Στην Αντιγόνη δεν υπάρχει καλός και κακός

Η σύγκρουση μεταξύ εξουσίας και άγραφου νόμου που φτάνει στην κορύφωσή της με τους ήρωες να επαληθεύουν την τραγική τους υπόσταση, πιστοί μέχρι τέλους σε όσα τους επιφύλασσε η μοίρα, σε μια τρομερά επίκαιρη τραγωδία σκηνοθετημένη από τον Στάθη Λιβαθινό σε μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη.

Ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί για την Επίδαυρο την Αντιγόνη του Σοφοκλή, σε νέα μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αγαπητή και δημοφιλή τραγωδία, που παραμένει τρομερά επίκαιρη, κυρίως χάρη στο θέμα που πραγματεύεται, τη σύγκρουση μεταξύ εξουσίας και άγραφου νόμου. Συναντηθήκαμε στο γραφείο του στο Μέγαρο Τσίλερ της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. Πριν ξεκινήσουμε, με πήρε από το χέρι να μου δείξει από απόσταση, αλλά με υπερηφάνεια, την ομήγυρη εθελοντών θεατρολόγων με τους οποίους είχε μόλις συνομιλήσει και οι οποίοι για δεύτερη χρονιά συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου θα συνοδεύουν όσους ταξιδεύουν με ναυλωμένα λεωφορεία για να παρακολουθήσουν παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου με χαμηλό εισιτήριο. Έδειχνε ενθουσιασμένος, καθώς φέτος, λόγω ζήτησης, τα λεωφορεία διπλασιάστηκαν. Καθοδόν οι θεατρολόγοι θα προετοιμάζουν το κοινό για το τι θα δουν και στην επιστροφή θα συζητούν μαζί τους γι’ αυτό που τελικά είδαν.

Ο ίδιος κατεβαίνει μόλις δεύτερη φορά στο αργολικό θέατρο με δική του παράσταση. Αν και χαρακτήρισε τον εαυτό του «άπειρο» σκηνοθέτη όσον αφορά αυτό το γεγονός, κουβαλάει πολλά ένσημα καλλιτεχνικής δημιουργικότητας για να τρομοκρατηθεί από αυτό. Η παρεξηγήσιμη από πλευράς μου παρατήρηση ότι ως σκηνοθέτης που πειραματισμού θα πάρει πολλές ελευθερίες πυροδότησε τη συζήτηση που ανοίξαμε σε σχέση με την Αντιγόνη. Μου είπε λοιπόν: «Η παράδοση πρέπει να σε ελευθερώνει και η ελευθερία για μένα δεν είναι αυτοσκοπός, είναι μέσο για να εκφράσεις κάτι. Στη σκηνή του θεάτρου δεν πηγαίνω ποτέ για να εκφράσω πόσο ελεύθερος είμαι, γιατί δεν είμαι. Πηγαίνω για να μιλήσω στην εποχή μου, να συνομιλήσω με τις γενιές που παρακολουθούν από την πλατεία και τις κερκίδες και να εκφράσω κάτι που νομίζω ότι αφορά πάρα πολύ την εποχή μου. Αν δεν έχω να πω κάτι τώρα στην εποχή μου, δεν ανεβάζω έργο. Mε αυτή την έννοια, η δουλειά ενός σκηνοθέτη είναι πάρα πολύ κοινωνική και “πολιτική”. Συνομιλεί απευθείας με αφορμή τους συγγραφείς και με τη βοήθεια των ηθοποιών που πρέπει να κάνεις συμμάχους, μιλά απευθείας στην εποχή του με μια αλληγορική γλώσσα. Κάποτε, στην αρχαιότητα, ήταν ο μύθος και όλοι περιμένανε τον τραγικό ποιητή πώς θα τον πραγματευτεί. Τώρα είναι οι παραστάσεις και όλοι περιμένουν πώς ο σκηνοθέτης θα αλλάξει αναγκαστικά αυτό που όλοι έχουν δει 15.000 φορές στο θέατρο. Η μαγεία είναι ότι αυτό το έργο μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε μέρα και να μη γερνάει. Υπάρχει σε αυτό μια σπουδαία πνευματική και σωματική, θα έλεγα, ενέργεια.

