Ο Στάθης Λιβαθινός μιλά στο «α»: «Το θέατρο είναι η ανθρώπινη ψυχή και όχι η φόρμα»

Ανεβάζοντας δύο εμβληματικά για την ελληνική παράδοση έργα, τα οποία πιστεύει ότι έχουν να πουν πολλά για το σήμερα, τον «Ερωτόκριτο» στο ανακαινισμένο Ακροπόλ και τη «Φόνισσα» στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, ο Στάθης Λιβαθινός στοχεύει σε ένα θέατρο που επιστρέφει στο ουσιώδες.

Συναντηθήκαμε Δευτέρα πρωί σ’ έναν από τους πιο όμορφους πεζόδρομους της Αθήνας, στην οδό Μακρυγιάννη, υπολογίζοντας ότι θα βρίσκαμε ένα ήσυχο καφέ για να συζητήσουμε. Το ίδιο χαλαρό περιβάλλον φαίνονταν να αναζητούν και κάποιοι τουρίστες για να διαβάσουν –χωρίς μουσική η οποία έπαιζε παντού στη διαπασών– την εφημερίδα και τα βιβλία τους. Βλέποντας με ανακούφιση τον Στάθη Λιβαθινό να ζητά από τον υπεύθυνο του καφέ να χαμηλώσει τις ροκιές, μιας και ήταν πρωί και ήμασταν μόνοι, η συζήτηση για τη ζωή στην πόλη ξεκίνησε αβίαστα. «Στη γενικότερη αταξία που υπάρχει στην εποχή μας όλα γίνονται ή πάρα πολύ μεγάλα ή πάρα πολύ μικρά», μου είπε ο Στάθης Λιβαθινός. «Το σίγουρο είναι ότι η υπερβολή δεν βοηθά και οι πόλεις έχουν γίνει υπερβολικές στα πάντα. Υπάρχουν πολλές αντιθέσεις, κακογουστιά και μετριότητα. Πλέον είναι δύσκολο να μιλήσεις για ομορφιά στην Αθήνα και αυτό δεν είναι μόνο δική μου άποψη. επαναλαμβάνω κάτι που ακούγεται πολύ συχνά τώρα τελευταία».

Υπάρχουν στιγμές που αναζητάτε την ηρεμία στην επαφή με τη φύση;
Πιστεύω ότι ο άνθρωπος χρειάζεται πολλά κέντρα στη ζωή του. Η ζωή στην πόλη μπορεί να είναι υπέροχη και φυσική – και η ζωή στη φύση μπορεί πολλές φορές να είναι εντελώς ανθυγιεινή. εμείς φτιάχνουμε το περιβάλλον. Ο άνθρωπος που δημιουργεί χρειάζεται κάθε τόσο μια πηγή στη ζωή του και πιστεύω ότι η επαφή με τη φύση μπορεί να παίξει ρόλο ακόμα και στην αλλαγή της καλλιτεχνικής γλώσσας.

Η Αθήνα σας πληγώνει;
Στη ζωή μου παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο οι λεπτομέρειες. Γεννήθηκα στα Εξάρχεια. Η πολυκατοικία στην οποία μεγάλωσα υπάρχει ακόμα, αλλά δεν περνώ από κει γιατί το μέρος έχει ρημάξει. Πρόσφατα άκουσα για τους Atenistas και σκέφτομαι ότι ανήκω σε αυτήν την κατηγορία από τη στιγμή που γεννήθηκα γιατί έχω μια έμφυτη αγάπη για την πόλη. Μαζί με όλους όσοι ζουν και αγαπούν πολύ αυτήν την πόλη βλέπουμε τον αργό θάνατό της. Θα μπορούσα να είχα φύγει, όμως θα καθίσω εδώ και θα προσπαθήσω να της συμπαρασταθώ μέχρι τέλους.

