Στοίχημα Εργαστηρίου Κερδηθέν

Σαίξπηρ “Αγάπης αγώνας άγονος”

Ο Σεφέρης έλεγε κάπου πως ο Σαίξπηρ ποτέ δεν αγαπήθηκε πραγματικά στην Ελλάδα, γιατί ποτέ δεν βρήκε τον ιδανικό μεταφραστή του. Αν αυτό ισχύει για τον «σοβαρό» Σαίξπηρ (του Μακβέθ, του Άμλετ, του Ληρ), ισχύει το ίδιο και για τις κωμωδίες του. Οι κωμωδίες αυτές είναι γεμάτες από «εξωτερικότητα», από μια λαϊκή ενέργεια κι από ένα πονηρό χωριάτικο καλαμπούρι. Ο Σαίξπηρ, όταν έγραφε τις γνωστότερες από αυτές, ήταν νέος – ήταν δηλαδή υπερβολικός μέσα σ’ ένα θέατρο που λάτρευε ούτως ή άλλως την υπερβολή.

Όταν ο Σαίξπηρ μιλούσε για το φόβο και το πάθος της εξουσίας στον Τίτο Ανδρόνικο, ήθελε περίπου 35 φόνους και ακρωτηριασμούς επί σκηνής για να συγκινήσει το ακροατήριό του. Όταν μιλούσε, από την άλλη, για τη χαρά της ζωής, περιέγραφε μια υπερβάλλουσα νεότητα. Γιατί τι άλλο είναι το Αγάπης αγώνας άγονος από μια υπερβάλλουσα περιγραφή της υπερβολής; Ο Αριστοτέλης υπενθύμιζε πως οι επιθυμίες των νέων είναι σαν των αρρώστων: έντονες πολύ και κρατούν λίγο. Έτσι και οι τέσσερις φίλοι θα δοθούν αρχικά με υπερβολή στο εργαστήριο της μελέτης, ύστερα με την ίδια υπερβολή θα εντρυφήσουν στο εργαστήριο του έρωτα. Θα αποτύχουν και στα δύο: Τα παιχνίδια τους τελικά δεν είναι και τόσο «φυσικά». Αποτελούν προσποιητούς τρόπους κατάκτησης του άλλου, τρόπους αξιολάτρευτους μεν, αλλά αστείους, αν όχι γελοίους, ως ερωτοτροπίες σαλονιών μέσα στους κήπους της Ναβάρρα.

Η κωμωδία του Σαίξπηρ δεν έχει αυτό που λέμε «ευτυχές τέλος». Θα περιμέναμε ένα τέλος που εκτός από σφικτούς εναγκαλισμούς θα περιλάμβανε όρκους αφοσίωσης, στους οποίους θα μπορούσαμε κάπως να πιστέψουμε. Εδώ τίποτα τέτοιο: ίσως μόνο μια επιπόλαια, διόλου πιστευτή υπόσχεση για το μέλλον. Κι όμως, αν μας συγκινεί κάτι στην κωμωδία του Σαίξπηρ, είναι από τη μια αυτά τα νιάτα που κατακλύζουν αρχικά τη σκηνή με την ενέργεια και τις ακρότητές τους και από την άλλη η μελαγχολική κατάληξη: Από τη μια, η απρόσμενη ελεγεία στα νιάτα που περνούν, προσπαθώντας να μεταδώσουν κάτι από τον πυρετό τους στον κόσμο. Και από την άλλη, ο κόσμος που τους επιστρέφει τον κανόνα, την τάξη, την αναστολή, την εγκαρτέρηση.

Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός έστησε την παράσταση του πάνω σε μια ζώσα και νοσταλγική ανάγνωση του έργου. Οι νέοι του, που τριγυρνούν στους κήπους μιλώντας με στιχάκια που έχουν τη δροσιά της «Ξανθούλας» του Διονυσίου Σολωμού, είναι όλοι αξιολάτρευτοι. Διόλου δεν πειράζει που υποκρίνονται, που σαχλαμαρίζουν, που σκοντάφτουν. Έχουν κατακτήσει μέσα μας τη νοσταλγία του ακαταλόγιστου της εφηβείας.

Στην παράσταση δεν υπάρχει νομίζω σκηνή, εικόνα, στιγμιότυπο, που να μην έχει κάτι να δώσει, μια λύση, μια ιδέα ή ένα εύρημα. Δεν γνωρίζω πόσο καιρό ο Στάθης Λιβαθινός δούλευε αυτό το έργο. Κάποια πρώτα δείγματα του τι σκόπευε να κάνει με τον Σαίξπηρ μας τα είχε κιόλας δώσει με την θαυμάσια Δωδέκατη Νύχτα πριν από χρόνια και τα ξαναείδαμε και εδώ βελτιωμένα. Φαίνεται πως ο τρυφερός Σαίξπηρ ταιριάζει στον Λιβαθινό, όπως ταίριαζε ο Τσέχωφ στον Κουν. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το εκφράσω, αλλά υπάρχει ανάμεσα στα κείμενα και στο σκηνοθετικό όραμα μια ψυχική συγγένεια.

Όλα όμως εμπεριέχονται και ξεκινούν από τη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη στην Τρίτη και αγαστή συνεργασία του με τον σκηνοθέτη, μετά τη Φρεναπάτη του Κούσνερ και τους Ρομαντικούς του Ροστάν. Θα ήθελα οι περισσότερο ειδικοί να την αξιολογήσουν και ως λογοτεχνική απόπειρα, γιατί υποψιάζομαι πως αποτελεί από μόνη της μια σημαντική στιγμή των γραμμάτων μας εν γένει. Η πλαστικότητά της, η μουσικότητά της, η σαφήνειά της και κυρίως η φρεσκάδα της έγιναν η ατμόσφαιρα της παράστασης, ο τόνος και η ουσία της.

Άφησα τελευταίους τους 18 νέους ηθοποιούς της παράστασης. Αν συνηθιζόταν να αφιερώνει κάποιος δύο σημειώματα σε μια παράσταση (καθόλου κακή ιδέα για δουλειές τέτοιας ποιότητας), το δεύτερο σημείωμα θα έπρεπε να αναφέρεται αποκλειστικά σ’ αυτούς. ‘Όχι με τα συνήθη επίθετα και τους κλισέ χαρακτηρισμούς. Αλλά με ανάλυση και εμβάθυνση του τι κατάφεραν. Ανανέωση των ρόλων με μια θαυμαστή αίσθηση πρωτοτυπίας και σοβαρότητας. Υπέροχος ρυθμός. Κίνηση, φωνή, απαγγελία. Δουλειά συνόλου, κέφι, ενέργεια, άμιλλα. Να τραντάζεται η αίθουσα από το αβίαστο γέλιο και την ίδια στιγμή ο θεατής να μην απομακρύνεται ούτε βήμα από την ευαισθησία του λυρισμού.

18.10.2002, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Στοίχημα Εργαστηρίου Κερδηθέν», Αντί.

 

Για το link πατήστε εδώ