Η Επίδαυρος είναι ένας εξαιρετικά ευγνώμων χώρος, όπου χιλιάδες μάτια είναι μάρτυρες. Πρόκειται για μια μοναδική δοκιμασία με πάρα πολύ ενδιαφέρον. Θέλει τόλμη, αλλά προσφέρει και υπέροχη χαρά. Είναι ένας θεατρικός χώρος και δεν χρειάζεται να τον βλέπει κάποιος τόσο φορτισμένο από την κληρονομιά των προηγούμενων ηθοποιών και σκηνοθετών. Είναι ωραίο κάθε γενιά να δημιουργεί τη δική της παράδοση και όχι η παράδοση να γίνεται ένα σίδερο που σε σιδερώνει, σε καπακώνει και σε εξαφανίζει.

Πολλές φορές οι μεγάλοι χώροι μας προδιαθέτουν ώστε να νιώσουμε και πάρα πολύ ελεύθεροι. Οι μεγάλοι χώροι κουβαλάνε τεράστιες δυσκολίες σύνθεσης, έκφρασης και αφήγησης και εν προκειμένω η ελευθερία είναι για μένα το λιγότερο ζητούμενο. Δεν προσπαθώ ποτέ να αποδείξω κάτι ως προς αυτό, γιατί τελικά κερδισμένος θα βγαίνει πάντα ο συγγραφέας».

Το θέμα μας, βέβαια, είναι η Αντιγόνη και αμέσως περνάμε στην παράσταση που σύντομα θα δούμε από ένα επιτελείο εξαιρετικών ηθοποιών και συντελεστών.

«Η Αντιγόνη πολλές φορές έρχεται στα άκρα και πληρώνει την ανάλογη τιμή γι’ αυτό. Αλλά και ο Κρέων δεν παύει να είναι ενδιαφέρον πρόσωπο, γιατί προσπαθεί να σώσει μια χώρα. Κι όταν προσπαθείς να σώσεις μια χώρα, τώρα πλέον που το ηθικό και το νόμιμο είναι πάρα πολύ μπερδεμένα μεταξύ τους γιατί υπάρχει ένας σκοπός. Νομίζω ότι στην πραγματικότητα η τραγωδία είναι μια αρένα, όπου οι αξίες που συγκρούονται με σφοδρότητα είναι απόλυτες. Δεν υπάρχει καλός και κακός. Αν, μάλιστα, το πάρουμε και πολύ σοβαρά το έργο αυτό, εξίσου τραγικό και λίγο πιο τραγικό πρόσωπο από την Αντιγόνη είναι ο Κρέων. Γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν πήγαινε στον θάνατο. Η άλλη πήγαινε αποφασισμένη, αλλά, όπως έλεγα στους θεατρολόγους λίγο πριν, άλλο να πηγαίνεις και άλλο να τον συναντάς. Νομίζω ότι είναι δύο απολύτως διαφορετικές καταστάσεις. Και η Αντιγόνη είναι πλάσμα αδύνατο, πλάσμα ευάλωτο, πλάσμα που γίνεται ηρωίδα στη συνείδησή μας σταδιακά, όχι από τον συγγραφέα.

Περιέργως, ο συγγραφέας παρουσιάζει όλες τις αδύνατες πλευρές της. Η αγάπη για τον αδελφό της είναι αδυναμία, η εξάρτηση από την αδελφή της είναι κι αυτό αδυναμία, η στάση της απέναντι στον Κρέοντα έχει πολλές αδυναμίες, γιατί πρόκειται για έναν άνθρωπο που της τα χώνει πάρα πολύ και με επιχειρήματα, για πολλά από τα οποία έχει δίκιο. Ο Κρέων αγαπάει την πατρίδα του και τον ενδιαφέρει να την ξαναχτίσει από την αρχή για να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Επίσης, η Αντιγόνη απαρνιέται τον έρωτα, κάτι που κανείς ποτέ δεν είναι σίγουρος αν είναι σωστό, αφού αφυδατώνει τη ζωή. Αλλά όλα τα έργα του Σοφοκλή είναι ποτισμένα με ένα ιδιαίτερο, πικρό χιούμορ, με ισχυρότατη δομή, έντονο λυρισμό και θεατρική μαεστρία».