Ο διάλογος είναι ο δρόμος για να αντιμετωπίσουμε ό,τι μας πληγώνει;
Ναι και μόλις ξεκινήσαμε κάτι τέτοιο, ένα φόρουμ, με μια ομάδα σκηνοθετών. Είναι μια πρωτοβουλία που βασίζεται στην ανταλλαγή απόψεων και γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου – όπως γνωρίζετε δεν είναι καθόλου απλό να συμβεί αυτό στο χώρο μας, όπου η εκτίμηση και ο αλληλοσεβασμός δεν είναι διόλου αυτονόητα πράγματα. Με πρωτοβουλία δική μου και του Μιχαήλ Μαρμαρινού προσκαλέσαμε είκοσι σκηνοθέτες, μια πρώτη ευέλικτη ομάδα, για να συζητήσουμε αρχικά πόσο διαφορετικοί είμαστε. Αυτό πιστεύω ότι είναι ένα πρώτο βήμα το οποίο θα αφορά, ελπίζω, αύριο και τις νεότερες γενιές. Θέλουμε να μιλήσουμε για τα όσα πραγματικά μας απασχολούν, από τα συνδικαλιστικά μέχρι τα καλλιτεχνικά. Σταδιακά θα πάρουμε κάποιες πρωτοβουλίες –ίσως με δημόσιες παρεμβάσεις– επιδιώκοντας να αλλάξει η σχέση της πολιτείας με το θέατρο. Όχι από την αρχή πάντως. Χρειάζεται να αφιερώσουμε κάποιο χρόνο ώστε να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον αλλά και πόσο διαφορετικοί είμαστε. Είμαι υπέρ της νηφάλιας σκέψης, η οποία λείπει αυτήν τη στιγμή από τον τόπο μας. Ας την κατακτήσουμε πρώτα και στη συνέχεια μουτζουρώνουμε και τους τοίχους… Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πού βρισκόμαστε. Συγκεκριμένα η τέχνη πρέπει να βαθύνει, να αποκτήσει συνείδηση του προορισμού της για να παίξει πραγματικά σημαντικό ρόλο στο αδιέξοδο που βιώνουμε.

Ένας στόχος σας είναι η αλλαγή της νοοτροπίας στο ελληνικό θέατρο;
Είναι απίστευτο ότι ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει μια σύγχρονη σχολή σκηνοθεσίας, μια σύγχρονη κρατική σχολή θεάτρου στην Ελλάδα. Στη Ρωσία, στη Γερμανία, στη Γαλλία και αλλού ορισμένα πράγματα είναι αυτονόητα, ενώ εδώ απλώς δεν υφίστανται. Είδα ότι το θέμα αυτό απασχολεί και άλλους σκηνοθέτες, γιατί όλοι ήρθαμε αντιμέτωποι με την έλλειψη θεατρικής παιδείας των ηθοποιών. Πιστεύω ότι ο πολιτικός που θα συνδέσει το όνομά του με τη δημιουργία μιας τέτοιας σχολής θα μείνει στην ιστορία. σίγουρα δεν θα τον θυμόμαστε για κάποιο νομοσχέδιο. Με τον παλιότερο καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, τον Νίκο Κούρκουλο, όταν δημιουργήσαμε την Πειραματική Σκηνή, κάναμε και σκέψεις για τη σωστή εκπαίδευση. Κι αν δεν καταφέραμε να προχωρήσουμε, ήταν γιατί ο Νίκος αρρώστησε. Ως φόρουμ, θέλουμε να τεθούν κάποια πράγματα σε σωστή βάση.

