Στάθης Λιβαθινός: Ένας από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες μίλησε στην Α.V.

Μια σύμπτωση. Στην κουβέντα πάνω μου εξομολογήθηκε πως σήμερα κλείνουν 30 χρόνια από το θάνατο του θείου του, Μάνου Κατράκη. Αν το ταλέντο περνάει με το DNA, πολλά εξηγούνται. Γατί είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες μας και μάλιστα αυτός θα εγκαινιάσει το θεσμό «Θέατρο στο Μέγαρο» ανεβάζοντας την παράσταση «Οι γάμοι του Φίγκαρο».

Μια παράσταση προϋποθέτει πως στο μεταξύ έχετε ερωτευθεί το κείμενο;
Πρέπει να είσαι έτοιμος για να υπάρξει ερωτική σχέση μ’ ένα κείμενο. Όπως και στον έρωτα, μετράει πολύ ποια στιγμή θα σε συναντήσει ένα έργο. Έχει συμβεί να με αγγίξει κείμενο, αλλά όταν στην πορεία φεύγει από το μυαλό μου, αντιλαμβάνομαι πως η αντίδραση ήταν επιδερμική. Η προσωπική επαφή δημιουργείται περισσότερο μέσω μιας υποσυνείδητης διαδικασίας. Προσωπικά δεν βλέπω τόσο έργα όσο θέματα. Την αφήγηση ενός έργου τη χρησιμοποιώ ως όχημα προκειμένου να τονίσω κάποιες φλέβες του, που νομίζω εκείνη τη στιγμή πρέπει να ακουστούν. Το πιο δύσκολο για ένα σκηνοθέτη είναι να συμπέσει με την εποχή του και ακόμα καλύτερα να την προβλέψει. Δεν είναι πάντοτε εύκολο. Επιπλέον, θέλω ένα έργο να δίνει την ευκαιρία να αναδειχθούν πλευρές των συνεργατών μου μ’ έναν καινούργιο τρόπο• να μου δίνει την ευκαιρία να πω με ωραίο τρόπο κάτι που έχει ανάγκη η εποχή – τότε μόνο γίνεται βαθύτερη η σχέση.

Το γεγονός πως δεν έχετε δικό σας θέατρο επηρεάζει την επιλογή των έργων;
Μπορεί να δούλεψα εξαιρετικά στο Πορεία, την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και στο Οδού Κεφαλληνίας, αλλά δεν ήταν το δικό μου θέατρο και πιστεύω πολύ στο Θέατρο-Εστία. Ένα μέρος όπου οι άνθρωποι έχουν μια βαθύτερη συνομιλία και μπορούν να τολμήσουν, όπου ζουν γι’ αυτό, τους συνδέει ένα όραμα και μια ανάγκη και δεν είναι περιστασιακή η συνύπαρξή τους. Το περιστασιακό προσωπικά δεν με αντιπροσωπεύει. Οπότε μ’ αυτή την έννοια, ναι.

Το Μέγαρο έχει μια συγκεκριμένη ταυτότητα ως χώρος. Επιδρά αυτό στον τρόπο που θα σκηνοθετήσετε;
Δεν το λαμβάνω καθόλου υπόψη. Μ’ ενδιαφέρει το κοινό που έρχεται να δει τις δουλειές μου. Αυτό θα έρθει και θα εξακολουθήσει να έρχεται εάν και εφόσον έχω κάτι να του πω. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει όταν ανεβάζω μια παράσταση είναι να στείλω ένα μήνυμα προς το κοινό. Και έχει να κάνει με απλά πράγματα: τι να θυμούνται το πρωί, τι δεν πρέπει να ξεχνάνε, πώς πρέπει να είναι γενικότερα. Εσύ πρέπει να είσαι ένας καλός ενδιάμεσος. Ο χώρος παίζει δευτερεύοντα ρόλο.

