ιλιάδα”. Είναι σαν το στίχο του Βαρβέρη, “τον εραστή των εξ’ αρχής χαμένων στοιχημάτων”. Νιώθεις πως σχεδόν θα μπορούσε να μη συμβεί αυτό που συμβαίνει.

Ν. Καρδώνης: …και δεν έχει να κάνει με την παρουσία θεών.

Μ. Σαββίδου: Όχι. Και για να επανέρθουμε στην ερώτηση του ένατου χρόνου πολέμου —αν και είναι λίγο πιο “φιλολογικό” θέμα— το Εννέα συναντάται έντονα στην Ιλιάδα σαν κύκλος. Είναι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται.

Δ. Ήμελλος: Να προσθέσω ότι ο τρόπος δόμησης της Ιλιάδας έχει ως αποτέλεσμα αντί να παρακολουθούμε την πολιορκία της Τροίας από τους Αχαιούς, να παρακολουθούμε το ακριβώς ανάποδο: την πολιορκία των Αχαιών από τους Τρώες.

Β. Ανδρέου: Είναι τρομερό. Αυτή η μεγάλη ανατροπή αποτελεί ένα πρώτης τάξεως θεατρικό γεγονός, έστω κι αν ξέρεις το τέλος του έπους.

Ν. Καρδώνης: Ο ίδιος ο Όμηρος δείχνει πόσο κατέχει τη διαδικασία (το process) ενός αφηγήματος και την ανατροπή του.

Δ. Ήμελλος: Ανατρέπονται όλα τα προσδοκώμενα και δεδομένα που υπάρχουν.

Μ. Σαββίδου: Σκέψου και το εξής: λέμε “Τρωικός πόλεμος” κι έχουμε στο μυαλό μας κάτι που ξεκίνησε από το διακύβευμα της ωραίας Ελένης. Κατόπιν, περνάει στα “τείχη της Τροίας τα απόρθητα”. Υπάρχει επίσης ο καβγάς για τη Χρυσηίδα ανάμεσα στους δυο Αχαιούς, μετά η διαφωνία των Τρώων αναφορικά με την πυρπόληση ή όχι των πλοίων, η μάχη για το κουφάρι του Πατρόκλου, και πάει λέγοντας. Το πράγμα για το οποίο μάχονται οι δυο λαοί αλλάζει συνεχώς και ανά άτακτα χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια του έπους.

Ν. Καρδώνης: Και το φοβερό φινάλε: “Αν το φέρει η ανάγκη, να συνεχίσουμε τον πόλεμο”.

Μ. Σαββίδου: Μέχρι το τέλος υπάρχει η ανάγκη του πολέμου. Σχεδόν σαν να μην έχει νόημα το “γιατί”. Εκεί αποκτά ένα νόημα άλλου είδους, ένα σχόλιο πάνω στην επιβίωση και στο σε τι μπορεί ο καθένας να αφιερώσει τη ζωή του.

Ν. Δάφνου: Ποια προσωπική αλήθεια, ποιο “Θέμα” σας ανακαλύψατε ο καθένας σας ότι μπορείτε να καταθέσετε μέσω των ρόλων που έχετε αναλάβει στην “Ιλιάδα”;

Ν. Καρδώνης: (γελάει) Άπειρα θέματα.

Ν. Δάφνου: Το πιο ισχυρό;

Ν. Καρδώνης: Εγώ κάνω τον Μενέλαο. Το προσωπικό μου θέμα (ένα από τα πολλά, βέβαια) είναι το αν είμαι ικανός και έτοιμος να συγχωρήσω κάποιον μετά από μια μεγάλη προδοσία. Θεωρώ κατάκτηση το να φτάνει κάποιος σε επίπεδο να συγχωρεί κάποιον που τον άφησε ή τον πρόδωσε. Και φυσικά, η ευθύνη του πολέμου, που λόγω αυτού φέρεις στους ώμους σου.

Δ. Ήμελλος: Σε σχέση με τον θνητό Αγαμέμνονα: είδα την ψυχική κούραση που προκύπτει από το ότι σε έχουν καταβάλλει, σκληρύνει και κάνει κυνικό (και φορές ενεργητικά αδιάφορο) οι ίδιες σου οι επιλογές. Στην πραγματικότητα, τα βάζει με όλους αλλά κυρίως με την ίδια του τη ζωή. Έχει τρομερό ενδιαφέρον για ‘μένα το κομμάτι του πώς ξεκινάει να πάει κανείς στην Τροία και πώς είναι μετά από εννέα χρόνια.