Έχω την αίσθηση ότι βρίσκεστε σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης. Η επιλογή του «Ερωτόκριτου» έχει να κάνει με αυτήν την αναζήτηση;
Είναι μια παιδική μου ανάμνηση ο «Ερωτόκριτος», γιατί τον έχω γνωρίσει μέσα από τη φωνή ενός ανθρώπου που ήταν μέσα στην οικογένειά μου, του Μάνου Κατράκη. Νομίζω ότι τώρα είναι η στιγμή για πολύ μεγάλα πράγματα και για εθνικά παραμύθια, αν μπορώ να το πω έτσι. Ο «Ερωτόκριτος» μιλά για την έννοια της αναγέννησης. Επειδή, λοιπόν, η αναγέννηση σήμερα σημαίνει το μεγάλο ξεκίνημα, σκέφτηκα να μιλήσω όχι γι’ αυτό που βλέπουμε, αλλά γι’ αυτό που θα θέλαμε. Δεν μπορώ να μιλήσω για το πώς ζούμε τώρα, αυτό το κάνει καλύτερα και η τελευταία σελίδα της εφημερίδας. Θέλω να μιλήσω γι’ αυτό που πρέπει να φανταστούμε τώρα για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε ως άνθρωποι και ως λαός. Ο «Ερωτόκριτος» πέρασε δικαίως στο στόμα του λαού, αλλά εγώ δεν το προσεγγίζω μέσα από τη λαϊκή σκέψη – και ο Σαίξπηρ πέρασε στον λαό, αλλά παραμένει η ελίτ του θεάτρου. Για μένα ο «Ερωτόκριτος» ταιριάζει περισσότερο στην τζαζ μουσική παρά στη λύρα. Τον αντιμετωπίζω περισσότερο σαν ένα είδος αφηγηματικού θεάτρου, με το οποίο πειραματίζομαι τα τελευταία δέκα χρόνια. Ξεκίνησα με τη «Νοσταλγό» του Παπαδιαμάντη το 2001, συνέχισα με την παράσταση «Αυτό που δεν τελειώνει» το 2003 στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, μια δραματουργική σύνθεση πάνω στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, με τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι το 2007 και τώρα με τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και τη «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Με αφορά πολύ αυτό το είδος όπου ο υποκριτής είναι και αφηγητής. Πιστεύω ότι στη λογοτεχνία, παράλληλα με τα σύγχρονα έργα, βρίσκεται το μέλλον.

Έχετε διασκευάσει τον «Ερωτόκριτο»;
Έχουμε διασκευάσει κάποια κομμάτια, αλλά το κείμενο ακούγεται στη γλώσσα του πρωτοτύπου. Προσπαθήσαμε να μη μεταφέρουμε απλώς την υπόθεση αλλά και το άρωμα του έργου, που είναι οι εικόνες του.

Τι πρέπει να περιμένουν οι θεατές από τις παραστάσεις σας;
Είναι γνωστό πως δεν με ενδιαφέρουν οι πρωταγωνιστές, αλλά το θέατρο συνόλου. Η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού το διάστημα 2001-2007 αυτό προσπάθησε να περάσει ως νοοτροπία. Και στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, με το οποίο συνεργάζομαι τα τελευταία χρόνια, όλοι οι ηθοποιοί έχουν την ίδια αξία. Όταν ξεκινήσαμε τις πρόβες του «Ερωτόκριτου» κανείς δεν ήξερε ποιος θα παίξει τι. Στο αφηγηματικό θέατρο σημασία δεν έχει τι είσαι αλλά τι κάνεις. Όλοι βρισκόμαστε εκεί από αγάπη και πάθος για τη δουλειά και όχι γιατί κάποιοι θα μας ξεχωρίσουν με βάση το ρόλο. Το μικρότερο πράγμα στη σκηνή μπορεί να έχει τη μεγαλύτερη αξία. σημασία έχει πώς το κάνει κανείς. Στον «Ερωτόκριτο» θα βρεθείτε προ εκπλήξεων. Η παράσταση έχει μια ευρύτερη λογική, μια δική της γλώσσα. δεν την ενδιαφέρει ποιος κάνει την Αρετούσα και ποιος τον Ερωτόκριτο. Στην περίπτωση της «Φόνισσας» η Μπέττυ Αρβανίτη –εξαιρετικός άνθρωπος αλλά και μια καλλιτέχνις που μοιράζεται το παιχνίδι επί ίσοις όροις– ήταν ώριμη να αναμετρηθεί με το έργο και να ερμηνεύσει τον κεντρικό ρόλο. Είναι επιλογή μου να κάνουμε κάτι λιτό, όχι φτηνό. Η αφαίρεση είναι δύσκολη, αλλά σε βοηθά να επικεντρώνεσαι σε σπουδαιότερα πράγματα. Κι ο θεατής σήμερα θέλει μόνο το ουσιώδες, τίποτε άλλο. Αν μας κάνει, λοιπόν, την τιμή το κοινό να έρθει στο θέατρο φέτος, θα έρθει αναζητώντας την ουσία. Κάναμε μια διασκευή με τον Στρατή Πασχάλη στον Παπαδιαμάντη. Κι επειδή και οι δύο ασχολούμαστε θεατρικά με το έργο για πρώτη φορά, προσπαθήσαμε να απογυμνώσουμε το κείμενο από οτιδήποτε αφορά την εποχή και να κρατήσουμε τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την τραγωδία: πώς μια γυναίκα σκοτώνει τα παιδιά της. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Εγώ θα έλεγα τη χώρα μας! Και τα δυο έργα έχουν να πουν πολλά σήμερα. Σε μια εποχή που έχουμε ξεχάσει να ακούμε, ο «Ερωτόκριτος» μας προτρέπει: «Αφουγκραστείτε το λοιπόν!» Ο Παπαδιαμάντης, από την άλλη, είναι η παρηγοριά των αιώνων. Η Ελλάδα χρειάζεται αυτήν τη στιγμή παρηγοριά και αυτογνωσία και ο Παπαδιαμάντης παρέχει και τα δύο γενναιόδωρα. Στη θεατρική μου γλώσσα ο δεύτερος τίτλος της «Φόνισσας» θα μπορούσε να είναι «Έγκλημα και τιμωρία».

