Οι σοφοί δεν είναι αλαζόνες

Το 1987 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστα Καζάκος που είχαν ήδη συνεργαστεί με τον μεγάλο, μακαρίτη πια, Ρώσο σκηνοθέτη Εφραίμοφ με έργα ρώσικα, πρότειναν να σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή.

Ο σοφός εκείνος καλλιτέχνης, που δεν είχε ποτέ καταπιαστεί, σε όλη τη μακρόχρονη και διάσημη εκτός Σοβιετικής Ένωσης καριέρας του, με ερμηνεία του αρχαίου ελληνικού δράματος, ζήτησε κατ’ αρχήν να δει το χώρο του αρχαίου θεάτρου, αφού βέβαια είχε διαβάσει εξαντλητικά στη γλώσσα του το αριστούργημα του Σοφοκλή και είχε ακούσει, τουλάχιστον ως ήχο, κρατώντας τη ρωσική μετάφραση μπροστά του, τον γράφοντα να διαβάζει τη μετάφρασή του στα ελληνικά, την ίδια που είχε πρωτοπαίξει η Βαλάκου το 1972 και η Ασπασία Παπαθανασίου το 1976.

Όταν ο Εφραίμοφ γύρισε από την Επίδαυρο δήλωσε ταπεινά πως δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην ευγενική πρόσκληση των δύο θιασαρχών, γιατί και ο τόπος του υπαίθριου θεάτρου τον τρομοκράτησε και δεν γνώριζε καθόλου το τραγικό είδος. Σε εκτενή τότε συζήτηση που έγινε, διαπιστώσαμε όλοι, ανατρέχοντας στη ρωσική και στη σοβιετική παραστασιολογία πως οι μεγάλοι Ρώσοι σκηνοθέτες, από τον Στανισλάβσκι έως τον Βαχτάνγκοφ και από τον Μέγερχολντ έως (τότε) τον Λιουμπίμοφ, τον Εφραίμοφ, τον Εφρός, ακόμα και τον Γεωργιανό Στούρουα (που καινοτομούσε τότε στην Τιφλίδα), δεν είχαν καταπιαστεί με αρχαίο δράμα, είτε γιατί ήταν έξω από τις πολιτικές παραδόσεις τους, είτε γιατί προσέκρουε στην αισθητική της μεθόδου τους, είτε γιατί η δομική του μορφή αντέφασκε με τον ρωσικό φουτουρισμό και τον μηχανικό φορμαλισμό που καλλιέργησε ο σοβιετικός μοντερνισμός.

Αργότερα καταλάβαμε όλοι πόσο σοφά είχε αντιδράσει ο Εφραίμοφ, όταν είδαμε την «Ηλέκτρα» (που χωρίς δισταγμούς δέχτηκε να σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο) και τον «Οιδίποδα» του Στούρουα και την «Ηλέκτρα» και τη «Μήδεια» που σκηνοθέτησε στο Μέγαρο Μουσικής ο Λιουμπίμοφ. Ας σημειώσω εδώ πώς οι δύο αυτοί σκηνοθέτες δεν αποπειράθηκαν έκτοτε να δοκιμάσουν κάτι ανάλογο στη χώρα τους. Από τους Ρώσους σκηνοθέτες μόνο ο Οχλόπκοφ ανέβασε μια μεγαλοπρεπή «Μήδεια», που απογειώθηκε όταν έπαιξε ελληνικά το μέρος της Μήδειας στη Μόσχα η Ασπασία Παπαθανασίου. Ακόμη και σήμερα, 40 χρόνια μετά, στη Μόσχα και στην Τιφλίδα η Παπαθανασίου αντιμετωπίζεται ως θείον τέρας και συχνά όταν περιδιαβάζει στους δρόμους αυτών των πόλεων, γηραιοί πολίτες, παλιοί θεατές της σκύβουν και της φιλούν το χέρι.

Ο Εφραίμοφ, ο Στούρουα, ο μεγάλος χορογράφος Αλεξίντζε, ο Σμοκτουνόφσκι, η Λάμπροβα έκλαιγαν όταν άκουγαν το όνομά της, γιατί έβλεπαν στην τέχνη της (αλλά και στην τέχνη άλλων Ελλήνων ηθοποιών και σκηνοθετών που επισκέφθηκαν τη Σοβιετική Ένωση, Ροντήρης, Μινωτής, Κουν, Βολανάκης, Ευαγγελάτος) κάτι τελείως έξω από τη δική τους υποκριτική και ερμηνευτική παράδοση, πέρα από τον παγκόσμιο πάγιο θαυμασμό για τη μεγάλη ελληνική τραγική ποίηση.

Αν αναφέρομαι σε όλα αυτά σήμερα είναι για να προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί ένας ρωσοσπουδαγμένος Έλληνας σκηνοθέτης που είχε δώσει έως τώρα έξοχα δείγματα ερμηνευτικής προσέγγισης σε κλασικά ευρωπαϊκά, νεοκλασικά, σύγχρονα, αλλά και πεζογραφικά και ποιητικά κείμενα, από έπαρση και άγνοια, από υπεροψίαν και μέθην, από επιπολαιότητα και ματαιοδοξία (τις οίδε;) έφθασε στο φιάσκο της «Μήδειας» που είδαμε με τον θίασο του «Εθνικού Θεάτρου» στην Επίδαυρο.

