Μέσα στο μαύρο και το γκρι που σκεπάζουν απ’ άκρη σ’ άκρη το υπόγειο του «Εθνικού Θεάτρου», πάνω σ’ έναν μπετονένιο τοίχο με σημειώματα της διεύθυνσης, στίχους του Μπουλγκάκοφ και τα ωράρια για τις πρόβες για τις φετινές παραστάσεις της «Πειραματικής Σκηνής», έχει ξεμείνει μια κόκκινη καρικατούρα του Τζορτζ Μπους, ένα αυτοκόλλητο – έκκληση να σταματήσει ο πόλεμος στο Ιράκ αμέσως.
Περιμένοντας τον Στάθη Λιβαθινό, τον εμψυχωτή της «Πειραματικής» από το 2001, και ταξιδεύοντας συνειρμικά στις ΗΠΑ, αναρωτιέμαι τι θ’ απαντούσε ο ίδιος σ’ ένα υποθετικό ταξίδι πάνω από τον Ατλαντικό, αν εκείνος τον ρωτούσε «What’ s your job?» – «Με τι ασχολείσαι;».
«Χρειάζονται πού και πού τέτοιες συναντήσεις… έξω από την κουζίνα, λειτουργούν σαν καθρέφτες!» απαντάει χαμογελώντας λίγα λεπτά αργότερα.
«Ε, λοιπόν, θα προσπαθούσα να τον νανουρίσω λέγοντάς του ότι ανεβάζω παραστάσεις, ότι συναντάω ζωντανούς και πεθαμένους, ότι προσπαθώ να παρηγορήσω και να διασκεδάσω τον κόσμο, ότι δουλεύω με ανθρώπους που τους έχω και με έχουν επιλέξει. Θα του έλεγα ότι κάνω μια δουλειά δύσκολη αλλά πολύ ευχάριστη. Κι ότι δίνω περισσότερα απ’ όσα παίρνω , επειδή η πραγματική μου αμοιβή είναι αόρατη και σχετική. Με την ευκαιρία, σας πληροφορώ ότι τελευταία ταξιδεύω συχνά στην Αμερική!».
Πράγματι εδώ και τρία χρόνια, ο Λιβαθινός συνεργάζεται με το «American Repertory Theatre» του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, γεγονός που εν πολλοίς οφείλεται στην παιδεία που απέκτησε ο ίδιος μεταξύ 1984 – 1990 στο «Θέατρο Τέχνης της Μόσχας». ο παλιός μαθητής του Πέλου Κατσέλη και του Αντρέι Κοντσαρόφ διδάσκει σε μετεκπαιδευμένους σκηνοθέτες και ηθοποιούς απ’ όλον τον κόσμο, «η πορεία των οποίων είναι προδιαγεγραμμένη: ετοιμάζονται να κατακτήσουν τη Νέα Υόρκη». Συγκρίνοντάς τους όμως με τους μαθητές στην «Πειραματική», θεωρεί ότι «οι δικοί μας είναι πιο δοσμένοι στην υπόθεση του θεάτρου. Ότι τους λείπει σε χρήματα τους περισσεύει σε πάθος».
Στο φως του Μάνου Κατράκη
Γεννημένος το ’60 στα Εξάρχεια, ο Λιβαθινός είχε την τύχη να μεγαλώσει μέσα σε μια οικογένεια που περιστρέφονταν γύρω από τη φωτεινή προσωπικότητα του Μάνου Κατράκη. Για τον «διαολάκο» που στην πρώτη του σχολική παράσταση το ‘σκασε κι απήγγειλε το ποίημα μόνος του, βουτηγμένος… στο σιντριβάνι της αυλής, το θέατρο ήταν από ένα σημείο κι έπειτα μονόδρομος. Η φυσική παρουσία του θείου του υπήρξε καθοριστική: «Ως τα 24 μου, ήμασταν πολύ δεμένοι. Προλάβαμε να εμφανιστούμε μαζί στη ‘Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη’ του Βρεττάκου. Μια βδομάδα όμως μετά την αναχώρησή μου για την Ρωσία, πέθανε».
Πόσα δεν πρόλαβε να δει ο Κατράκης… Τον Λιβαθινό να παίζει Ίψεν («Ρόσμερσχολμ») και να σκηνοθετεί Δημητριάδη («Πεθαίνω σα χώρα»), να συμμαχεί με τον Δημήτρη Τάρλοου και την Ταμίλα Κουλίεβα («Το κτήνος στο φεγγάρι»), να φλερτάρει επιλεκτικά με τον κινηματογράφο (σε ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου), να θριαμβεύει ανεβάζοντας Σέξπιρ («Αγάπης Αγώνας Άγονος»), να καταποντίζεται με τη «Μήδεια» στην Επίδαυρο. Και πάνω απ’ όλα, ίσως, να μεταμορφώνει την παραπεταμένη ως τότε «Πειραματική Σκηνή του Εθνικού» σε φυτώριο ταλαντούχων ηθοποιών, να την προικίζει με εναλλασσόμενο ρεπερτόριο και εργαστήρι σκηνοθεσίας, να την «ανοίγει» επιτέλους στο κοινό και προσπαθεί –μέσα από τη δουλειά του σ’ αυτήν- να πείσει τους ιθύνοντες για την αναγκαιότητα ίδρυσης μιας Θεατρικής Ακαδημίας.
Φέτος, παράλληλα με την επανάληψη των πέντε παραστάσεων που σκηνοθέτησαν οι πρώτοι απόφοιτοι του εργαστηρίου της, η «Πειραματική Σκηνή» παρουσιάζει, σκηνοθετημένο από τον ίδιο τον Λιβαθινό, το άπαιχτο ως τώρα στην Ελλάδα έργο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ «Μολιέρος», όπου συμμετέχει το μισό περίπου δυναμικό της: είκοσι ηθοποιοί, με τον τιμημένο με το βραβείο Χορν Δημήτρη Ήμελλο, τον δις γι’ αυτό Νίκο Καρδώνη και τον Γιάννη Μαυριτσάκη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Δεν είναι τυχαίο που ο περιφρονημένος από το σταλινικό καθεστώς δημιουργός του «Ο Μετρ και η Μαργαρίτα» (1891-1940), ο θεωρούμενος σήμερα σημαντικότερος των Ναμπόκοφ και Πάστερνακ, ανέπλασε και θεατρικά μυθιστορηματικά τον βίο του Μολιέρου, Όπως ο τελευταίος, επιτιθέμενος διαδοχικά στους γιατρούς, τους αυλικούς και τους αριστοκράτες, προκάλεσε το μίσος τους και την πρόωρη εξόντωσή του, έτσι κι ο Μπουλγκάκοφ πέθανε το 1940, στα 49 του, βλέποντας τα χειρόγραφά του να στοιβάζονται ανέκδοτα και τα θεατρικά του έργα ν’ απορρίπτονται διαρκώς. «η σύγκρουση ενός τέτοιου αστραφτερού μυαλού με την εποχή ήταν μοιραία. Ίσως δεν υπήρξε πιο αδικημένος συγγραφέας απ’ αυτόν» λέει ο Λιβαθινός.
Από τα σημαντικότερα θεατρικά του Μπουλγκάκοφ, ο «Μολιέρος ή η Εταιρεία Υποκριτών» γράφτηκε το 1930, ετοιμαζόταν επί έξι χρόνια στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, και στην έβδομη μόλις παράστασή του κατέβηκε…
«Πρόκειται για μια ποιητική ανάγνωση των τελευταίων δέκα χρόνων της ζωής του Μολιέρου, μια αλληγορία για την ζωή του καλλιτέχνη πάνω στην πιο επικίνδυνη στιγμή, όταν αναγνωρίζεται. Τότε που οι αποτυχίες τον πονάνε, η προσωπική του ζωή δυσκολεύει, η εξουσία θέλει να τον χρησιμοποιήσει, οι υποκριτές συνωστίζονται γύρω του, κι εκείνος εξακολουθεί να μεγαλουργεί στη σκηνή…».
Πώς βίωσε άραγε ο Λιβαθινός τη μοναδική ως τώρα αποτυχία του, το «βατερλό» στην πρώτη του αναμέτρηση με αρχαίο κείμενο; Η «Μήδεια» που πρότεινε το καλοκαίρι του 2003 χαρακτηρίστηκε όχι απλώς κακή, αλλά αήθης, οι οποίες καινοτομίες του υβριστικές, κι ο ίδιος αντιμετωπίστηκε ως ημίτρελος και επηρμένος καλλιτέχνης, ανάξιος να προσεγγίσει ορθά τον Ευριπίδη. Με νωπές ακόμα τις αντιδράσεις, είχε αρκεστεί να δηλώσει στην «Γκάρντιαν» ότι το πρόβλημα με τους Έλληνες και την τραγωδία είναι ανάλογο με τους Εγγλέζους και τον Σέξπιρ: «Μια πολύ δυνατή παράδοση ανάμεικτη με προκαταλήψεις». Κι ότι τα σκάνδαλα είναι αναγκαία αν θέλουμε το αρχαίο δράμα ν’ ανανεωθεί.
«Και βέβαια πικράθηκα με τη ‘Μήδεια’»
Σήμερα που ο θόρυβος έχει καταλαγιάσει, το παραδέχεται: «Βεβαίως και πικράθηκα. Εξακολουθώ, όμως, να υπερασπίζομαι στο ακέριο εκείνη την παράσταση για τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Είμαι περήφανος για το πώς αντιμετωπίσαμε αυτήν την εμπειρία, παραμένοντας ενωμένοι. Η δουλειά μας είναι ν’ ανοίγουμε μονοπάτια, στόχος που απαιτεί λίγη παραπάνω γενναιοδωρία και μεγαλοψυχία. Εδώ ο Μολιέρος πέθανε πάνω στη σκηνή, το ‘ξύλο’ που φάγαμε θα μας πτοήσει;».
Ο Λιβαθινός δεν μασά τα λόγια του όταν αναφέρεται στην ελλιπή καλλιτεχνική παιδεία που προσφέρει η Ελλάδα: «Επιτρέπεται η εκπαίδευση των ηθοποιών να είναι ακόμη αποτέλεσμα εμπειρικής διδασκαλίας; Η παρουσία του σκηνοθέτη το 20ο αιώνα μεταμόρφωσε το πρόσωπο του θεάτρου. Οι ανάγκες της σκηνής, οι αλήθειες της, οι κώδικές της έχουν αλλάξει. Στον σκηνοθέτη επαφίεται πια η δημιουργία σωστών πολύπλευρων ηθοποιών, πνευματικών πάνω απ’ όλα ανθρώπων. Αυτός είναι ο πρώτος και βασικός δάσκαλός τους, αλλά εμείς ακόμα ν’ αποκαλύψουμε το αυτονόητο…».
«Η λέξη ‘Ακαδημία’», συνεχίζει, «είναι πολύ εύκολη για να προφέρεται. Για ν’ αποκτήσει όμως περιεχόμενο, δεν αρκεί η μετονομασία μιας δραματικής σχολής σε τέτοια. Από την παιδεία ξεκινάνε όλα, ένα πεδίο εντελώς άσχετο με το εμπόριο και την παραγωγή. Κάτι που απαιτεί τη στήριξη είτε ενός εμπνευσμένου εκατομμυριούχου είτε ενός πολύ εμπνευσμένου κράτους. Δυστυχώς, εδώ, πάσχουμε κι απ’ τα δυο».
Ήδη το εργαστήρι σκηνοθεσίας και υποκριτικής της «Πειραματικής Σκηνής», για οικονομικούς λόγους –της τάξεως των 40000 ευρώ… -έπαψε φέτος να λειτουργεί. «Κρατάμε την υπόσχεση του Νίκου Κούρκουλου ότι του χρόνου θ’ ανοίξει πάλι». Ως τότε, όσοι ζουν κι εργάζονται νυχθημερόν στα έγκατα του Εθνικού, θα προσπαθούν ν’ αγγίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Κι όπως λέει ο Λιβαθινός, «αν αντιληφθώ πως το κοινό έπαψε να έχει απαιτήσεις από εμάς, τότε δεν μένει παρά το… μοναστήρι».
Ο «Μολιέρος» του Μπουλγκάκοφ ανεβαίνει στην σκηνή της «Πειραματικής» (Αγ. Κωνσταντίνου 24) στις 19 Νοεμβρίου, σε μετάφραση Λ. Καρατζά, μουσική Θοδωρή Αμπατζή, σκηνικά και κοστούμια Θάλειας Ιστικοπούλου. Τους στίχους των τραγουδιών έχει μεταφράσει ο Σ. Πασχάλης. Ανάμεσα στη διανομή και οι Β. Ανδρέου, Ν. Γιαλελής, Σ. Γράψας, Ν. Στυλιανού, Μ. Μπουγά και Δ. Παπανικολάου.
14.11.2004, Παπασπύρου Σταυρούλα «Στάθης Λιβαθινός: Η αληθινή αμοιβή μου είναι αόρατη», Ελευθεροτυπία