Στη δική του εκδοχή τους τρεις κεντρικούς ρόλους ερμηνεύουν ιδιαίτερα νέοι ηλικιακά ηθοποιοί. Η Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη την Αντιγόνη, ο Βασίλης Μαγουλιώτης τον Αίμονα και η Δήμητρα Βλαγκοπούλου την Ισμήνη. Για τους υπόλοιπους ρόλους περνάει σε δυο άλλες γενιές ηθοποιών, π.χ. ο Δημήτρης Λιγνάδης αναλαμβάνει τον ρόλο του Κρέοντα, κι έτσι όλες οι ηλικίες συναντιούνται σε αυτή την παράσταση. Μου εξηγεί: «Η διανομή εδώ είναι πάντα μέρος μιας ιδεολογίας. Το να κατεβαίνει το Εθνικό στην Επίδαυρο με μια τέτοια διανομή δεν είναι μόνο από νεο-λαγνεία, την οποία και απεχθάνομαι. Σαφέστατα προκύπτει από αγάπη και σεβασμό στη δημιουργία των νεότερων ανθρώπων, γιατί εδώ ταυτίζεται το έργο με κάτι απίστευτα νεανικό, σχεδόν παιδικό. Μια προσεκτική ματιά στην Αντιγόνη θα έβλεπε ένα άγουρο πλάσμα, ανέτοιμο για να πεθάνει, αλλά έτοιμο ηθικά και ψυχικά. Είναι ένα μείγμα πολύ αναγνωρίσιμο για νέα παιδιά. Ο Σοφοκλής δεν κατασκεύασε ένα άγαλμα. Κατασκεύασε έναν νέο άνθρωπο με όλους του τους φόβους, τις ενοχές και τη μοναξιά, που δικαιούται να επιλέξει το δρόμο του, είτε αυτός καταλήγει στον θάνατο, είτε στη ζωή, είτε στη μετά θάνατον ζωή – είναι το δικαίωμα μιας επιλογής και μια προσωπική απόφαση. Κι αυτό δεν μπορεί κανείς να το στερήσει από τους νέους ανθρώπους. Ειδικά όταν με αυτό τον τρόπο δείχνουν την εσωτερική τους δύναμη και τη δική τους ηθική. Η Αντιγόνη σταδιακά μετατρέπεται σε ηρωίδα στη δική μας συνείδηση. Η πράξη της δεν έχει κάτι το ηρωικό αλλά κάτι πολύ βαθιά ανθρώπινο».

Παλιότεροι ηθοποιοί του Εθνικού, όπως η Μαρία Σκούντζου, η οποία έχει ερμηνεύσει στο παρελθόν και η ίδια Αντιγόνη, ο Κώστας Καστανάς και ο Νίκος Μπουσδούκος, ερμηνεύουν τους γέροντες του Χορού. Αυτό μας δίνει αφορμή να αναφερθούμε στην παράδοση του Εθνικού: «Η παράστασή μου περιέχει τρεις από τους πολύ άξιους πρωταγωνιστές του Εθνικού. Αλλά δεν έχουμε και καμιά τεράστια παράδοση ακόμα. Είναι σημαντικό η παράδοση να είναι κάτι που το βιώνουμε, όχι να το ζούμε μέσα από τα μάτια των άλλων. Αν δεν υπάρχουν σχολεία, αν δεν υπάρχουν ασκήσεις, αν δεν υπάρχουν εναπομείναντες, αν δεν υπάρχει μεθοδολογία, δεν μπορούμε να μιλάμε για παράδοση. Παράδοση δεν είναι οι φωτογραφίες και γενικώς ο “στόχος”. Ούτε να λέμε ότι παράδοση του Εθνικού είναι ο λόγος. Η τραγωδία δεν είναι λόγος, είναι δράση και σώμα. Και ένα μέρος της δράσης είναι ο λόγος. Μπήκαμε σε μια εποχή που χρειάζεται πολλή έρευνα, πειραματισμός, τραγωδία κλειστού χώρου, χρειάζεται τόλμη, να αποσυνδέσουμε την εθνική μας ταυτότητα από όλα αυτά τα μπιχλιμπίδια, γιατί νομίζω ότι αυτή πρέπει να είναι η αλήθεια, η έρευνα και η υπέροχη γλώσσα μας, πρέπει να είναι η ομορφιά του θεάτρου».

Λίγο πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας, του ζητάω να μου μιλήσει και για τη μετάφραση. Το πρόσωπό του φωτίζεται και πάλι. «Η μετάφραση του Μαρωνίτη είναι από τις πολύ ωραίες στιγμές αυτής της παράστασης. Γενικά, η ύπαρξη του Μαρωνίτη κοντά μας. Από την Ιλιάδα ξεκινώντας, απέκτησα έναν φίλο, έναν πνευματικό οδηγό με κάποιον τρόπο, ο οποίος αποδείχτηκε γενναιόδωρος, σοφός και αγαπημένος. Η μετάφρασή του έγινε για τις εκδόσεις Γκόνη, αλλά δεν έχει παιχτεί ποτέ. Την τελείωσε πέρσι, είναι πολύ πρόσφατα καμωμένη. Έχει έναν εξαιρετικό ρυθμό και μια γλαφυρή, πολύ προσωπική, σύγχρονη γλώσσα, η οποία δεν θέλει να είναι ούτε μοντέρνα ούτε κλασική. Θέλει να είναι άμεση, ρυθμική και αυτούσια».