Ο Στάθης Λιβαθινός υπήρξε μαθητής μου στη σχολή Πέτρου Κατσέλη, όπου δίδασκα μαζί με το θείο του Μάνο Κατράκη. Και με τη δική μου συστατική επιστολή έφυγε για πανάξιες σπουδές στη Μόσχα. και επιστρέφοντας δικαίωσε την εμπιστοσύνη των δασκάλων του.

Πώς λοιπόν έφθασε σε αυτήν την απόλυτη αποτυχία για την οποία είναι υπεύθυνος αποκλειστικά. Κάνω εδώ μια παρένθεση για να θυμίσω κάτι που έχω ξαναγράψει. Το 1961 ο Θεόδωρος Κρίτας μου ανέθεσε μέσω του δασκάλου μου του Ροντήρη να ξεναγήσω στα αρχαιολογικά Μουσεία (μόλις τότε και πτυχιούχος της Αρχαιολογίας) τον Ηλία Καζάν. Στην αποκαλυπτική εκείνη συνάντησή μου με το ιερό τέρας του αμερικανικού θεάτρου και κινηματογράφου πληροφορήθηκα πως ο Καζάν σκόπευε να σκηνοθετήσει «Ορέστεια». Τον ξενάγησα ιδιαίτερα στις μυκηναϊκές και στις κλασικές συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου για να συλλάβει το πνεύμα, το ήθος, το ύφος και τα κοινωνικά συμφραζόμενα του πολιτισμού που αναφέρεται ο μύθος της «Ορέστειας» και του πολιτισμού που αποτυπώνεται στο έργο του Αισχύλου. Στο τέλος της επίσκεψή μας, βρεθήκαμε στον «Παρνασσό», όπου ο Ροντήρης έκανε πρόβες της «Ορέστειας» για την περιοδεία της Αμερικής. Ο Καζάν έπαθε αισθητικό σοκ από την προσέγγιση του Έλληνα καλλιτέχνη και επί τόπου δήλωσε πως παραιτείται από κάθε προσπάθεια να ανεβάσει αρχαίο δράμα, γιατί δεν το καταλαβαίνει, είναι έξω από τη μέθοδο δουλειάς του. Και δεν ανέβασε ποτέ τραγωδία ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος από το υποκριτικό κλίμα του Actor’ s Studio. Αλήθεια σκεφτήκατε ποτέ γιατί δεν έπαιξε τραγωδία ο Μπράντο, ο Νιούμαν, ο Στάιγκερ, ο Μιούνι κ.ά.

Δεν αναφέρθηκα τυχαία στη Σχολή της αμερικανικής υποκριτικής. Είναι, με παραλλαγές, η μέθοδος Στανισλάβσκι, το περίφημο «Σύστημα». Αυτό έμαθε, αυτό διδάσκει και σ’ αυτό ευδοκίμησε ο Στάθης Λιβαθινός.

Και γιατί οι σοφοί δάσκαλοι του σκηνοθετικού του ιδιώματος δεν υπέκυψαν στη φιλοδοξία μιας απόπειρας ερμηνείας αρχαίου δράματος; Γιατί είχαν συνείδηση της μεθόδου με την οποία προσέγγιζαν τα έργα που σκηνοθετούσαν. Η μέθοδος αυτή, και έτσι δουλεύει ο Λιβαθινός, προϋποθέτει μια προετοιμασία ψυχοσωματική του ηθοποιού που εδράζεται στον αυτοσχεδιασμό. Ο ηθοποιός με ποικίλες ασκήσεις, με επιστράτευση της υποκριτικής του φαντασίας, δοκιμάζει και δοκιμάζεται σωματικά. Για να φτάσει στο κείμενο έχει διαμορφώσει, ύστερα από απορρίψεις και παραλλαγές, τη στάση, την έκφραση του σώματος και έχει «βρει» τη φωνή και τον ψυχολογικό πυρήνα του ρόλου. Τότε αυτό το επενδύει με το κείμενο.

Έτσι για χρόνια δούλευε και ο Κουν, ώσπου, όταν μπήκε στο χορό της τραγικής ερμηνείας, άλλαξε πλήρως μέθοδο.

Το αρχαίο θέατρο δεν είναι ψυχολογικό. Δεν έχει χαρακτήρες. Έχει μορφές. Το παν ενυπάρχει μέσα στο λόγο, δραστικό και λυρικό. Πρέπει να εκκινήσει κανείς για να το κατακτήσει ως θεατρική ουσία, από τον ρυθμό, από τις ποιητικές εικόνες και τον ήχο τους, από τη μουσική του δομή. Ανεξάρτητα από τις γενικές αφέλειες του νιτσεϊκού πρωτόλειου, η τραγωδία κατάγεται από την ουσία της Μουσικής.

Ο Στάθης Λιβαθινός και η Σχολή του είναι φορμαλιστές, η τραγωδία είναι μίμησις πράξεως. Το δυστύχημα είναι πως πολλοί θα ξεστραβώνονταν αν είχαν μελετήσει το έξοχο έργο ερμηνευτικής της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη του Στέλιου Ράμφου: «Μίμησις εναντίον Μορφής» και το δυστυχώς αμετάφραστο ολόκληρο ακόμη στη γλώσσα μας αριστούργημα του Αούερμπαχ: «Μίμησις».

Θα επανέλθω αναλυτικά τη Δευτέρα για να εξηγήσω το απόλυτο ερμηνευτικό κενό της πιο αμήχανης και συνάμα επηρμένης παράστασης αρχαίας τραγωδίας που είδαμε στην Επίδαυρο.

16-17.08.2003, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Οι σοφοί δεν είναι αλαζόνες», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