Έχει μέλλον η ελληνική δραματουργία;
Υπάρχουν πολλά ελληνικά κείμενα, αλλά λίγα είναι θεατρικά. Έρχεται πάντως μια νέα γενιά που θα αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Πρέπει να κάνουμε λίγη υπομονή και να τους δώσουμε χρόνο και χώρο να τολμήσουν και να κάνουν λάθη, γιατί οι συγγραφείς πρέπει να παίζονται και σε μεγάλες και σε μικρές σκηνές. Χρειάζονται εργαστήρια και στούντιο. Οι Έλληνες συγγραφείς γράφουν ένα έργο, αλλά δεν ζουν από αυτό. κάνουν άλλες δέκα δουλειές για να επιβιώσουν. Οι ξένοι δεν δουλεύουν έτσι. Αν και για μένα αυτό που πρέπει επειγόντως να εισάγουμε είναι η παιδεία, τίποτε άλλο. Να εξάγουμε ταλέντο και να εισάγουμε παιδεία.

Στην πρόσφατη ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Θεάτρου, η καλλιτεχνική κοινότητα συζήτησε έντονα την απουσία της ελληνικής δημιουργίας στο εξωτερικό κι όλοι αποφάνθηκαν ότι χωρίς κρατική στήριξη δεν μπορεί να επιτευχθεί. Εσείς τι πιστεύετε;
Από προσωπική εμπειρία μπορώ να σας πω ότι πέρυσι ο «Θάνατος του Δαντόν» προτάθηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό, αλλά τα πρακτικά και τα οικονομικά θέματα ήταν τεράστια. Φτωχύναμε πολύ ως κράτος! Θα φτάσει όμως η ώρα που θα φανεί κάποιος μαικήνας ο οποίος θα θελήσει να ρισκάρει για τον πολιτισμό και θα βγάλει εκτός συνόρων την ελληνική δημιουργία, όπως συνέβη στη δεκαετία του ’60 με τον Κρίτα.

Τι βλέπετε να αλλάζει στο παγκόσμιο θέατρο;
Σιγά σιγά νιώθω ότι πεθαίνει ο φορμαλισμός, ο οποίος «ξετρέλανε» με τη βολική και εύκολη πρόσληψή του τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μυαλά τις προηγούμενες δεκαετίες. Το θέατρο επιστρέφει στο ουσιώδες. Η φύση του θεάτρου είναι η ανθρώπινη ψυχή και όχι η φόρμα. Ο θεατής σήμερα ψάχνει άλλου είδους αλήθειες, καθαρά ανθρώπινες και ανεπιτήδευτες. Η αυταπάτη του φορμαλισμού τελειώνει. Ακόμα και στην Ελλάδα, που τον ακολουθούμε πολύ, φαίνεται ότι αρχίζει να πιάνει τόπο η νέα τάση. Το θέατρο, άλλωστε, δεν είναι κινητή τηλεφωνία για να λειτουργεί παντού με τον ίδιο τρόπο, κάθε έθνος έχει τους δικούς του ρυθμούς και το θέατρο είναι καθαρά εθνικό προϊόν.

21.11.2011, Κρύου Μαρία «Ο Στάθης Λιβαθινός μιλά στο “α”: Το θέατρο είναι η ανθρώπινη ψυχή και όχι η φόρμα», Aθηνόραμα

 

Για το link πατήστε εδώ