Συνέντευξη του Στάθη Λιβαθινού

Σκηνοθέτησε τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ για το ΚΘΒΕ, ένα έργο 400 χρόνων στο οποίο πέρα από τον ομώνυμο ρόλο υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί ρόλοι, οι τρεις κόρες, ο Γκλόστερ, οι γιοι του, ο Τρελός, που θα ήθελε να παίξει κάθε ηθοποιός. Ο Στάθης Λιβαθινός έδωσε συνέντευξη στον Σωτήρη Ζήκο, αρχισυντάκτη του περιοδικού CITY.

Με ποιον τρόπο θα συνοψίζατε εσείς την πλοκή αυτού του έργου;
Η πλοκή είναι πάρα πολύ απλή και είναι και αρκετά αρχετυπική, θα έλεγα, γιατί ο Σαίξπηρ παίρνει ιστορίες έτοιμες και τις ξαναδουλεύει. Είναι η κλασική ιστορία του πατέρα που ζητάει ως αντάλλαγμα για ό,τι δίνει στις κόρες του, να τον κολακέψουν με λόγια αγάπης, και μία από τις τρεις κόρες πάντοτε του λέει την αλήθεια, ενώ οι άλλες δύο τον γεμίζουνε κολακείες και στο τέλος αποδεικνύεται ποια τον αγαπούσε πραγματικά. Αυτή είναι μια ιστορία που υπάρχει σε πολλές παραδόσεις και σε πάρα πολλούς λαούς και ο Σαίξπηρ απλώς τη γέμισε περιεχόμενο… Ταυτόχρονα, μες στο ίδιο έργο υπάρχει και μια άλλη, παράλληλη ιστορία, ενός άλλου πατέρα που προδίδεται από τον γιο που νόμιζε ότι είναι ο γιος που τον αγαπάει. Δηλαδή στην πραγματικότητα στο έργο αυτό είναι δύο πατεράδες που προδίδονται από τα παιδιά τους.

Ποιο είναι το ενδιαφέρον ένα τέτοιο έργο που γράφτηκε πριν 400 χρόνια να ανέβη στη σημερινή εποχή;
Κοιτάξτε… τα έργα αυτά, συγγραφέων όπως ο Σαίξπηρ… δεν έχουνε κανένα πρόβλημα να μην ανεβούν, διότι ακόμη και σαν λογοτεχνία αν τα διαβάσεις πάντα έχουνε κάτι να σου πουν, ενώ δεν είναι αυτονόητο ότι ένα καλό έργο είναι και καλή λογοτεχνία… Νομίζω ότι η πραγματική αιτία ν’ ανεβεί είναι να βρει ο σκηνοθέτης κατ’ αρχήν -που δίνει το στίγμα μιας παράστασης- έναν βασικό λόγο γιατί δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό το έργο σήμερα. Είναι καθαρά προσωπική ιστορία αυτό, και πρέπει ο σκηνοθέτης να ψάξει να βρει μες στην εποχή του λόγους για τους οποίους ένα έργο θα έπρεπε οπωσδήποτε να ανέβει. Εγώ βρήκα… νομίζω ότι η ιστορία πατεράδων και παιδιών είναι ό,τι πιο επίκαιρο υπάρχει αυτήν τη στιγμή, είναι μια από τις μεγαλύτερες πληγές αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα… -πώς να το πω;- «χαντάκια» που πρέπει να περάσει αυτήν τη στιγμή η κοινωνία μας για να βγει σε μια καινούρια φάση. Γενικά η έννοια της πατρότητας, όπως και η έννοια της τυφλότητας δίνουν το στίγμα… είμαστε σε ένα έργο όπου «τρελοί οδηγούν τυφλούς» όπως ακούγεται στο έργο κι αυτή είναι επίσης μια αντιπροσωπευτική ιστορία για την εποχή μας, και νιώθω ότι κάπου εκεί βρίσκεται κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο νομίζω ότι ο θεατής έχει ανάγκη να το δει σήμερα στη σκηνή… Διότι το έργο αυτό όχι μόνο είναι συγκλονιστικό, από τον τρόπο που είναι γραμμένο, αλλά αν θέλετε… φέρνει και μια κάθαρση στην ψυχή μας: ότι ναι, για όλα αυτά που ζούμε, για αυτές οι ελλείψεις οι οποίες υπάρχουνε στην κοινωνική και τη συναισθηματική μας ζωή, δεν είμαστε μόνοι, κάποιος έγραψε γι’ αυτές. Μην ξεχνάμε ότι το θέατρο έχει και μια παρηγορητική πλευρά… γενικά είναι διασκέδαση, αλλά με περιεχόμενο.

