Στάθης Λιβαθινός

H σχέση του Στάθη Λιβαθινού με την θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία μεγάλων έργων της λογοτεχνίας δεν είναι καινούργια και ανανεώνεται συνεχώς. Η σκηνοθεσία δύο εμβληματικών έργων της ελληνικής γραμματείας, της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη και του «Ερωτόκριτου» του Β. Κορνάρου που παίζονται στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας και στο «Ακροπόλ» αντίστοιχα, είναι χαρακτηριστική.

Ταυτόχρονα ο γνωστός σκηνοθέτης ετοιμάζεται να ανεβάσει και πάλι τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, μια παλαιότερη επιτυχημένη παράστασή του στο Εθνικό Θέατρο. Πώς επιτυγχάνεται όμως η «συνάντηση» θεάτρου και λογοτεχνίας όταν μάλιστα πρόκειται για έργα όπως η «Φόνισσα» ή ο «Ερωτόκριτος» και ποιες δυσκολίες κρύβει; Ο Στάθης Λιβαθινός καταθέτει την προσωπική του εμπειρία.

Κύριε Λιβαθινέ παρατηρώ μια ιδιαίτερη αγάπη σας προς τη λογοτεχνία, την διασκευή και μεταφορά λογοτεχνικών έργων στην θεατρική σκηνή. Από ποιες υπόγειες διαδρομές πιστεύετε ότι επικοινωνεί το θέατρο με τη λογοτεχνία και ποιοι είναι οι κοινοί τους κώδικες;
Δεν έχουν ακριβώς κοινούς κώδικες. Το καλό θέατρο περιέχει πάντοτε καλή λογοτεχνία, αλλά και η λογοτεχνία συμβαίνει να περιέχει θεατρικότητα. Οι μορφές θεάτρου αλλάζουν, μπαίνουμε σε καινούργια εποχή, το θέατρο για να ανανεώσει τα μέσα του δανείζεται από παντού. Άλλωστε τα μεγάλα θέματα είναι κοινά. Η καλή λογοτεχνία εμπλουτίζει το θέατρο αρκεί βέβαια να την προσεγγίσει κανείς ερευνητικά.

H λογοτεχνία ίσον αφήγηση, περιγραφή, κρυφά νοήματα, αφηγηματικά παιχνίδια. Το θέατρο ίσον διάλογος, ατμόσφαιρα, δράση. Πώς μεταφράζονται τα πρώτα στα δεύτερα; Δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος παράφρασης, κακής μετάφρασης, παρανόησης άρα αλλοίωσης του λογοτεχνικού κειμένου;
Φυσικά. Αλλά ο σκοπός της λογοτεχνίας ολοκληρώνεται στην τελευταία σελίδα ενός βιβλίου. Το θέατρο πρέπει να έχει ισχυρό λόγο για να απευθυνθεί σε λογοτεχνικό έργο και αναγκαστικά θα το αλλοιώσει, κι έτσι πρέπει, αλλιώς διάβασμα στο σπίτι και όχι θέατρο.

Τι σας οδηγεί στο ένα η στο άλλο λογοτεχνικό έργο;
Ένα προαίσθημα, η στιγμή, η ανάγκη, μπορεί και το Θέμα.

Ενυπάρχει καθόλου το στοιχείο της πρόκλησης στα λογοτεχνικά έργα που επιλέγετε να ανεβάσετε στη θεατρική σκηνή;
Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι η πρόκληση, δεν το σκέφτομαι. Η μόνη πρόκληση είναι να έχει η μεταφορά της λογοτεχνικής γλώσσας στην θεατρική μία αυθεντικότητα.

Ντοστογιέφσκι, Παπαδιαμάντης: Δύο εμφανώς μεγάλες σας αγάπες. Ζόρικες όμως πολύ έτσι δεν είναι; Και με κοινά στοιχεία, έχω την πεποίθηση. Ποια είναι η δική σας γνώμη.
Ζόρικες, φυσικά αλλά και τρυφερές, μεγαλοφυείς, πάντα σύγχρονες. Όχι δεν βλέπω κοινά στοιχεία, το μόνο κοινό στοιχείο είμαι εγώ που στέκομαι ανάμεσα τους. Και στέκομαι με φόβο και δέος. Αλλά και πείσμα.

Να μείνουμε στον Παπαδιαμάντη. Συγκεκριμένα στην «Φόνισσα» ένα εμβληματικό, κατά γενική παραδοχή, έργο της νεοελληνικής πεζογραφίας. Πολυεπίπεδο, τολμηρότατο στο βύθισμά του στις πιο σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής, τολμηρότατο επίσης κοινωνικά έως ανατρεπτικό θα το χαρακτήριζα, εξαιρετικά… ντοστογιεφσκικό. Πώς λοιπόν ένα τέτοιο έργο ενδύεται την θεατρική λιτότητα και πυκνότητα; Πώς γίνεται δράση η περιγραφή, πώς αναδύεται ο ταραγμένος και ψιλωμένος νους της Φραγκογιαννούς;
Το πώς είναι αδύνατον να περιγραφεί γιατί η προσέγγιση μου είναι καθαρά πρακτική και επαληθεύεται μέσω της πρόβας στη σκηνή. Στη δράση σαφώς με αφορά η προσωποποίηση του τρίτου προσώπου. Δεν μπορεί κανείς να τ’ αγγίξει όλα μεμιάς. Επίσης με αφορά να…πω την ιστορία. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο.

