Στάθης Λιβαθινός: Οι αποτυχίες περιμένουν στη γωνιά ευτυχώς

Μάλλον θ’ αστειεύεται! Γιατί, μέχρι τώρα, μόνο επιτυχίες έχει εγγράψει. Τέλος πάντων, ο άνθρωπος μπορεί να ελπίζει… Κι ο Στάθης Λιβαθινός κουβαλάει αρκετές ελπίδες στη βαλίτσα του. Κι έναν σεξπιρικό «Αγάπης αγώνας άγονο». Αυτός, ένας γόνιμος σκηνοθέτης.

Μέσα σε λίγα χρόνια αναδείχθηκε σ’ έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στο θέατρο. Τ’ όνομά του συνδέθηκε με παραστάσεις που συζητήθηκαν («Το κτήνος στο φεγγάρι», «Μια πιθανή συνάντηση», «Ρομαντικοί», «Οικόπεδα με θέα») και σχεδόν καθόλου με συνεντεύξεις του… Φέτος δίδαξε στους μετεκπαιδευμένους ηθοποιούς στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Το Εθνικό Θέατρο φρόντισε να τον αξιοποιήσει, αναθέτοντάς του τη διεύθυνση της Πειραματικής Σκηνής.

Ρωσοσπουδαγμένος, συνηθισμένος να δουλεύει αθόρυβα και αποτελεσματικά, ο Στάθης Λιβαθινός προετοιμάζει τώρα τη δημιουργία της Ακαδημίας Σκηνοθεσίας Θεάτρου και σκηνοθετεί το έργο του Σέξπιρ «Αγάπης Αγώνας Άγονος».

Πώς έγινε το προξενιό για το «γάμο» σας με την Πειραματική Σκηνή;
«Δεν είχα συνεργαστεί στο παρελθόν. Ούτε περίμενα να μου ανατεθεί η διεύθυνσή της. Μίλησα στο Νίκο Κούρκουλο γι’ αυτό που με ενδιαφέρει: την ίδρυση μιας Ακαδημίας Σκηνοθεσίας Θεάτρου. Με άκουσε με προσοχή. Δεν φείδεται εμπιστοσύνης. Μου πρόσφερε την ευκαιρία να δοκιμάσω στην πράξη τα σχέδιά μου».

Δεν σας τρόμαξε το Εθνικό «βάρος» του Τσίλερ;
«Δεν άφησα να με κυριεύσει τρόμος. Απορροφήθηκα απ’ την δουλειά. Ξεκινήσαμε με τους συνεργάτες το Εργαστήρι Σκηνοθεσίας και Υποκριτικής, που αποτελεί το πρώτο βήμα για τη δημιουργία Ακαδημίας. Οι σπουδαστές, απόφοιτοι διαφόρων σχολών, επαγγελματίες του θεάτρου, δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ, εκπαιδεύονται χωρίς αμοιβή. Από τους 30 συμμετέχοντες, κανείς δεν διέκοψε αυτούς τους έξι μήνες».

Έχετε καλέσει και ρώσους εκπαιδευτές.
«Την καθηγήτρια σκηνικού λόγου στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας Ιρίνα Πρόμποβα και τον καθηγητή σκηνικής κίνησης Αντρέι Αλεξέγεβιτς Στσούκιν. Μαζί μας δουλεύουν εξαιρετικοί συνεργάτες, όπως ο Δημήτρης Ήμελλος, ο συνθέτης Θόδωρος Αμπατζής, η χορογράφος Μαριέλλα Νέστορα».

Με ποια κριτήρια θα παραχωρείτε τη Σκηνή της Πειραματικής; Οι πάντες στο θέατρο έχουν να καταθέσουν προτάσεις.
«Είναι σημαντικό να δίνεις ευκαιρίες διακινδυνεύοντας, όπως άλλοι διακινδύνευσαν κάποτε με μένα. Θέλω να φανώ προνοητικός, γενναιόδωρος και προστατευτικός. Δεν περιμένω να έρθουν. Θα τους πιάσω από το μανίκι… Θα ρισκάρω, με τη σειρά μου, προτείνοντας».

Και τώρα «Αγάπης Αγώνας Άγονος».
«Παίζεται σε μια εξαιρετική μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, την πρώτη που αποδεικνύει ότι ο Σέξπιρ υπήρξε ποιητής. Το έργο, μια ιδιόρρυθμη δραματική κωμωδία, ανεβαίνει σ’ ένα ποσοστό 80% σε ομοιοκαταληξία, μια εξαιρετική άσκηση της γλώσσας. Το θέμα του αφορά όλους εκείνους τους μονομανείς, υπενθυμίζοντάς τους ότι δεν πρέπει να χάσουν τη σχέση του με την πραγματική ζωή».