«Οι γάμοι του Φίγκαρο» πώς προέκυψαν;
Ήταν μια πρόταση από το Μέγαρο να σκηνοθετήσω την πρώτη παράσταση που εγκαινιάζει το θεσμό «Θέατρο στο Μέγαρο». Το έργο ήταν καθαρά δική μου επιλογή. Βρίσκομαι σε μια διαδικασία επιστροφής στη σχετιζόμενη με τις απαρχές του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου δραματουργία, με την οποία δεν έχω ασχοληθεί μέχρι σήμερα. Είναι ένα έργο που η όπερα έχει καθορίσει τη μοίρα του με τη θεϊκή μουσική του Μότσαρτ. Όμως και το ίδιο το έργο του Μπομαρσέ έχει τεράστια αξία. Μ’ ενδιαφέρει αυτό που δείχνει. Την επιμονή των ανθρώπων να κυνηγούν την προσωπική τους ευτυχία σε μια εποχή τόσο ταραγμένη από αντιθέσεις και επαναστάσεις. Είμαι σε μια φάση αναζητήσεων στο έργο.

Τι κάνει ν’ αντέχει ένα έργο τόσο χρόνια;
Είτε έχει ένα διαχρονικό θέμα είτε δίνει την ευκαιρία σε σκηνοθέτη και ηθοποιούς να αποκαλύψουν κάτι στο επάγγελμά τους. Το «μπορεί ν’ αντέξει στο χρόνο» με ιντριγκάρει γιατί έρχεται ενάντια στη θεατρική σύμβαση. Το θέατρο είναι κάτι το εφήμερο, οι παραστάσεις κάποτε τελειώνουν και χάνονται στο πέρασμα του χρόνου. Όταν επιλέγουμε έργα πιστεύουμε πως μας αρέσουν, αλλά πολλές φορές αποδεικνύεται πως δεν αφορούν κανέναν. Προσωπικά έχω αποφασίσει πως σε αυτή τη φάση της ζωής μου θέλω να ασχολούμαι με τα κλασικά κείμενα γιατί εκεί βρίσκω κάτι σημερινό και αυριανό ταυτόχρονα. Μπορείς εκεί να δοκιμάσεις πολλούς σύγχρονους τρόπος έκφρασης χωρίς να φοβηθείς.

Ποιο είναι το σημείο που λέτε «τέλος», η παράσταση είναι έτοιμη να ανέβει;
Μόλις έχω επιστρέψει από την Ισπανία, όπου παρουσίασα την Ιλιάδα. Εκεί είδα πάρα πολλή ζωγραφική μεταξύ αυτών και Πικάσο, που όσο και αν ακούγεται μπανάλ, είναι ο αγαπημένος μου. Είδα τι έκανε στα επτά του, στα δεκαεπτά του και στα εβδομήντα πέντε του. Κατάλαβα πόσα λίγα πράγματα πραγματοποιούμε σε σχέση με αυτά που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Το τι σημαίνει να είναι κανείς μοναδικός στη δουλειά του. Τον αναφέρω γιατί θέλω να θαυμάζω και να μένω με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος. Αυτό είναι η μία πλευρά. Η άλλη έχει να κάνει με το ότι εγώ στη ζωή μου είχα την τύχη να έχω πάρα πολύ καλούς δασκάλους. Όλοι αυτοί μου έμαθαν να είμαι συγκρατημένος και να βλέπω μέχρι πού μπορεί να φτάσει κανείς. Μου έμαθαν το μέτρο σύγκρισης. Το θέμα είναι όμως πως παρακολουθώντας καθημερινά τη δουλειά μου βλέπω μόνο λάθη, και εξαιτίας της τελειομανίας χάνεις το καθαρό βλέμμα. Ο σκηνοθέτης πρέπει να έχει πολύ κρύα μύτη και πολύ ζεστή καρδιά. Γενικά δεν ευχαριστιέμαι εύκολα και προσπαθώ απλά να γίνω μέρος ενός ατελούς πράγματος μαζί με ανθρώπους που πίστεψαν σ’ εμένα και ανεβαίνουν στη σκηνή να κάνουν κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο. Έτσι, συνεχώς νομίζω πως μπορώ να βελτιώσω κάτι, όμως στην τελική μπορεί να πρόκειται για ψευδαίσθηση.

