Στάθης Λιβαθινός: Πώς πρέπει να εμφανίζεται ένα Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο;

Πώς πρέπει να εμφανίζεται ένα Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο; Είναι η ερώτηση που θέτει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Στάθης Λιβαθινός, καθώς κάνει πρεμιέρα στο αρχαίο Θέατρο η «Αντιγόνη» σε δική του σκηνοθεσία.

Κάθε θεατρικό έργο, πόσο μάλλον αρχαίο ή κλασικό έχει δύο ζωές. Η μία είναι η ζωή που δίνει στο μύθο ο συγγραφέας και η άλλη, η δεύτερη, αυτή που δίνει μέσω της παράστασης ο σκηνοθέτης. Δεν πιστεύω δε πως, ως σκηνοθέτης, πρέπει να κάνεις τα πάντα, ώστε το έργο να είναι αναγνωρίσιμο με τον κλασικά ”αποδεκτό” τρόπο. Προσεγγίζοντάς το οφείλεις να είσαι ειλικρινής απέναντι του, στον εαυτό σου, αλλά να σε αφορά και η εποχή σου.

Υπάρχει μια προκλητική ερώτηση: Πώς πρέπει να εμφανίζεται ένα Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο; Δεν έχω ακόμα μια ολοκληρωμένη απάντηση. Το σίγουρο είναι πως πρέπει να ψάχνει την πρόταση του. Ίσως Θα πρέπει να πραγματοποιεί συμπαραγωγές- για παράδειγμα, η “Αντιγόνη” είναι προϊόν συνεργασίας μας με το ΚΘΒΕ και το ΘΟΚ και ο “Όιδίπους Τύραννος” με το Θέατρο Βαχτάνγκοφ. Μέσω της παράστασης υπάρχει και μία ακόμα πρόταση που κρύβεται στον τρόπο που στελεχώθηκε ο θίασος. Παλιότεροι πρωταγωνιστές του Εθνικού μάς τιμούν παίζοντας τα μέλη του Χορού και τους βασικούς ήρωες ερμηνεύουν παιδιά νέας θεατρικής γενιάς – εκτός από τον Κρέοντα, τον οποίο παίζει ένας ηθοποιός μεσαίας ηλικίας. Για να είναι μια διανομή ζουμερή έχει την ανάγκη τόσο ενός 24άρη ηθοποιού όσο και ενός 80άρη. Αυτό σημαίνει πως επενδύεις στο πάθος και στο ταλέντο, στη σύμπραξη σχολών, και όχι στην εμπορικότητα των ονομάτων- όχι ότι υποτιμώ τα αναγνωρίσιμα θεατρικά ονόματα. Όμως, η εποχή έχει αποδείξει πως δεν τα έχει πάντοτε ανάγκη για να κάνει μια παράσταση εμπορική επιτυχία. Για παράδειγμα, αξίζει να επισημάνω πόσο εξαιρετική, αποκαλυπτική για μένα προσωπικά, ήταν η ηθοποιός Στέλλα Φυρογένη, όπως επίσης και ο εκ του ΘΟΚ Αντώνης Κατσάρης, μαζί με τους δύο θαυμάσιους πρωταγωνιστές του ΚΘΒΕ Αστέρη Πελτέκη και Γιάννη Χαρίση. Μπορεί να είναι γνωστοί στις πόλεις τους, αλλά δεν θα τους πεις πανελλαδικά αναγνωρίσιμους.

Το έχω πει πολλές φορές πως δεν είμαι νεολάγνος. Για μένα, η Μαρία Σκούντζου, ο Κώστας Καστανάς, ο Νίκος Μπουσδούκος, η Μπέτυ Αρβανίτη είναι μεγάλοι άνθρωποι με νέες ψυχές – νομίζω ο Χαλεπάς έχει δημιουργήσει τέτοια αγάλματα. Στην Ιαπωνία έχουν τον εξαιρετικό όρο “εθνικός θησαυρός” για κάποιους ηθοποιούς. Οι Ρώσοι έχουν το “ηθοποιός του λαού”, και μάλιστα συνοδεύεται από παράσημο της πολιτείας ως ύψιστη αναγνώριση της προσφοράς του ηθοποιού στο θέατρο. Πιστεύω πως κάποτε πρέπει να δημιουργηθεί και κάτι ανάλογο στη χώρα μας. Εμείς πάλι όταν οι ηθοποιοί, οι χορευτές ή οι μουσικοί μεγαλώσουν τους αφήνουμε στην άκρη, να περάσουν στα αζήτητα. Είναι έγκλημα. Ονειρεύομαι στο Εθνικό Θέατρο να συνυπάρχουν όλες οι γενεές, να δημιουργηθεί μια οικογένεια που να συμπεριλαμβάνει από… τον εγγονό μέχρι τον παππού και τη γιαγιά. Εύχομαι κάποτε να πραγματοποιηθεί.