Στην αναφορά του στους υπόλοιπους συντελεστές, ένα ακόμα όνομα μου τραβάει το ενδιαφέρον, εκείνο του Χαράλαμπου Γωγιού στη μουσική. Γνωστός από τη δουλειά του στην όπερα, συναντήθηκε με τον Λιβαθινό στην παράσταση του Μεγάρου «Ο γάμος του Φίγκαρο». Στην Αντιγόνη είναι η πρώτη φορά που γράφει μουσική για τραγωδία και, φυσικά, η πρώτη του στην Επίδαυρο, αν και στο παρελθόν έχει διδάξει μουσική σε παραστάσεις. Επικοινώνησα μαζί του εν μέσω προβών και τρομερής πίεσης και μου είπε για τη δική του συμμετοχή: «Ο Στάθης Λιβαθινός προσεγγίζει το αρχαίο δράμα με έναν κώδικα πολύ πιο μοντέρνο, του ποιητικού θεάτρου, θα μπορούσαμε να πούμε. Δεν δεσμεύεται από τα μορφικά δεδομένα του αρχαίου δράματος. Ο ίδιος δίνει στον εαυτό του τεράστια ελευθερία να ερμηνεύσει το κείμενο με διάφορους μοντέρνους και μη προσδιορίσιμους χρονικά τρόπους, οπότε και ο ρόλος της μουσικής δεν είναι ο τυπικός σε αυτή την παράσταση. Δεν θα δείτε μια παράσταση στην οποία τα χορικά είναι τραγουδισμένα. Αντίθετα, ακόμα και στις σκηνές πρόζας, υπάρχει μια επικάλυψη των στοιχείων. Η μουσική έχει δύο, ίσως και τρεις διαστάσεις σε αυτή την παράσταση. Αρχικά, έχουμε μια κυριολεκτική δραματουργική διάσταση με μια μικρή στρατιωτική μπάντα (μέλη του Vendus Ensemble με πνευστά), η οποία συνοδεύει τον Κρέοντα, και η δεύτερη διάστασή που είναι ευθέως αναγώγιμη στους κώδικες του ποιητικού θεάτρου, που εμένα με ενδιαφέρει λόγω της σχέσης μου με το τραγουδισμένο θέατρο και τη φωνητική μουσική. Υπάρχει ένα φωνητικό κουαρτέτο από 4 εξαιρετικά καλλίφωνα κορίτσια, τα οποία τραγουδούν κάτι σαν λαϊκές πολυφωνίες μέσα στα χορικά και μέσα στα επεισόδια. Πρόκειται για πολυφωνικά κομμάτια τα οποία αντλούν τον μουσικό τους κώδικα κυρίως από λαϊκές πολυφωνίες της Μεσογείου, της Κάτω Ιταλίας, της Σαρδηνίας». Του ζητάω να μου διευκρινίσει αν είναι μέρος του χορού και μου εξηγεί: «Ο χορός είναι εξαιρετικά ολιγάριθμος. Ο Λιβαθινός είχε την ιδέα να αντιπαραβάλει πολύ φανερά τρεις γενιές. Οι Θηβαίοι γέροντες, μαζί με τον άμαχο πληθυσμό, έχουν ανατεθεί στους παλιούς ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου. Αυτό λειτουργεί ως ένα δεύτερο ποιητικό σώμα που εμπλέκεται στα επεισόδια. Τα χορικά πολλές φορές είναι σκηνοθετημένα σαν δραματικές σκηνές, σαν να είναι άτομα. Δεν έχω γράψει κανένα ομαδικό κομμάτι. Έχουμε μικρά σόλι που μπαίνουν μπροστά και τραγουδάνε, και μ’ αυτό τον τρόπο καμιά φορά το κείμενο ενισχύεται μουσικά».

07.07.2016, Παρίδης Χρήστος «Στην Αντιγόνη δεν υπάρχει καλός και κακός», www.lifo.gr

 

Για το link πατήστε εδώ