Ο Στάθης Λιβαθινός, σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, καταπιάστηκε μ’ ένα έργο διαφορετικό απ’ αυτά που μας έχει συνηθίσει. Το «Βλέμμα του μελαμψού άνδρα» του Ιγνάθιο δελ Μοράλ, που μόλις ξεκίνησε στη μεγάλη σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου, μιλάει για τη συνάντηση δύο κόσμων: του δυτικού, που εκπροσωπείται από μια μέση ευρωπαϊκή οικογένεια, και του κόσμου δύο αφρικανών λαθρομεταναστών, που έρχονται στη Δύση προσπαθώντας να επιβιώσουν.
Το «Βλέμμα του μελαμψού άντρα» έχει να κάνει με το τείχος του αίσχους στην Ισπανία, το οποίο έχει χτιστεί στον ισπανικό θύλακα. Ο συγγραφέας είδε τι συνέβαινε στη χώρα του, ντράπηκε (σκεφτείτε την αποτρόπαιη εικόνα εκατοντάδων ανθρώπων με δεμένα χέρια, με τα ίδια τραύματα στα χέρια επειδή ανέβηκαν τα συρματοπλέγματα) κι έγραψε αυτό το έργο. Αφορά την καταστροφική συνάντηση μιας μέσης, ίσως και μικροαστικής, ευρωπαϊκής οικογένειας, με δύο μαύρους, συνηθισμένες περιπτώσεις λαθρομεταναστών που αναζητούν μια καλύτερη ζωή. Η ιστορία, αν ήταν αληθινή, θα γραφόταν στα ψιλά των εφημερίδων. Στο θέατρο ωστόσο από τον Τσέχοφ και μετά έγινε σαφές ότι η δραματικότητα δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των ιστοριών που προορίζονται σε ηρωικά κατορθώματα και συνταρακτικά γεγονότα.
Το έργο του Μοράλ, αν ξεπεράσεις το τρομερά καίριο θέμα που θίγει, της καταστροφικής συνάντησης των δύο πολιτισμών, είναι τόσο διάφανο, που σχεδόν προβληματίζεσαι αν αξίζει να ασχοληθείς. Το λέω γιατί διαπιστώνω μια διαστροφική διάθεση υποτίμησης των πραγμάτων που δεν εκφράζουν «πολλαπλά επίπεδα σκέψης», για να μην πω ότι βλέπω ανθρώπους που εκτιμούν ως προχωρημένο αυτό που δεν καταλαβαίνουν ακριβώς…
Είναι ευδιάκριτη η συνωμοσία σιωπής γύρω από τα πραγματικά σημαντικά γεγονότα. Δεν μαθαίνουμε τι συμβαίνει και η χύτρα βράζει, αλλά όταν τινάζεται στον αέρα (βλέπετε τι γίνεται αυτές τις μέρες στο Παρίσι) αποκαλύπτονται ευθύνες πολλών ετών. Πάντως, νομίζω ότι «άθελά» μας η συνάντηση των ανθρώπων, εννοώ των μη προνομιούχων, έχει ήδη αρχίσει. Ακόμα και σε καθημερινό επίπεδο. Ποτέ δεν περίμενα ότι έξω από το Εθνικό Θέατρο στην Αγίου Κωνσταντίνου η γλώσσα που θα μιλιόταν περισσότερο θα ήταν τα γεωργιανά. Γύρω από το Από Μηχανής Θέατρο, πάλι, είναι κάτι σαν Τσάιναταουν. Για μένα η συνάντησή μας με ανθρώπους απ’ άλλες χώρες είναι κάτι σαν δώρο της Ιστορίας. Είναι ένα τεστ σε πολλά επίπεδα – είναι ένα τεστ για τα αυτιά μας, λ.χ., να ακούν τη μουσική μιας άλλης , ξένης γλώσσας – που θα δείξει αν και κατά πόσο είναι ανεκτικός ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός, παρόλο που οι καταβολές του, ακόμα και η κουζίνα του, είναι τόσο στενά συνδεδεμένες με τους πρόσφυγες.
Στην παράσταση συμμετέχουν δύο Νιγηριανοί: ο ένας είναι μουσικός και ο άλλος δουλεύει σε μαγαζί. Δούλεψα διαφορετικά μαζί τους από ό,τι με τους ηθοποιούς μου (τον Στάθη Γράμψα, τη Μαρία Σαββίδου, τη Νάντια Παπαθεοδώρου και τον Αντίνοο Αλμπάνη) γιατί δεν θα ήταν σωστό σε τρεις μήνες προβών να μετατρέψω δυο ανθρώπους σε «ηθοποιούς». Αντίθετα, επεδίωξα να αφουγκραστώ ό,τι πιο ζωντανό και αυθόρμητο έχουν. Την παράσταση χαρακτηρίζει ένα στοιχείο ερασιτεχνική ειλικρίνειας, ερασιτεχνικής με την καλή έννοια, γιατί προτιμώ τον γνήσιο ερασιτέχνη από τον μέτριο επαγγελματία.