Το θέατρο σας απασχολεί με τρόπο αυστηρό, σχεδόν ευλαβικό.
«Επειδή συνδέεται με πορείες μοναχικών ανθρώπων και συχνά με τη σιωπή. Όλα όσα το συνθέτουν, άνθρωποι, έργα, προσπάθειες, γίνονται τόπος εξομολόγησης ανθρωπίνων παθών. Είναι ο χώρος όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει το ανθρώπινο είδος: το σώμα, τη φωνή, την πνευματική ικανότητα, το ταλέντο να κάνει ορατά τα αόρατα. Δεν είναι τυχαίο που λέμε ″παίζω″ στο θέατρο. Το ″παιχνίδι″ δεν κρίνεται στο ″τι″ αλλά στο ″πώς″. Θα έλεγα πως το έργο δεν υπάρχει. Λειτουργεί ως αφετηρία για να ξεκινήσει μια ζωντανή, γόνιμη επικοινωνία».

Οι παραστάσεις σας έχουν αποσπάσει επαίνους, γνώρισαν καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία.
«Οι αποτυχίες περιμένουν στη γωνία, ευτυχώς… Πρέπει να έρθουν, για να πάρεις πλήρη τα μαθήματα της ζωής. Ό,τι έχω πετύχει είναι ελάχιστο μπροστά σ’ αυτά που είχα την τύχη να γνωρίσω στο θέατρο».

Σε ποια κυρίως μέσα στηρίζεστε όταν σκηνοθετείτε;
«Υπηρετώ αυτή τη εργασία μέσω της πίστης μου σε κάποιους ανθρώπους. Πώς; Όπως αναπνέεις, χωρίς να σκέφτεσαι το πώς και το γιατί. Κάθε φορά οφείλεις να δημιουργείς τα πράγματα απ’ την αρχή. Η σκηνοθεσία, μια μοναχική πορεία, έχει χαρακτήρα δαιμονικό αλλά και απίστευτα ανθρωπιστικό. Σκηνοθεσία δεν είναι οι οδηγίες. Χρησιμότερο απ’ την υποτιθέμενη καθοδήγηση είναι να αφαιρείς τα εμπόδια στο δρόμο των ηθοποιών, να τους δημιουργείς ζωτικό χώρο».

Πώς διαχειρίζεστε τυχόν συγκρούσεις;
«Χωρίς σύγκρουση δεν υπάρχει βίος, εκτός κι αν πρόκειται για βίο αγίου… Το ζήτημα είναι ο σκοπός και η ποιότητας της διαφωνίας. Οι καλές προθέσεις είναι η φτωχότερη προίκα που μπορεί να φέρει κανείς στο θέατρο και εξαντλούνται στην πρώτη ανάγνωση».

Εν τω μεταξύ η ζωή «έξω» τρέχει…
«Δεν πιστεύω στις κλειστές πόρτες του θεάτρου στο όνομα της περισυλλογής. Παρασύρεσαι στην αποξένωση από τη ζωή και μοιραία από το ίδιο το θέατρο. Πρέπει η μία πόρτα, αυτή με τη θεά προς τα «έξω», να μείνει ανοιχτή και η άλλη κλειστή, για να συγκεντρώνεσαι. Άλλωστε παντού υπάρχουν μικροί ήρωες που αναζητούν ″συγγραφέα″. Να τους γνωρίσεις, να τους καταλάβεις, να τους αντιγράψεις».

Όλα για σας καταλήγουν στο θέατρο;
«Μα στο θέατρο με οδηγεί η ζωή. Ό,τι ενδιαφέρον παρατηρείς γύρω σου θέλεις να το διηγηθείς να το μοιραστείς με συνενόχους. Ξέρετε, η τιμωρία του καλλιτέχνη είναι η ανάγκη του για αποδοχή. Το γνωστό ως ″ψώνιο″, ο έγκλειστος που δουλεύει για ν’ αλλάξει τον κόσμο, είναι μια μεγάλη αντίφαση που πάνω της ο άνθρωπος του θεάτρου ξοδεύει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Η άλλη επιλογή που έχει να δει τη τέχνη απλώς ως μέσον για την ποιότητα της ζωής του. Ένα παιχνίδι που δεν το έχω κερδίσει γιατί δεν έχω παίξει ακόμα. Η μοναξιά, η απομόνωση είναι πολύ σκληρό πράγμα».

Πώς βρεθήκατε να σπουδάζετε στη Μόσχα;
«Το 1984, με τη μεσολάβηση του θείου μου, του Μάνου Κατράκη, πήγα να σπουδάσω, με υποτροφία, σκηνοθεσία στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας. Ένας Ισπανός κι εγώ ήμαστε οι μοναδικοί Ευρωπαίοι, μιας και το πέρασμα τα των συνόρων εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο ζήτημα».

Δύσκολοι οι ρωσικοί «χειμώνες»;
«Μεγάλα διαστήματα ζούσα με δύο μπουκάλια γάλα κι ένα καρότο την ημέρα. Ήρθα αντιμέτωπος με μια διαφορετική κουλτούρα, αλλά όταν οι άνθρωποι έρχονται κοντά, δεν μπορούν παρά να αναπτύξουν σχέσεις συγγενικές. Οι κοινές εμπειρίες σπάνε τα σύνορα και η εθνική γλώσσα δεν αποτελεί εμπόδιο».