Δεν είμαι υπέρ μιας θετικής η μιας αρνητικής ανάγνωσης ενός έργου ή ενός ρόλου. Από τον Ντοστογιέφκσι και μετά συνειδητοποιήσαμε πως και ο μεγαλύτερος εγκληματίας έχει μια φωτεινή αχτίδα μέσα στην ψυχή του. Οι πράξεις της Αντιγόνης επιδέχονται πολλές ερμηνείες. Ακούγοντας τη μετάφραση του Μαρωνίτη, πρώτη φορά σε θέατρο (σ.σ. μετά τη συνέντευξη και πριν τυπωθεί η εφημερίδα έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Οι παραστάσεις πλέον, είναι αφιερωμένες στη μνήμη του), μπορεί κανείς να διαισθανθεί πως η Αντιγόνη είναι ένα μείγμα μοναξιάς και αποκοτιάς. Η Αντιγόνη πρώτα απ’ όλα τα βάζει με τον ίδιο τον εαυτό της, από τη στιγμή που στερείται το δώρο του έρωτα. Είναι μια πολύ ακραία πράξη το να αρνιέσαι το χάδι ενός ωραίου αγοριού. Μπορεί να φαίνεται στα μάτια μας ως ηρωίδα, λόγω του τέλους στην τραγωδία, αλλά σε όλη τη διάρκειά της είναι ένας άνθρωπος που έχει αγωνίες και φόβους. Στη δική μας ερμηνεία η Αντιγόνη συνομιλεί με την αποκοτιά της νεότητάς της.

Μια ολόκληρη γενιά μπορεί να ταυτιστεί με το πρόσωπο της Αντιγόνης παρόλο που στη σύγκρουσή της με τον Κρέοντα τα λόγια του τελευταίου είναι που ακούγονται πιο ταιριαστά στην εποχή μας. Γιατί η Αντιγόνη παλεύει με τη μοναξιά της, προβαίνει σε ακραίες πράξεις, συγκρούεται με την εξουσία, θέλει να χαράξει το δικό της δρόμο, να κάνει τις επιλογές της. Κι αν κάποιος μπορεί να τη δει επικεφαλής σε πορεία, για μένα η Αντιγόνη Θα μπορούσε εξίσου να κλείνει τα παντζούρια των παραθύρων, αν περνούσε μια πορεία κάτω από το σπίτι της. Είναι ικανή να κάνει και τα δύο. Πάντως φοβάμαι πως είναι το λάγνο όνειρο μιας εποχής να δει τυλιγμένη την Αντιγόνη με μια επαναστατική σημαία.

Ως καλλιτέχνες είμαστε δέσμιοι πολλών ιδεών, αλλά και των χρωμάτων που έχουμε μπροστά μας προκειμένου να ζωγραφίσουμε τον πίνακα. Για να κάνεις μια επιλογή πρέπει να συμπέσουν: μια ιδέα που θα αναφλέξει το σύμπαν, η ομάδα ατόμων με τα οποία θα ήθελες να δουλέψεις, ένα καλό κείμενο και σίγουρα μια μαύρη τρύπα μέσα στην εποχή… Οτιδήποτε έχω θαυμάσει στη ζωή μου έφερνε κάτι τελείως προσωπικό στη συνάντησή του σκηνοθέτη με το έργο. Όπως επιθυμώ να μη χρειάζεται αποκωδικοποιητής προκειμένου να καταλάβει κάποιος τις παραστάσεις μου, έτσι δεν θέλω να εντάσσονται εύκολα σε ένα είδος. Πιστεύω στο στίχο του ποιητή “Η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο”. Θέλω να έχω μόνο ερωτηματικά όταν πλησιάζω το έργο ενός συγγραφέα και να μην παίρνω τίποτα δεδομένο.

Στη ζωή μου έχω δει μόνο δύο φορές την “Αντιγόνη”. Η μια ήταν η κινηματογραφική μεταφορά της από τον Τζαβέλλα. με τη συγκλονιστική ερμηνεία του θείου μου Μάνου Κατράκη στο ρόλο του Κρέοντα. Η άλλη ήταν η παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή. Δεν έτυχε ποτέ να την ξαναδώ ούτε εδώ ούτε στο εξωτερικό. Όμως ακόμα και αν δεν έχεις δει την τραγωδία, το συλλογικό μας ασυνείδητο είναι γεμάτο από κάποια κλισέ και περιορισμούς που πρέπει να τα ξεπεράσουμε. Προσωπικά Θέλω να απαλλαγώ από τα σχετικά κλισέ με την τραγωδία. Οφείλουμε να προχωρήσουμε σε μια νέα έρευνα, λες και βρισκόμαστε σε παρθένο έδαφος. Μόλις έγινε από το Εθνικό Θέατρο σε συμπαραγωγή με το Κέντρο Δελφών το πρώτο studio Αρχαίου Δράματος για Έλληνες και ξένους ηθοποιούς και είμαι πολύ περήφανος που πραγματοποιήθηκε. Αν αντιλήφθηκα σωστά μετά από τη συζήτηση με την κυρία Αρβελέρ και τον κύριο Καλιγά (σ.σ. η πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών και ο διευθυντής του) μάλλον θα γίνει θεσμός. Θα έρχονται απ’ όλο τον κόσμο να μελετούν το αρχαίο δράμα. Δεν ξέρω πώς σκέφτεται τον ανάλογο θεσμό που προανήγγειλε ο διευθυντής του Φεστιβάλ, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, πάντως αν συμβεί, εύχομαι να πετύχουν και οι δύο θεσμοί.

Όταν κλείνουν τα φώτα είμαστε όλοι ίδιοι. Γιατί όλοι μας κάποτε έχουμε ακούσει ένα παραμύθι. Όταν “συμβαίνει” το θέατρο, το κοινό εξατομικεύεται. Γι’ αυτό και η τρομερή σιωπή που υπάρχει στις παραστάσεις. Όταν συμβεί δε στην Επίδαυρο είναι κάτι μαγικό. Γιατί, ίσως, είναι το πιο ωραίο θέατρο στον κόσμο.

13.07.2016, Μαστρογιαννίτης Δημήτρης «Στάθης Λιβαθινός: Πώς πρέπει να εμφανίζεται ένα Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο;», Athens Voice

 

Για το link πατήστε εδώ