Μήπως χαϊδεύετε έτσι το ναρκισσισμό σας;
Μπορεί. Υπάρχουν όμως στιγμές που νιώθω πως αυτό που βλέπω είναι πάρα πολύ κοντά σ’ αυτό που είχα στο μυαλό μου ή ακόμα καλύτερα πως το κοινό το εισπράττει. Η πραγματική μαεστρία του σκηνοθέτη είναι να συμβαίνει στην πλατεία ό,τι αυτός ήθελε να συμβεί στην πρόβα. Πολλές φορές αυτό που συμβαίνει κάτω δεν συμφωνεί με τις προθέσεις μας. Φανταστείτε το κοινό να κλαίει εκεί που ήθελες να γελάει ή και το αντίστροφο. Προσωπικά ερήμην κοινού, αυτού του πολυκέφαλου τέρατος όπως το έλεγε η Ελεονώρα Ντούζε, μέχρι σήμερα δεν δουλεύω. Δουλεύω μόνο γι’ αυτό.

Αν την προηγούμενη ημέρα δηλαδή μείνετε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, και την επομένη το κοινό δεν αντιδράσει με τον τρόπο που θα θέλατε, αλλάζει η γνώμη σας;
Όλη μας η ζωή περνάει στο «πρόβα, αγάπη μου». Όταν τελειώσουν οι πρόβες και αρχίζει η παράσταση στη θέση μου κάθεται ένας άγνωστος ή μια άγνωστη κυρία. Εγώ κρύβομαι και παρακολουθώ τις αντιδράσεις στο πρόσωπό του, στο πρόσωπο κάθε θεατή. Εκεί είναι η παράσταση, στο βλέμμα του κοινού. Αρχίζοντας η παράσταση μ’ έναν τρόπο ο σκηνοθέτης έχει αποχωρήσει και δεν μπορεί πια να τη σταματήσει – είναι η κατάρα και το μεγαλείο του θεάτρου. Εκεί καταλαβαίνεις πραγματικά τι και πώς το έκανες, αλλά και παρακολουθείς να συμβαίνουν μερικά θαύματα που φυτρώνουν από τη σπορά που έχεις ρίξει στην ψυχή των ηθοποιών σου. Παρουσία του κοινού παρακολουθείς μια μεταμόρφωση του ηθοποιού: αλλάζουν οι παλμοί της καρδιάς του, το χρώμα του… μια ουσιαστική αλλαγή συμβαίνει που μέχρι ενός σημείου εσύ είσαι ο υπεύθυνος γι’ αυτή, αλλά δεν ξέρεις και πού θα καταλήξει. Πάντως, σε σχέση με το κοινό, μπορεί να νομίζεις πως έχεις προβλέψει τις αντιδράσεις του, μπορεί να τις έχεις ευχηθεί, αλλά να ξέρεις εκ των προτέρων τις αντιδράσεις του δεν γίνεται. Ποιος ξέρει, ίσως το κατορθώσει μια μελλοντική επιστήμη, αυτή της κοινολογίας. (γελάει)

Οι συνεργάτες σας ποιο θεωρούν το μεγαλύτερο ελάττωμά σας ως σκηνοθέτη; Φωνάζετε; Είστε ένα μικρός δικτάτορας;
Όχι, δεν φωνάζω, αλλά και οι συνεργάτες μου δεν έτυχε να μου επισημάνουν κάτι. Ο σκηνοθέτης είναι ένα ον που χρειάζεται τεράστια βούληση και ακόμα περισσότερο υπομονή. Προσωπικά θέλω οι άνθρωποι που δουλεύουν μαζί μου να πείθονται γι’ αυτό που κάνουν και να το υιοθετούν σαν να είναι πραγματικά δικό τους.