Η ομορφιά συνοδεύει αναγκαστικά την αλήθεια στην τέχνη – είναι αξίωμα για μένα. Δεν μ’ ενδιαφέρει η ομορφιά που δεν έχει περιεχόμενο, όπως αδιάφορο μ’ αφήνει κι ένα περιεχόμενο πραγμάτων ατάκτως πεταμένων πάνω στη σκηνή.
Είναι δύσκολο να βρεις ένα ενδιαφέρον σύγχρονο έργο. Οπότε γιατί να μην προτιμήσω ένα έργο διακοσίων χρόνων, που χτυπάει κατευθείαν στόχο; Ένα μεγάλο μέρος της ζωής ενός καλλιτέχνη πρέπει να είναι αφιερωμένο στο κλασικό ρεπερτόριο. Τα τελευταία 400 χρόνια έχουν γραφτεί τόσα και τέτοια έργα που θέλουμε πέντε ζωές για να τα ανεβάσουμε. Ήδη έχω αρχίσει να μετράω τα έργα που φοβάμαι ότι δεν θα τα ανεβάσω ή δεν θα τα ξανανεβάσω, Γκαίτε, Σίλερ κι άλλο Σαίξπηρ. Ν’ αφήσω αυτά τα έργα για να ασχοληθώ με τι; Μ’ έναν μέτριο σύγχρονο συγγραφέα, επειδή οι ρόλοι του έργου του συμπεριφέρονται σα να είναι σύγχρονοι;
Η αναγκαιότητα της κριτικής
Δεν συντάσσομαι με τον Μπρεχτ που έλεγε: «Είστε κριτικός κι αυτό είναι η μεγαλύτερη βρισιά». Γιατί μπορεί ο κριτικός να γράψει αθέατος και να έχει τη δυνατότητα να πυροβολεί ανεξέλεγκτα μ’ ένα «μου άρεσε» ή «δε μου άρεσε», αλλά τέτοιου είδους κριτικές δεν έχουν κύρος κι αφήνουν αδιάφορους πρώτ’ από όλους τους καλλιτέχνες.
Ο κριτικός κρίνει, αλλά επίσης κρίνεται και δίνει λογαριασμό στο θέατρο της εποχής του και στο θέατρο των επόμενων γενεών.
Ακόμα κι αν η εποχή ξεπεράσει τις αισθητικές προτιμήσεις του, πάντα ενδιαφέρει το ήθος που μεταφέρουν, φερ’ ειπείν, οι κριτικές του Τερζάκη.
Το θέατρο έχει ανάγκη την κριτική, την πολυφωνία της κριτικής, αλλά της κριτικής που έχει κύρος, ευαισθησία και σεβασμό στους ανθρώπους που αφιερώνουν τη ζωή τους στην εκκλησία που είναι το θέατρο.
Την τέχνη του θεάτρου διακρίνει η ποικιλία και η πολυγλωσσία, την οποία ούτε όλοι οι ηθοποιοί ούτε όλοι οι σκηνοθέτες είναι έτοιμοι να την υπηρετήσουν. Θαυμάζω αυτό που κάνει ο Γιώργος Μαρίνος, το θέατρο πίστας. Είναι ένα είδος που η μελλοντική Ακαδημία που ετοιμάζεται θα πρέπει οπωσδήποτε να το συμπεριλάβει. Το θέατρο έχει ανάγκη όλες τις δυνάμεις από την πίστα, την επιθεώρηση, το επικό θέατρο, τις ανακαλύψεις του Μέγιερχολντ και του Βαχτάνγκοφ, το ψυχολογικό θέατρο και οι άνθρωποι του θεάτρου οφείλουν να εξερευνήσουν όλους τους διαφορετικούς τρόπους.
Οι δομές παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Κοιτάξτε τι έγινε στη Ρωσία. Η κοινωνία πέρασε βαθιά κρίση κι όμως, τα ρωσικό θέατρο, επειδή στηρίζεται σε δοκιμασμένες, στέρεες δομές, είναι πάντα πολύ υψηλής ποιότητας. Πήγα το 2000 ξανά στη Μόσχα κι οι παραστάσεις που παρακολούθησα ήταν ό,τι καλύτερο έχω δει στη ζωή μου.
25.03.2006, Καλτάκη Ματίνα «Στάθης Λιβαθινός: Προτιμώ τον γνήσιο ερασιτέχνη», Ο κόσμος του Επενδυτή