Σε σχέση με τον αθάνατο Ήφαιστο που υποδύομαι, προσπάθησα να δω τι σημαίνει αθανασία στον άνθρωπο. Αυτό που μπόρεσα να δω είναι η ματιά ενός παιδιού. Ένα παιδί ποτέ δεν πεθαίνει, δεν νιώθει θνητό. Την πρώτη φορά που κατάλαβα ότι θα πεθάνω είχα περάσει την παιδική ηλικία κατά πολύ.

Μ. Σαββίδου: Η Θέτις και η Εκάβη που υποδύομαι είναι μάνες των δύο βασικών αντιπάλων του έργου. Προκύπτει το θέμα μιας μάνας που γνωρίζει ότι το παιδί της θα πεθάνει ταγμένο στο όνομα μιας αξίας που μπορεί να υπερβαίνει αυτήν ή την ίδια τη ζωή. Αυτά τα στοιχεία “παντρεύονται” βέβαια με το υλικό της αφήγησης της Μοίρας και με τη γνώση του τετελεσμένου που αυτή έχει. Η σκέψη πως υπάρχει τόσος κόπος, αίμα, ματαιότητα και ταυτόχρονα τόσο μεγαλείο, και η σκέψη πως εξαιτίας των συνθηκών ο άνθρωπος καταφέρνει να υπάρξει με θείο τρόπο, κερδίζοντας αθανασία στους αιώνες μέσω των μεγάλων πράξεων και του θανάτου του, είναι βαθιά συγκινητική.

Αναφορικά με τη σημερινή εποχή που ζούμε, υπάρχει συνάντηση με το θέμα που προείπα. Νιώθω ότι οι άνθρωποι σήμερα καλούνται συχνά να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους μέσα στις δυσκολίες που μας περιβάλλουν. Μοιάζει όμως να έχουν το δικαίωμα επιλογής. Για ‘μένα, “ήρωας” (είτε με την επική έννοια είτε με αυτή του καθημερινού ανθρώπου) δεν είναι αυτός που έχει έναν ένδοξο θάνατο, όπως μας μάθαιναν στο σχολείο. Είναι αυτός που καταφέρνει να ζήσει με ένδοξο τρόπο. Να αφιερώσει τη ζωή του σε κάτι το οποίο έχει νόημα για τον ίδιο. Να τη νοηματοδοτήσει. Οι θεοί στον Όμηρο, για παράδειγμα, δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Δεν μπορούν σε τίποτα να αφιερώσουν τη ζωή τους, γιατί απλούστατα είναι αθάνατοι. Ο Έκτορας, ο Αχιλλέας ή ο νεαρός φαντάρος που πετάει ένα ακόντιο (και έχει όνομα, δεν είναι ανώνυμος) καταφέρνουν με τη στάση τους απέναντι στη ζωή και στο θάνατο να υπάρξουν πολύ πιο θείοι από τους θεούς. Με συγκινεί βαθιά αυτό.

Δ. Ήμελλος: …οι θεοί δεν μπορούν να αναμετρηθούν με αυτό το πράγμα. Το δεδομένο στη ζωή, η “Μοίρα”, είναι το ‘Τι”. Το “Πώς” όμως ανήκει αποκλειστικά στο θνητό.

Μ. Σαββίδου: Το αξιώνεται ή όχι.

Δ. Ήμελλος: Και το πώς το αξιώνεται ή όχι κάνει τον ήρωα.

Ν. Καρδώνης: Η επιλογή του θνητού και το τίμημά της του δίνει θεϊκές υποστάσεις.

Μ. Σαββίδου: …μου θύμισες το ποίημα του Σεφέρη, ότι τελικά το “πώς” μπορεί να είναι το ίδιο το “τι”. Να φτιάχνει το ίδιο το περιεχόμενο.

Δ. Ήμελλος: Δεν εξαρτάται από το θνητό αν θα πεθάνει…

Μ. Σαββίδου: …αλλά το πώς θα ζήσει και το πώς θα πεθάνει, εξαρτώνται από αυτόν. Θεωρώ ότι αυτό είναι βαθιά σύγχρονο. Για όλους τους λόγους (κοινωνικούς, υπαρξιακούς, κ.α.).

Δ. Ήμελλος: Ζούμε μια εποχή που μυρίζει θάνατο και τέλος. Παραδινόμαστε στο “τι” και ξεχνάμε πως το “πώς” μας ανήκει.

Μ. Σαββίδου: Έχεις απόλυτο δίκιο. Μοιάζει εδώ και πολύ καιρό να ζούμε τον “ένατο χρόνο” ως προς κάτι.

Δ. Ήμελλος: Όλα έρχονται πια πολύ κοντά: ο θάνατος του Αχιλλέα, του Έκτορα, του Πατρόκλου… είναι κοντά. Από ‘κει και πέρα ξεκινάει το “πώς”.

Ν. Δάφνου: Εσείς, κύριε Ανδρέου;

Β. Ανδρέου: Εγώ ήρθα αντιμέτωπος με πολλά, και στις πρόβες αλλά και στις παραστάσεις πια. Ένα απ’ αυτά είναι το θέμα του να τρέφεις τα παιδιά σου σε μια κρεατομηχανή. Να τα χάνεις καθημερινά το ένα μετά το άλλο, αλλά να τα θρέφεις γι’ αυτό το λόγο. Δεν είσαι άμοιρος ευθυνών. Ο Πρίαμος που υποδύομαι έχει πενήντα παιδιά και τα χάνει γιατί τα κάνει μέρος της κρεατομηχανής. Υπάρχουν στιγμές που θέλει ο ίδιος να προωθήσει τη δράση. Να πάει ο γιός του να κάνει μεγάλες πράξεις. Έχει υποστεί το χαμό τους για πολλά χρόνια κι όμως συνεχίζει.

Αυτή η “φέτα ζωής” μιλά για έναν άνθρωπο, μια χώρα, έναν πολιτισμό (μια Ελλάδα) που χάνει τα παιδιά της γιατί είναι “υποχρεωμένη να”, ενώ θα μπορούσε να “μην”. Η μηχανή της ιστορίας φέρνει τον άνθρωπο —και τον Πρίαμο— αντιμέτωπους με το να θυσιάζουν συνεχώς με δική τους πρωτοβουλία και θέση (αρχηγού κράτους) τα παιδιά τους. Ένα ή εκατό, το ίδιο είναι. Συνεχίζουν να το κάνουν, παρά τις απώλειες. Προσωπικά, βρίσκομαι αντιμέτωπος με ένα τρελό πράγμα ολόκληρων πολιτισμών που χάνουν παιδιά, ρίζες, ιστορία…

Ν. Δάφνου: Που δίνουν ουσιαστικά τα παιδιά τους.

Β. Ανδρέου: Ναι. Η μηχανή του πολέμου σε φέρνει αντιμέτωπο με αυτό το πράγμα. Οι γενιές μας δεν το γνωρίζουν αυτό. Είναι δύσκολο να δεις ότι ένας πατέρας στέλνει ένα – ένα τα παιδιά του ως αρχηγούς διμοιρίας, αρχηγούς στρατού, διοικητές, γιατί τον νοιάζει περισσότερο η χώρα κι ο λαός του. Από τη μια μεριά βρίσκεται το ιδιωτικό συμφέρον, η ιδιοτελής / προσωπική αγάπη, κι απ’ την άλλη βρίσκονται θέματα μακρινά σε ‘μας. Ως σύγχρονος άνθρωπος, έχεις ένα σκυλί, μια οικογένεια, μια καριέρα που αγαπάς… και ξαφνικά πρέπει να μιλήσεις γι’ αυτά τα θέματα. Υπάρχουν άνθρωποι που το ζουν αυτό που εσύ δυσκολεύεσαι να καταλάβεις. Στην Κύπρο, από την οποία κατάγομαι, υπάρχουν οικογένειες που έχουν χάσει δέκα παιδιά, οικογένειες αγνοούμενων, οι οποίες μέσα στην απώλειά τους όπλιζαν το χέρι του επόμενου παιδιού και του έλεγαν «τρέξε για την τιμή μας, για την οικογένειά μας». Η μηχανή του πολέμου σε κάνει θύμα και θύτη ταυτόχρονα. Έχει ενδιαφέρον.

Ν. Δάφνου: Έξυπνη μηχανή… Σας ευχαριστώ πολύ και εύχομαι να απολαύσατε αυτή τη συνέντευξη όσο εγώ!

Ν. Καρδώνης: Να είσαι σίγουρη!

Β. Ανδρέου: Κι εμείς ευχαριστούμε.

Μ. Σαββίδου: Ελπίζω να μη σε ζαλίσαμε! (γέλια)

Ν. Δάφνου: Καθόλου, ήταν χαρά μου. Καλή συνέχεια!

Δ. Ήμελλος: Και σε ‘σένα!

“Ιλιάδα”, σε μετάφραση Δημήτρη Μαρωνίτη και σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στο Θέατρο Χώρα (Αμοργού 20, Κυψέλη, Αθήνα, τηλ. 210 8673945), έως 13 Απριλίου 2014

03.2014, Δάφνου Νικολέτα «Συνέντευξη: Ο Στάθης Λιβαθινός και οι πρωταγωνιστές της Ιλιάδας μιλούν στις Σκηνοβασίες», theatreviewer.blogspot.gr

 

Για το link πατήστε εδώ