«Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ

Ο θρίαμβος της μετριότητας. Τα διαψευσμένα όνειρα. Τα κατακρεουργημένα ιδανικά. Η ερωτική προδοσία. Η βασιλεία της εμπορευματικής λογικής. Η υπεροχή της κενότητας, της υποκρισίας, της ματαιοδοξίας και του επαρχιωτισμού.

Τα χαρακτηριστικά, δηλαδή, μιας εποχής στη Ρωσία που οι άκαμπτες, στενόμυαλες αντιλήψεις της αριστοκρατίας δεν είχαν το στοιχειώδες δικαίωμα στην κάθαρση. Και όποιος αντιστεκόταν βίωνε την απόλυτη μοναξιά ενός παράσιτου της κοινωνίας. Όπως ο Τσάτσκι, ο ρομαντικός και φιλελεύθερος ήρωας στο έργο «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ. Ένα έργο που γράφτηκε το 1823, δημοσιεύτηκε λογοκριμένο το 1833, ενώ παρουσιάστηκε αυτούσιο το 1862 και, όπως επεσήμανε αργότερα ο συγγραφέας Ιβάν Γκοντσαρώφ, μέσα σ’ αυτό «καθρεφτίστηκε, σαν το φως του ήλιου σε μια σταγόνα νερό, όλη η παλιά Μόσχα, το πανόραμά της, το πνεύμα της, η ιστορική στιγμή, τα ήθη…».

Πρόκειται, ωστόσο, για ένα κείμενο όπου παρουσιάζεται ανάγλυφη τόσο η αιώνια αντίφαση ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο όσο και η έλλειψη αποδοχής σε οτιδήποτε μπορεί να διαταράξει τη δεδομένη – ακόμα και σαθρή – κατάσταση των πραγμάτων. Και, παρότι ο κεντρικός ήρωας υπενθυμίζει ότι ήρθε η ώρα μιας αλλαγής, όλα παραμένουν στάσιμα, οδηγώντας στο αναπόφευκτο τέλος.

Ο Στάθης Λιβαθινός, έχοντας τη διαυγή, έμμετρη μετάφραση της Έλσας Αδριανού, έστησε μια θαυμάσια παράσταση, χωρίς τίποτα το περιττό, αξιοποιώντας κάθε τετραγωνικό της μικρής σκηνής του θεάτρου της οδού Κυκλάδων. Το μόνο που ίσως χρειαζόταν ήταν μια σύμπτυξη του κειμένου, ιδιαίτερα στα φιλολογικά του σημεία, ώστε να μην κουράζει υπερβαίνοντας σε διάρκεια τις δύο ώρες.

Ωστόσο, «παίζοντας» με τις αποχρώσεις, τους ψιθύρους, τις εκρήξεις, τις κλεφτές ματιές και τις ανεπαίσθητες χειρονομίες, δημιούργησε ένα ολόκληρο σύμπαν. Στη σκηνοθεσία του, που εξορύσσει την οξεία κριτική και το σατιρικό πνεύμα του Γκριμπογέντοφ, ακτινογραφείται η Ρωσία του 19ου αιώνα ως θερμοκήπιο μιας πολιτισμικής ελαφρότητας. Και οι 13 ηθοποιοί του – τους οποίους δίδαξε υποδειγματικά, αποδίδοντας με εξαιρετική ευχέρεια τον έμμετρο λόγο και ενισχύοντάς τον με εκφραστικότητα και κινησιολογική ευελιξία – αντικατοπτρίζουν την εσωτερική περιπέτεια των ηρώων.

Αρχίζοντας από τον Τσάτσκι, τον οποίο υποδύεται με συναισθηματική ωριμότητα και πυρακτωμένη ενέργεια ο Δημήτρης Φιλιππίδης. Το σημαντικό επίτευγμα του ηθοποιού είναι ότι ταυτίζεται με τον ευφυή, ιδεολόγο νέο που κατακεραυνώνει τις ανούσιες και βαθιά ριζωμένες κοινωνικές απόψεις. Ως αποτέλεσμα γεύεται την απόρριψη όλων και κυρίως της αγαπημένης του, που επιλέγει έναν σύντροφο γελοίο, ο οποίος μοιράζεται την επικρατούσα νοοτροπία.

Και εκείνη, στο πρόσωπο της Ιωάννας Κολλιοπούλου, γίνεται όσο πιο παιγνιώδης και ματαιόδοξη γίνεται.

Από την άλλη, ο Νέστωρ Κοψιδάς ερμηνεύει εξαιρετικά και με πυγμή τον οπισθοδρομικό πατέρα και η Νεφέλη Μαϊστράλη, ως προσωπική υπηρέτρια της κυρίας, διακρίνεται για την αμεσότητά της.

Αλλά και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, από τον επίδοξο εραστή του Ερρίκου Μηλιάρη ώς τον υπηρέτη Πάρι Λεόντιο και μέχρι την επισκέπτρια της Τζωρτζίνα Νταλιάνη, δημιουργούν καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες.

Τον θίασο συμπληρώνουν επιτυχώς οι: Αθανασία Κουρκάκη, Μάριος Κρητικόπουλος, Θέμις Θεοχάρογλου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Λίλλη Μελεμέ, Γιλμάζ Χουσέν.

Ένα από τα σημαντικά ατού της παράστασης, που το υψηλό επίπεδό της αρμόζει σε ένα Εθνικό Θέατρο, είναι το λειτουργικό, υπαινικτικό σκηνικό και τα ευφάνταστα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου.

02.12.2021, Πετάση Ελένη «Συμφορά από το πολύ μυαλό του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ», Το Ποντίκι

 

Για το link πατήστε εδώ