Ποιο ήταν για σας το πιο προκλητικό θεατρικά στοιχείο της «Φόνισσας»;
Μάλλον η αφήγηση.

Το ότι «παίζεται» ολόκληρο το κείμενο της «Φόνισσας» επί σκηνής δίκην αφήγησης ήταν μια επιλογή σεβασμού προς τη λογοτεχνία και τους ρυθμούς της, πολύ περισσότερο στο έργο του Παπαδιαμάντη;
Ο πολύς σεβασμός βλάπτει σοβαρά την υγεία του σύγχρονου θεατή και σημαίνει καμιά φορά απόλυτη βαρεμάρα, αν δεν συνοδεύεται από έντονες και σκόπιμες παρεμβάσεις που έχουν σαν σκοπό να αναδείξουν κάτι βαθύτερο. Ο σεβασμός δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο και μάλιστα κρυφό.

Στην παράσταση της δικής σας σκηνοθετικά «Φόνισσας» είδα μια άλλη Μπέτυ Αρβανίτη, κυριολεκτικά αγνώριστη. Εξαιρετική ως Φραγκογιαννού. Πώς καταφέρατε να αλλάξετε τόσο πολύ μια ηθοποιό με δική της αναγνωρίσιμη θεατρική ταυτότητα και προσωπικότητα;
Σας ευχαριστώ…Εγώ δεν κατάφερα μόνος μου τίποτα. Με την Μπέτυ πλησιάσαμε κάτι κι εκείνη αποφάσισε να αφεθεί απόλυτα. Αν ο ηθοποιός θέλει πραγματικά, τότε υπάρχει ανταπόδοση. Σε αυτό έπαιξε τεράστιο ρόλο και ο περίγυρος των εξαιρετικών παιδιών.

Να πάμε τώρα σ ένα άλλο μεγάλο κλασικό ποιητικό κείμενο της αναγεννησιακής ελληνοκρητικής δημιουργίας. Τον «Ερωτόκριτο» του Βιντσέντζου Κορνάρου. Τι σας προκάλεσε στον Ερωτόκριτο ώστε να κονταροχτυπηθείτε μαζί του;
Μία παιδική ανάμνηση. Τον άκουγα από μικρός…

Πώς ένα εμβληματικό αφηγηματικό θέατρο του 17ου αιώνα με τόσες εικόνες, τόσες εναλλαγές, τόση δράση, τόσα πρόσωπα μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή του 21ου αιώνα έτσι ώστε να μην κουράσει αλλά να γοητεύσει τον σημερινό θεατή;
Δεν ξέρω πως. Προσπάθησα να το ανακαλύψω δουλεύοντας επίπονα με την ομάδα μου.

Και με τον ποιητικό έμμετρο λόγο τι γίνεται;
Άσκηση, συσχετισμός, αφομοίωση και πάλι άσκηση, και πάλι και πάλι.

Η παράσταση του «Ερωτόκριτου» διαρκεί τρεις ώρες και κάτι. Έχετε και στο παρελθόν δοκιμαστεί σε πολύωρες παραστάσεις. Δεν σας φοβίζει μια πολύωρη παράσταση δεν ενέχει ένα τέτοιο εγχείρημα περισσότερους κινδύνους από μια μικρότερης διάρκειας παράσταση. Αναφέρομαι βεβαίως στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην παράσταση και τους θεατές.
Όχι. Το θέατρο δεν μπορεί να λάβει υπ’ όψιν του υποχρεωτικά κάτι τέτοιο. Έχω πλήξει και με μισάωρες παραστάσεις. Ο χρόνος είναι περιεχόμενο.

«Ο Ερωτόκριτος» εμφορείται από τις ιπποτικές αξίες της εποχής του. Σε μια εποχή όπως αυτή που ζούμε όλοι σήμερα πιστεύετε ότι οι αξίες αυτές που έρχονται από το βαθύ παρελθόν της ανθρωπότητας θα είχαν να πουν κάτι στον σημερινό θεατή, τον σημερινό συμπατριώτη μας;
Νομίζω μόνο αυτές έχουν κάτι να πουν.

Σας ευχαριστώ
Κι εγώ.

19.02.2012, Χουζούρη Ελένη «Στάθης Λιβαθινός», www.bookpress.gr

 

Για το link πατήστε εδώ