Πάντως δεν μιλάμε απλώς για μια σύγκρουση γονιών και παιδιών, που είναι συνήθως μια πληγή που συνήθως επουλώνεται, μιλάμε για μια πολύ βαθιά ρήξη που θα μπορούσε να τρομάξει το κοινό…
Το εύχομαι, το εύχομαι να τρομάξει, διότι πάντοτε μέσα σε κάτι πολύ μικρό υπάρχει κάτι κοσμογονικό. Απλώς αυτά που συμβαίνουν δίπλα μας νομίζουμε ότι τα ξέρουμε -δεν τα ξέρουμε, μαθαίνουμε την καθημερινότητα με έναν πάρα πολύ επίπεδο τρόπο, μην το ξεχνάμε αυτό. Ο Σαίξπηρ απλώς θυμίζει την πραγματική διάσταση των πραγμάτων. Επίσης ο Σαίξπηρ γράφει ένα θέατρο για όρθιους θεατές, το κοινό ήταν όρθιο και παρακολουθούσε, δηλαδή για θεατές που δεν πρέπει να βαρεθούν, κι αυτό το λέω, γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό στους κλασικούς συγγραφείς, που συνηθίζουμε να κάνουμε εγκεφαλικά κατασκευάσματα και να τους παρουσιάζουμε μέσα από μια ελιτίστικη, δική μας ματιά, να δούμε ότι έχουν κάτι πολύ δημοκρατικό, θα τολμούσα να πω, παρόλο που η λέξη είναι πάρα πολύ επικίνδυνη. Θέλω να πω πως υπάρχει σε αυτούς τους συγγραφείς κάτι που είναι απόλυτα ποιοτικό και απόλυτα λαϊκό -πώς συνδυάζεται αυτό στον Σαίξπηρ, κανείς δεν ξέρει, είναι ένα αίνιγμα.

Υπάρχει αναφορά μέσα στο έργο ότι η εποχή που συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν είναι μια «εποχή που η αγάπη παγώνει…», μια δύσκολη εποχή.
Είναι μια δύσκολη εποχή νομίζω και για τη ζωή του Σαίξπηρ… Πάντως πιστεύω ότι αυτά που λέγονται για «την αγάπη που παγώνει, για τη φιλία που εκπίπτει» αναφέρονται σε μια εποχή κρίσης, και σε όλα του τα έργα υπάρχει αυτό, ιδιαίτερα στα έργα της μεγάλης ωριμότητας… Φαίνεται ότι αυτός που έγραψε αυτό το έργο άρχισε να βλέπει και ο ίδιος -αν και μεγαλοφυής εξαρχής- άρχισε να βλέπει τη ζωή με ένα βλέμμα πολύ πιο βαθύ.

Φαντάζομαι όμως ότι στην εποχή του, όταν ένα κοινό παρακολουθεί την πτώση, την απογύμνωση ενός βασιλιά, σοκάρεται, ενώ σήμερα, που οι περισσότεροι και ειδικά εμείς οι «αντεξουσιαστές» Έλληνες, μπορεί να πουν «καλά να πάθει», δεν νιώθουμε πια αυτό το δέος για τα όσα παθαίνει ο Ληρ…
Νομίζω ότι αυτό δεν θα μπορέσουμε να το προσλάβουμε ποτέ, τα πράγματα έχουν αλλάξει… Το μαγικό όμως είναι ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα όσον αφορά στην ανθρώπινη προσέγγιση του Ληρ, δηλαδή είναι τόσο ανθρώπινες οι προτεινόμενες συνθήκες πάνω στις οποίες βάζει συνήθως ο Σαίξπηρ τους ανθρώπους του, που μπορεί κανείς να τους προσεγγίσει με πάρα πολλούς τρόπους. Ένας πατέρας είναι και βασιλιάς, είναι και άρχοντας, είναι και δεσπότης, είναι και αυταρχικός -μικροί βασιλιάδες υπάρχουν παντού, ακόμα και στο ίδιο μας το σπίτι.

Εσείς πώς αντιμετωπίζεται τον Ληρ σε αυτήν την παράσταση;
Οπωσδήποτε όχι ως ένα γραφικό γεροντάκι, όπως τον έχουν παρουσιάσει αρκετές φορές, είναι ένας άνθρωπος της εξουσίας, ως άνθρωπο της εξουσίας τον αντιμετωπίζει η παράσταση.

Και ο Ληρ θα μπορούσε να μεταφερθεί στην εποχή μας, ας πούμε σαν ένας εκατομμυριούχος που αφήνει την περιουσία του στις κόρες του, ακόμα και σε μια τηλεοπτική σειρά. Εκείνος που μοιάζει να είναι τελείως άλλης εποχής είναι ο Τρελός…
Δεν συμφωνώ σ’ αυτό, ο Τρελός θα μπορούσε να είναι το πιο σύγχρονο στοιχείο του έργου στην εποχή μας. Μπορεί να είναι ο γνωστός Σαλός, ο Ηλίθιος, να είναι ο άνθρωπος που ενοχλεί τους άλλους και κανένας δεν μπορεί να του πει τίποτα. Και στη ζωή μας συμβαίνει αυτό, έχουμε τέτοιους φίλους, οι οποίοι στην πιο ακατάλληλη στιγμή -που μπορεί να είναι η πιο κατάλληλη τελικά- έρχονται να μας πουν αυτό που δεν θέλουμε ν’ ακούσουμε. Αναγνωρίσιμα πρόσωπα σε μια παρέα -σπάνια, αλλά αναγνωρίσιμα.

Τελευταία πάντως είδα στην ταινία «Οδός Επανάστασης» με την Κέιτ Γουίνλετ και τον Λεονάρντο ΝτιΚάπριο έναν τρελό, αλλά κυριολεκτικά τρελό, που λέει αλήθειες που τσακίζουν κόκαλα… Θα πάω να την δω την ταινία.

Ζήκος Σωτήρης «Συνέντευξη του Στάθη Λιβαθινού», cityportal.gr