Δεν εμπεριέχει τους κινδύνους της «επανάληψης» το να έχεις μόνιμους συνεργάτες;
Ισχύει και έχει τις δυσκολίες του. Δουλεύοντας όμως με μια δημιουργική ομάδα έχεις την πρόκληση να φέρνεις συνεχώς καινούργιες ιδέες προκειμένου αυτό το θηρίο να μη σε καταπιεί, αλλά και να γλιτώσεις από την πλήξη. Είναι ένα ορυχείο που πρέπει συνεχώς βαθύτερα να σκάβεις, γιατί ήδη έχεις βγάλει στην επιφάνεια πολλούς από τους θησαυρούς που κρύβει. Όταν συνεργάζομαι με περιστασιακούς ηθοποιούς αφιερώνω χρόνο της δουλειάς μου προκειμένου να τους γνωρίσω καλύτερα ως ανθρώπους. Πρώτα μ’ ενδιαφέρει με ποιους δουλεύω και έπειτα τι θα κάνω μαζί τους. Προσπαθώ πάντα να συνδυάσω την προσωπικότητα ενός ηθοποιού με την ερμηνεία.

Παίξατε την «Ιλιάδα» έξω και μάλιστα με τεράστια επιτυχία. Πώς ξεπερνιέται το πρόβλημα της γλώσσας;
Η θεατρική γλώσσα είναι διεθνής και μπορείς να καταλάβεις πότε υπάρχει ψέμα στη σκηνή και πότε αλήθεια. Γιατί υπάρχει η ανθρώπινη συμπεριφορά και ευτυχώς μπορείς να την κατανοήσεις κι ας μη γνωρίζεις τη γλώσσα. Πονάει, λυπάται, απελπίζεται, χαίρεται, πεθαίνει ο άνθρωπος με τον ίδιο τρόπο. Βέβαια, στην περίπτωση της Ιλιάδας οι θεατές γνώριζαν το μύθο. Πρέπει πάντως να διευκρινίσω πως ο Τρωικός μύθος μπερδεύεται συχνά με τον Ιλιαδικό πόλεμο, όπως τον λέει εύστοχα ο Μαρωνίτης. Ο Τρωικός πόλεμος κράτησε 10 χρόνια και ο Ιλιαδικός πόλεμος 4 ημέρες.

Πόσο εύκολο είναι να περάσετε από την Ιλιάδα στους Γάμους;
Χρειάζεται μεγάλη εσωτερική προσπάθεια. Γιατί δεν μπορείς να βγεις από τα έργα του Ομήρου, ή όποιου τα σκάρωσε – μόνο τα έργα του Σέξπιρ μπορώ να τα συγκρίνω με αυτά. Μπαίνεις μέσα στα έργα και μένεις μια ολόκληρη ζωή! Η Ιλιάδα περιλαμβάνει 250 θανάτους – το πιο αμερικάνικο σπλάτερ είναι παιδική χαρά μπροστά της. Σου περιγράφει το πώς συνέβη κάθε θάνατος, αλλά ένα από τα πιο συγκλονιστικά στοιχεία της είναι πως κάθε ανώνυμος στρατιώτης αποκτάει την ώρα του θανάτου του όνομα. Όταν κάποιος εκτιμάει τη ζωή και το δείχνει έτσι, αποκλείεται να μη σου αλλάξει τη ζωή και τον τρόπο που έχεις μάθει να βλέπεις. Αν όχι τη ζωή, τουλάχιστον την τέχνη. Το μεγάλο προσόν του Ομήρου είναι πως είναι μεγαλειώδης ακόμα και από την πρώτη ανάγνωση – από το πρώτο επίπεδο. Επιπλέον είναι πάρα πολύ ρεαλιστής, πέρα απ’ ό,τι πρόβλεψε και την εξέλιξη του ελληνισμού…

Και την κρίση;
Απόλυτα. Πρόβλεψε πως αυτοί που ζουν εδώ θα ζουν σε εμφυλιακή κατάσταση στο διηνεκές! Διότι ξεκινάει την Ιλιάδα με τη σύγκρουση δύο ανδρών για μια γυναίκα, και μάλιστα σταματάει ο πόλεμος για να αρχίσει μια εμφυλιακή σύγκρουση.

04.11.2015, Μαστρογιαννίτης Δημήτρης «Στάθης Λιβαθινός: Ένας από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες μίλησε στην Α.V.», www.athensvoice.gr

 

Για το link πατήστε εδώ