«Στάθης Λιβαθινός: Αντιγόνη σήμερα είναι η νεολαία της κρίσης»

Λίγο πριν παρουσιάσει στην Επίδαυρο την τραγωδία του Σοφοκλή, ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου μιλά για την αντιστοιχία του έργου με τη σύγχρονη εποχή, για τα σχέδιά του για το θέατρο και για την παιδεία ως άμυνα στον διχασμό.

Ίσως να μην είναι η πρώτη φορά που τρεις γενιές εκλεκτών ηθοποιών πρωταγωνιστούν σε μια παράσταση, είναι όμως η πρώτη φορά που η παράσταση αυτή αποτελεί συμπαραγωγή τριών κρατικών θεάτρων: του Εθνικού, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου. Λίγο καιρό αφότου ανακοίνωσε τον νέο προγραμματισμό της πρώτης κρατικής μας σκηνής, ο Στάθης Λιβαθινός μιλά στην «Ε» για την παράσταση της «Αντιγόνης», που θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Πέμπτη στους Δελφούς, στις 15 και 16 Ιουλίου, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και έπειτα στην Αττική και την περιφέρεια.

Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω αν ο διευθυντής του Εθνικού βρίσκει αντιστοιχίες του έργου με τη σημερινή εποχή. «Βρίσκω άμεση σχέση της θυσίας που υφίσταται η Αντιγόνη με τη θυσία στην οποία υποχρεώνεται η νέα γενιά στην εποχή της κρίσης», λέει. «Η Αντιγόνη συνομιλεί με την αλήθεια, που μπορεί να είναι υπαρξιακή, ερωτική, θρησκευτική, είναι, πάντως, ο δρόμος προς τη ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και με τους νέους σήμερα. Και κανείς δεν έχει δικαίωμα να υποχρεώσει μια ολόκληρη γενιά να μπει στο περιθώριο».

Για τον ίδιο, η Αντιγόνη «δεν είναι καμιά έμπειρη αγωνίστρια. Η ανωτερότητα και η βαθιά, ανθρώπινη πνευματικότητά της δεν επενδύεται σε μια επαναστατική παντιέρα Αγνοεί και η ίδια το τίμημα του προσωπικού της δίκιου. Αντίθετα είναι πολύ σημαντική η αντιηρωική της πλευρά: μεγαλώνει στα μάτια μας μέσα από τις αδυναμίες και την απειρία που έχει στη ζωή. Αλλ’ αυτό ακριβώς με γοητεύει: Η εξιδανίκευση δεν ωφελεί την τραγωδία, ο εξανθρωπισμός την ωφελεί. Δεν με ενδιαφέρει να πλησιάσω μια τέλεια ηρωίδα, αλλά έναν ατελή άνθρωπο σε μια οριακή στιγμή και έτσι μπορώ να ταυτιστώ μαζί του».

Θα ήταν εύκολο να προεκτείνει κανείς τη μεταφορά ταυτίζοντας και τον άτεγκτο Κρέοντα με πολιτικές της σύγχρονης ζωής. «Βρίσκω και εδώ αντιστοιχίες με το σήμερα, αλλά ο Κρέων δεν είναι ο κακός της ιστορίας», διευκρινίζει, ωστόσο, ο Σ. Λιβαθινός. «Παραλαμβάνει μια χωρά που κόντεψε να καταστραφεί και δεν θέλει να επαναλάβει τα παλιά λάθη. Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι θέλει το καλό της πατρίδας του. Ο τρόπος που το επιδιώκει αυτό είναι το δράμα του».

Η παράσταση, λέει ο ίδιος, «θα έχει πολλά σύγχρονα στοιχεία, όμως χωρίς έμμονη σε αυτά. Δεν έχω το άγχος να μην πει κανείς ότι δεν είμαστε αρκετά σύγχρονοι. Σίγουρα τονίζουμε το γεγονός ότι σε αυτό το έργο πεθαίνουν νέοι άνθρωποι. Και ανάμεσα τους βάζω και την Ειρήνη, που πεθαίνει πνευματικά από την αδυναμία της να συμμετέχει σε κάτι σημαντικό. Αυτή η τραγωδία που έθεσε πρωταρχικά το θέμα του νόμιμου και του ηθικού, είναι η τραγωδία των νέων ανθρώπων».

Ταυτισμένος για χρόνια με την Πειραματική Σκηνή, με την ίδια τη θεατρική τόλμη εντός και εκτός Εθνικού, ο Σ. Λιβαθινός προλόγισε την αναγγελία του νέου προγραμματισμού του θεάτρου με μια ρήση της κορυφαίας Γαλλίδας σκηνοθέτριας Αριάν Μνουσκίν. «Η ουτοπία δεν είναι αυτό που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά αυτό που δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα». «Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι οι κλασικές παραστάσεις πρέπει να είναι η σταθερά μας και ίσως πλάι να έχουμε κάποια παιδιά με τα κουβαδάκια τους για να κάνουν μερικές τρέλες», λέει ο ίδιος. «Εγώ αρνούμαι αυτή την αντίληψη για το θέατρο. Άλλωστε στην Ελλάδα και τα αυτονόητα γίνονται μερικές φορές στο όριο του πειραματισμού. Η Πειραματική ξεκίνησε πολύ δυνατά όμως και οι άλλες σκηνές μας θα έχουν στοιχεία διαφοροποίησης. Ένα Εθνικό Θέατρο πρέπει να μπορεί κάθε φορά να μας σκουντάει».

Πολλοί πιστεύουν ότι «Η ισορροπία του Nash», η παράσταση της Πηγής Δημητρακοπούλου που περιέλαβε και κείμενα του Σάββα Ξηρού, μας σκούντηξε άγαρμπα. «Αυτή η ιστορία ακόμα και όπως εξελίχθηκε ήταν ένα μεγάλο κέρδος για όλους μας», επιμένει ο διευθυντής του Εθνικού. «Θέσαμε κάποια θέματα και θα το κάνουμε ξανά. Και ο λόγος που αποφάσισα σε εκείνη την επώδυνη στιγμή να κατέβει η παράσταση είχε να κάνει με τον κανιβαλισμό από διάφορα μέσα καθώς και με τον πόνο που φάνηκε ότι προξενήσαμε σε συγγενείς των θυμάτων της τρομοκρατίας. Με σόκαρε πάντως, που πολλοί ήθελαν να λογοδοτήσω με κομματικά κριτήρια με τα οποία δεν ταυτίστηκα ποτέ. Ήταν μάλιστα εντυπωσιακό πως ούτε από αριστερά ούτε από δεξιά είχαμε υποστήριξη. Όμως, είχαμε την υποστήριξη πολλών ανεξάρτητων, ελεύθερων ανθρώπων».

Αν του έφερναν ένα θεατρικό έργο που καταφέρεται εναντίον του φασισμού, χρησιμοποιώντας, όμως, αυτήν τη φορά, και κείμενα του δολοφόνου του Παύλου Φύσσα, θα το διάβαζε;

«Θα διάβαζα τα πάντα!», απαντά. «Ο Χίτλερ υπήρξε ο χειρότερος δολοφόνος της Ιστορίας και κείμενά του έχουν χρησιμοποιηθεί σε παραστάσεις που παίχτηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Το θέμα είναι πώς και γιατί χρησιμοποιείς τέτοια κείμενα. Κανένα θέμα δεν είναι απαγορευμένο για το Εθνικό Θέατρο, εφόσον είναι αληθινό, απασχολεί την κοινωνία και τίθεται με βαθιά καλλιτεχνικό τρόπο. Τίποτα δεν απαγορεύεται, τίποτα δεν λογοκρίνεται».

Συγκρουσιακές τάσεις

Ο διάλογος γύρω από την «Ισορροπία του Nash» γλίστρησε γρήγορα στο επίπεδο της κομματικής διαμάχης. Γιατί, πιστεύει ο ίδιος, είμαστε πάντα τόσο έτοιμοι για τον διχασμό;

«Ο διχασμός μας καταγράφεται ήδη από την “Iλιάδα”. Είμαστε μια κοινωνία διχασμένη από τη γέννησή της. Ενωθήκαμε σε σπάνιες στιγμές θαυματουργώντας. Και, ακριβώς επειδή θαυματουργούμε, αποφεύγουμε να ενωθούμε! Είμαστε μια κοινωνία που υμνεί τον αυτοσχεδιασμό ως τρόπο ύπαρξης. Ζηλεύω το πώς άλλοι λαοί με πολύ λιγότερες ικανότητες, μικρότερα ψυχικά δεδομένα, τα βγάζουν πέρα κι εμάς “μας καταπίνουν οι κοριοί”, που λέει και ο Μπρεχτ. Ένα κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας εγκαθιδρύεται και μας υπονομεύει. Γι’ αυτό, το να θέτουμε στο Εθνικό θέματα όπως ο Εμφύλιος μας βοηθά να επουλώσουμε τις πληγές μας. Γιατί, βλέπετε, δεν διδασκόμαστε αρκετά την Ιστορία μας, δεν τιμάμε την παιδεία, μόνο προτάσσουμε μια ψευδαίσθηση δημόσιου συμφέροντος που στην πραγματικότητα κρύβει την προσωπική μας αρπαχτή. Ένας δημόσιος πολιτιστικός οργανισμός πρέπει να πολεμά αυτή τη νοοτροπία ενισχύοντας την παιδεία. Είναι ακόμα ένας λόγος για τον οποίο εδώ και έναν χρόνο εκλιπαρώ το Δ.Σ. να ψηφίσει την ίδρυση του τμήματος σκηνοθεσίας στη δραματική σχολή». Μειώθηκε, άραγε, η δυσπιστία που αντιμετώπιζε από το Δ.Σ. από τη στιγμή που ο υπουργός Πολιτισμού ανανέωσε τη θητεία του ως διευθυντή; «Σε έναν βαθμό, ναι. Σίγουρα σε αυτό έπαιξαν ρόλο και κάποια νέα μέλη. Τελεία..».

Κάτι ακόμα στο οποίο σκοπεύει να επενδύσει είναι το νέο ελληνικό έργο. «Αλίμονο», λέει, «αν ένα εθνικό θέατρο δεν δίνει προτεραιότητα στη γλώσσα και στους συγγραφείς του. Για την ώρα η κρίση αποτυπώνεται θετικά στο ελληνικό έργο. Ξέρετε η Ελβετία να έβγαλε κανέναν σπουδαίο θεατρικό συγγραφέα; Όσο βαθύτερες είναι οι κρίσεις, τόσο ανοίγουν οι πληγές, τόσο περισσότερο γίνεται αυτό τροφή για τα ταλέντα».

Τρία χρόνια, τέσσερα όνειρα

Ζητώ από τον Σ. Λιβαθινό να μου αναφέρει τρία πράγματα που ονειρεύεται για το Εθνικό την επόμενη τριετία «θα σας πω τέσσερα», απαντά:

«Σύγχρονη και ευέλικτη λειτουργία του οργανισμού. Ανωτατοποίηση της σχολής, με Έλληνες σκηνοθέτες και σκηνογράφους που σπούδασαν κοντά μας να εργάζονται στο Εθνικό. Παρουσία του θεάτρου σε όλη την Ελλάδα. Και ένα υπέροχο ανσάμπλ ηθοποιών να περιοδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο».

Η γλώσσα δεν θα είναι εμπόδιο για το τελευταίο;

«Όχι! Είχα ακόμα μακριά μαλλιά όταν είδα στη σκηνή του Εθνικού τον γεωργιανό θίασο Ρουσταβέλι να παίζει “Ριχάρδο Γ” σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα. Παρακολουθούσε όλο το ελληνικό θέατρο: Θυμάμαι την Ντόρα Τσάτσου. τον Κατσέλη, την Αλέκα, τον θείο μου τον Κατράκη. Όλοι χειροκρότησαν στο τέλος όρθιοι μια γλώσσα που δεν καταλάβαιναν».

02.07.2016, Απέργης Φώτης «Στάθης Λιβαθινός: Αντιγόνη σήμερα είναι η νεολαία της κρίσης», Επένδυση