Έξι χρόνια στο θεατρικό «Θιβέτ»…
«Το Ινστιτούτο Θεάτρου, ήταν και ακόμα παραμένει, για κάποιους ένα είδος ″Ιερατικής Σχολής″. Οι Ρώσοι ανοίγονται σιγά σιγά. Σου παραδίδονται σταδιακά, αλλά για πάντα. Όπως έλεγε ο Τσέχωφ, αποδίδοντας το κλειδί της αφοσίωσης της ρωσίδας γυναίκας προς τον άντρα: ″Στην αρχή τον λυπήθηκε και μετά τον αγάπησε″».

Ασκήσεις ψυχής;
«Ασκήσεις ψυχής είναι όλα. Μη νομίζετε πως τα σημαντικά πράγματα στην τέχνη γίνονται χάριν της παιδείας, της γνώσης. Αυτή που ασκείται καθημερινά, μαζί με την όποια τεχνική, είναι η ψυχή. Συνέτρωγα πριν από μέρες μ’ έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς στον κόσμο. Ο ρώσος πιανίστας μου έδωσε ένα σπάνιο μάθημα για το θέατρο. Μιλώντας για τη μουσική, άπλωσε κάποια στιγμή τα χέρια λέγοντας: ″Κοιτάξτε τα δάχτυλά μου. Σκεφτείτε απλωμένα δισεκατομμύρια δάχτυλα που υπάρχουν σ’ όλο το πλανήτη. Και είναι διαφορετικά″. Έτσι είναι και η ανθρώπινη ψυχή. Μοναδική και ανεπανάληπτη. Αυτό το πεδίο του θεάτρου. Άγνωστοι άνθρωποι κάθε φορά, καινούργια υλικά που, αν σκύψεις και τα γνωρίσεις, κρατούν τη ζωή σου σε διαρκή ένταση».

Ζήσατε τα προεόρτια της σοβιετικής κατάρρευσης.
«Σαν να μπήκα σε μια παράσταση όταν παιζόταν το φινάλε. Ένα τέλος τραγικό και διαρκείας. Αν ζούσατε εκεί, θα βλέπατε ότι δεν πήγαινε παραπέρα. Οι πολιτικές συγκυρίες έκαναν, κι αυτό δεν είναι λίγο, την τέχνη προσιτή στο λαό. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι τα περισσότερα απ’ όσα θαυμάζουμε στο ρωσικό πολιτισμό κάποτε υπήρξαν απαγορευμένα. Αυτό που εισπράξαμε εμείς στην Ευρώπη ως θέατρο Στανισλάβσκι δεν μας ήρθε από τη Ρωσία αλλά μέσω της Αμερικής. Η παιδεία του ρώσου θεατή ήταν πάντα ένα σημαντικό στοιχείο. Τώρα, μετά τη ″μακντοναλντοποίηση″, έχουν αλλάξει τα πράγματα».

Το ελληνικό κοινό είναι εκπαιδευμένο;
«Στο θέατρο δεν πρέπει να πλήττει κανείς. Παρακολουθώ τις παραστάσεις μου. Θέλω να παρατηρώ τα πρόσωπα των θεατών όταν μπαίνουν, όταν βγαίνουν, τις αντιδράσεις τους στη διάρκεια της παράστασης. Ξέρετε, η δουλειά του σκηνοθέτη ολοκληρώνεται όταν εκείνος φεύγει απ’ τα καθίσματα και τη θέση του παίρνουν άνθρωποι με εισιτήριο. Αυτοί έχουν τον τελικό λόγο. Εσύ μπορεί να νομίζεις ότι το κοινό ανταποκρίνεται, ενθουσιάζεται, συγκινείται κι αυτοί να φυλλομετρούν το πρόγραμμα, να χαζεύουν το σκηνικό, το διπλανό τους και, ακόμη χειροτέρα, το ρολόι».

Νιώσατε ποτέ τέτοια πίκρα;
«Κατά κάποιον τρόπο. Θυμάμαι σε μια παράσταση των ″Ρομαντικών″ μια κυρία που δυσανασχετούσε κάθε φορά που το κοινό γελούσε. Κοιτούσε μ’ έναν τρόπο σαν να τους επέπληττε. Ξέχασα όλα τα πρόσωπα των ενθουσιασμένων θεατών και κράτησα την εικόνα αυτής της γυναίκας που έμοιαζε να μην έχει καταλάβει τίποτα».

Τι σκεφτήκατε;
«Στην αρχή ένιωσα αντιπάθεια. Μετά άρχισα να την κατανοώ. Και μετά άρχισα να ταυτίζομαι… Μήπως έχει δίκιο; Μήπως βλέπει κάτι που μου διαφεύγει; Όσο κι αν ακούγεται αστείο, δεν πρέπει να υποτιμάς τέτοιες διαθέσεις, γιατί ίσως βασίζονται σε κάτι βαθύτερα ανατρεπτικό και αληθινό».

28.04.2002, Μαρίνου Έφη «Στάθης Λιβαθινός: Οι αποτυχίες περιμένουν στη γωνία, ευτυχώς», Έψιλον – Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία,