Στα βρόχια της πεποιημένης πραγματικότητας

Φαινομενικά το έργο είναι μια απλοϊκή σύνθεση. Μια αφελής ίντριγκα. Ένα σεναριακό πλαίσιο που συσκευάζει θεατρικά αποσπάσματα επιχειρώντας το οξύμωρο∙ να δραματοποιεί το θέατρο. Το εγχείρημα ωστόσο δεν είναι διόλου άστοχο και πολύ περισσότερο δεν είναι σε κανένα σημείο της διεξαγωγής του αδιάφορο. Τουναντίον. Η βασική αρετή της «Φρεναπάτης» ως έργο είναι πως τραβάει την προσοχή του θεατή να σκεφτεί πάνω σ’ αυτήν την περίεργη, την ολίγον σχιζοφρενική, την ξεχωριστή απ’ όλη την άλλη ανθρώπινη συμπεριφορά, την όντως μαγική συμμετοχή σε μια εξvπραγματική κατάσταση. Στην ψευδαίσθηση του θεάτρου.

Η μυστικιστική τελετουργία της θεατρικής πράξης όπου οι συμμετέχοντες, ηθοποιοί και θεατές, βιώνουν ως πραγματική μια πεποιημένη πραγματικότητα είναι ένα «ξένο σώμα» στη ρεαλιστική εποχή μας. Είναι κοινό συμπέρασμα πως το θέατρο, ό,τι κι αν σημαίνει για τον καθένα αυτή η λέξη, είναι κάτι που κάποιοι πολύ παλαιοί, άλλου είδους άνθρωποι σε ασύλληπτα διαφορετικούς καιρούς, το άφησαν πίσω τους και μεις στους πρόσφατους αιώνες προσπαθούμε να το προσαρμόσουμε στην ψυχαγωγία μας, όπως άλλωστε προσαρμόσαμε κι αυτή τη λέξη στα μέτρα της διασκέδασής μας. Έτσι σήμερα «χωνέψαμε» το θέατρο, πράξη παγανιστική του παρελθόντος, στα σύγχρονα δεδομένα των κοινωνιών μας ευτελίζοντάς το στα τρέχοντα μεγέθη των συμπεριφορών μας. Η «Φρεναπάτη» είναι ένα κτύπημα στον ώμο, μια υπενθυμιστική νύξη πως αυτό που σήμερα θεωρούμε μια συνηθισμένη, κοινή, τυπική λειτουργία, κοσμική και κάποτε σκανδαλιστική, στη ρίζα της είναι μια άλλη κατάσταση, βαθιά υπαρξιακή, εγκατιαία. Μια λειτουργία που αποκαλύπτει πως ο άνθρωπος, πριν μεταβληθεί σε παραγωγική μονάδα και καταναλωτικό ον, είχε ικανότητες που του επέτρεπαν να μεθέξει, να εκστασιαστεί.

Το έργο λοιπόν είναι ακριβώς αυτό. Ο δικηγόρος Πρινταμώντ φτάνει στη σπηλιά του μάγου Αλκάντρ για να του ζητήσει να του βρει τον χαμένο του γιο. Γεμάτος προκαταλήψεις, επιφυλάξεις, φόβους και ανησυχίες ο πατέρας δεν θα καταλάβει πως αυτά που γίνονται μπροστά στα μάτια του με ήρωα το γιο του, είναι θεατρικές σκηνές. Έτσι, χωρίς προϊδέαση θα συνεπαρθεί και θα μεθέξει και το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτόν τον αλλοτριωμένο ορθολογιστή και στο θεατρίνο γιο του θα γεφυρωθεί. Δύο κόσμοι θα πλησιαστούν. Το θέατρο δεν είναι λοιπόν ολότελα χαμένο για τον σημερινό άνθρωπο. Ή πιο σωστά θα είναι να πούμε πως ο σημερινός άνθρωπος δεν είναι ολότελα χαμένος μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτον υπολογισμούς. Υπάρχει πάντα το θέατρο σαν μια πιθανότητα, μια ρωγμή για να περάσει κάποιος απέναντι.

Δεν έχω υπόψη μου το πρωτότυπο Illusion Comique του Κορνέιγ για να κρίνω την αξία της ελεύθερης διασκευής του Αμερικανού Τόνυ Κούσνερ, ωστόσο το κείμενο που παρακολουθήσαμε να παρασταίνεται έχει μια άρτια δραματουργική δόμηση και μια μετάφραση ωραίου ποιητικού λόγου του Στρατή Πασχάλη. Δημιουργικός συντελεστής ωστόσο και κύριος υπεύθυνος του ωραίου συνόλου ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός που η επιμέλειά του διακρίνεται στην όλη σύλληψη καθώς και στα παραμικρά επιμέρους. Διαχειρίστηκε τις σκηνές και την αλληλουχία τους με βαθιά θεατρική αίσθηση που μεταδίδεται και στους θεατές. Σε συνεργασία με τους ηθοποιούς χαρακτήρισε τις διαφορές ανάμεσα στο θεατρικό – θεατρικό και στο θεατρικό – ρεαλιστικό. Διατήρησε εξάλλου τις ισορροπίες απ’ τη μια κατάσταση και στην άλλη. Ο κίνδυνος να υπερτονισθεί το «θεατρικό» τις βάρος του «πραγματικού» είναι συνεχής, η φανερή — και επιτυχής — προσπάθεια ήταν να μην αναστέλλεται το δεύτερο όταν λειτουργεί το πρώτο. Κι αυτό για να μην αποσπάται ο θεατής απ’ το ότι οι παιζόμενες θεατρικές σκηνές αποσκοπούν να αποσπάσουν τον «πατέρα». Εδώ η αναλυτικολογία μπορεί να επεκταθεί σε βάθη και μήκη χαώδη.

Όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης πετυχαίνουν υψηλές επιδόσεις. Οι ερμηνείες όλων κλιμακώνονται από ένα ποιοτικό στάνταρ και πάνω. Αποτέλεσμα που οπωσδήποτε προϋποθέτει πολλή δουλειά με το σκηνοθέτη, του οποίου η συμβολή είναι, άλλωστε, ευδιάκριτη στου καθενός το παίξιμο. Περισσότερο σύνθετη μου φάνηκε η ερμηνεία του Δημήτρη Τάρλοου που έδειξε μια υποκριτική γλαφυρότητα, μια ευστροφία, ταιριαστές με τους «θεατρικούς» ρόλους που υποδύεται. Η διαφοροποίησή του είναι αξιοσημείωτη. Στον «Βούβαλο» είχε στοιχεία ηθογραφικά, στο «Κτήνος στο φεγγάρι» είχε μια συνεχή υποδόρια δραματικότητα, εδώ ντύθηκε το πεταχτό και ανέμελο της κλασικής κωμωδίας. Η Αγγελική Παπαθεμελή συνεπέστατα προσδιορισμένη στα χνάρια του ρόλου, αψεγάδιαστα συντονισμένη σ’ αυτό που έπρεπε, της έλειπε όμως το χαριτόβρυτο και το ελκυστικό. Νομίζω πως κλίνει περισσότερο προς ρόλους δραματικής ενζενύ. Σουμπρετοειδής μάς εμφανίζεται στην παράσταση αυτή, η Ναταλία Στυλιανού. Θα ‘λεγε κανείς πως αυτή η ηθοποιός μεταμορφώνεται ακόμα και σωματικά. Κατορθώνει από σύγχρονο κοριτσόπουλο ή στυλιζαρισμένη ρολίστα μοντέρνου ρεπερτορίου να γίνεται χυμώδης υπηρέτρια εξωφρενικής φάρσας, εκπληκτικής υποκριτικής πολυμέρειας και δεξιοτεχνίας. Τω όντι απολαυστική. Εκρηκτικός κωμικός ο Δημήτρης Ήμελος. Έφτιαξε τον Ματαμόρ με υλικά απ’ τους «Πολέμωνες» του Μένανδρου και του Πλούτου και τους «Καπιτάνο» της Κομέντια μεταγγίζοντάς τους ωστόσο το δικό του δαιμόνιο. Ο Πρινταμώντ του Γιάννη Νταλιάνη πειστικά σχεδιασμένος, «γεμάτος» με συνεχείς αντιδράσεις, συνδετήρας στις σελίδες του αληθούς και του πλαστού. Ο ρόλος του Αλκάντρ δεν είχε τον φαμφαρονισμό που του πρέπει. Δόθηκε απ’ το Νίκο Χατζόπουλο σαν ξεναγός περισσότερο και σχεδόν καθόλου σαν θαυματοποιός. Σίγουρα είναι μια άποψη να μένει αδιευκρίνιστο απ’ την αρχή το ποιόν του μάγου» αλλά πάλι ο κομπέρ ενός θιάσου να εμφανίζεται με την ψυχραιμία στελέχους πολυεθνικής; Τουλάχιστον ας φανερωνόταν στο τέλος πως κι αυτός έπαιζε το ρόλο του. Πολύ καλοί στους ρόλους τους ο Νίκος Καρδώνης και ο Άκις Βλουτής.

Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου μάλλον αψυχολόγητο, πολύ γαρ της τεχνολογίας. Η αίσθηση του μετάλλου, οι ράγες και όλα τα μηχανιστικά κόλπα σαν να έσπαζαν το κλίμα που κινούσε την παράσταση ο σκηνοθέτης. Θα μου πείτε πως οι μεταλλοκατασκευές φοριούνται πολύ φέτος. Άλλο αυτό. Τα κοστούμια, ωστόσο, της Ελένης Μανωλοπούλου επίσης, συνεπή στην εποχή, στη σκηνοθεσία και στο παίξιμο και καλαίσθητα. Πολύ καλή η μουσική του Haioj Yazdzian.

11.01.2001, Γεωργίου Αδριανός «Στα βρόχια της πεποιημένης πραγματικότητας», Ραδιοτηλεόραση

 

Για το link πατήστε εδώ