Ο σαλός ως καταλύτης

Έχω επανειλημμένα αναφερθεί στις θεωρητικές και μόνο αμφιβολίες μου, κατά πόσο ένα μυθιστόρημα μπορεί να γίνει θεατρικό έργο. Συχνά, πρακτικά έχω επικροτήσει μεταποιήσεις του επικού και του μυθιστορηματικού χρόνου σε σκηνικό χρόνο. Κυρίως τα κλασικά μυθιστορήματα που ουσιαστικά έχουν στην εποχή μας (εδώ και τέσσερις αιώνες) αντικαταστήσει το έπος, δηλαδή η γνωστή ρεαλιστική, κυρίως αφηγηματική, τέχνη είναι ως υλικό συμβατή με ένα σκηνικό σχέδιο αφήγησης.

Εκτός από το ζήτημα, το μέγα ζήτημα, του χρόνου, το μυθιστόρημα και το θέατρο διαφέρουν και ως προς τη ματιά του συγγραφέα. Στο μυθιστόρημα είτε είναι τριτοπρόσωπη η αφήγηση, δηλαδή αφηγείται τα γεγονότα της μυθοπλασίας μια περσόνα του συγγραφέα, ως ενός παντογνώστη παρατηρητή, είτε είναι ένα από τα πρόσωπα της μυθοπλασίας που αφηγούνται τα γεγονότα, το πράγμα παίρνει πάντα το ήθος και το ύφος και την ιδεολογία του καταγραφέα. Στο θέατρο ο συγγραφέας μένει απέξω. Τα πρόσωπα είναι αυτόνομα, αυτοκαθορίζονται και ετεροκαθορίζονται από τη δράση. Εκεί παρατηρητής είναι ο θεατής και, αν δεχτούμε τις θεωρίες της πρόσληψης τις πρόσφατες, ο θεατής προσλαμβάνει τη δράση, τα κίνητρα και τις πράξεις των προσώπων ανάλογα με τις δυνατότητες κατανόησης των δρωμένων, τις ιδέες του, την ηθική του και τις προκαταλήψεις του. Πολλές μεταφορές μυθιστορημάτων στο θέατρο έχουν πετύχει και πολλαπλάσιες έχουν αποτύχει παταγωδώς. Άρα η πειθώ είναι μόνο κριτήριο επιτυχίας. Ο Ντοστογιέφσκι, ανεξάρτητα από το δαιμόνιο που τον κυριαρχεί και τον καθιστά μια από τις πλέον φλεγόμενες συνειδήσεις της ευρωπαϊκής πνευματικής ιστορίας, ως οικοδόμος μυθιστορηματικής αφήγησης ανήκει στον κλασικό ρεαλιστικό κανόνα της εποχής και της άτυπης συντεχνίας του.

Νομίζω πως είναι από τους πλέον πρόσφορους και συχνά με επιτυχία αφηγητές με σκηνική αποτελεσματικότητα. Ο Βεάκης, ο ίδιος, είχε διασκευάσει για τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου τους «Ταπεινούς και καταφρονεμένους» που πρωταγωνίστησε με σκηνοθέτη τον Ροντήρη. Ο Πρεβελάκης έχει γράψει μια έξοχη κωμωδία ηθών διασκευάζοντας το «Χωριό Στεπαντσίκοβο» για το Εθνικό Θέατρο επίσης, με σκηνοθέτη τον Σ. Καραντινό.

Ο Σκουλούδης διασκεύασε τον «Ηλίθιο» που του χάρισε δύο μεγάλες ερμηνευτικές προτάσεις. Μία μετά τον πόλεμο με Μίσκιν τον Κωτσόπουλο και Ναστάσια Φιλίπποβνα την Αλέκα Κατσέλη, στο Εθνικό πάλι, με σκηνοθέτη τον Κατσέλη και μία στη δεκαετία του ΄50 με τον Κατράκη, την Ελένη Χατζηαργύρη και Ραγόζιν τον Καρούσο με σκηνοθέτη τον Μουζενίδη.

Ο Χρήστος Τσάγκας διασκεύασε και έπαιξε το «Υπόγειο», ο Γιάννης Βούρος πρόσφατα «Το Έγκλημα και τιμωρία» και φέτος το καλοκαίρι η Μάγια Λυμπεροπούλου σκηνοθέτησε τους «Δαιμονισμένους».

Δεν αναφέρομαι στις διασκευές ξένων συγγραφέων που μεταφράστηκαν και παίχτηκαν στην Ελλάδα. Ξέχωρα όμως θα αναφέρω από τις ελληνικές διασκευές την έξοχη δουλειά που έκανε ο Τάσος Λιγνάδης με τον «Έφηβο» που σκηνοθέτησε ο Κώστας Μπάκας στο Εθνικό. Όπως βλέπετε, το Εθνικό εδώ και ογδόντα χρόνια σχεδόν μονοπωλεί τις Ντοστογιεφσκικές διασκευές.

Εμείς οι παλιότεροι απολαύσαμε το σύνολο των κειμένων του Ντοστογιέφσκι στις Εκδόσεις Γκοβόστη με μεταφραστή τον αξέχαστο Άρη Αλεξάνδρου. Αυτή τη μετάφραση επέλεξε να διασκευάσει ο Σάββας Κυριακίδης, θεατρολόγος και δραματολόγος του Εθνικού Θεάτρου, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και τις ανάγκες των ηθοποιών, του αριστουργήματος του Ρώσου κολοσσού «Ο ηλίθιος». Μια πρόσφατη παράσταση του ίδιου μυθιστορήματος μαζί με τη διασκευή του προσπαθώ να ξεχάσω γιατί αγαπώ ιδιαιτέρως τη Ρούλα Πατεράκη που παγιδεύτηκε. Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού, μια εξάωρη άνετη, χωρίς κενά, χωρίς πληκτικές στιγμές, χωρίς ανάγκη αναγωγής στο μυθιστόρημα, είναι μια από τις πλέον σημαντικές διασκευές, σκηνικές προσαρμογές έργου του Ντοστογιέφσκι που εγώ τουλάχιστον γνωρίζω να έχουν προταθεί στην Ευρώπη και στο θέατρο και στο σινεμά και στην τηλεόραση. Σκοπός μου σ΄ αυτό το σημείωμα δεν είναι να αναλύσω το μεγάλο κείμενο του Ντοστογιέφσκι. Έχω και άλλοτε επ’ ευκαιρία αναφερθεί κυρίως στον ουσιαστικό πυρήνα αυτού του αριστουργήματος που είναι «οι διά Χριστόν σαλοί», μοναδική κατηγορία αγίων της ορθοδοξίας. Άλλωστε απ΄ ότι γνωρίζω στο ρωσικό κείμενο υπάρχουν δύο διαφορετικοί χαρακτηρισμοί για τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος. Οι αγαθοί και με ορθόδοξο ήθος τον αποκαλούν γιουροντίβιι, δηλαδή σαλό, και οι ορθολογιστές, οι αλλοτριωμένοι αστοί, οι μολυσμένοι με τις ευρωπαϊκές θεωρητικές μόδες τον αποκαλούν ίντιοτ, δηλαδή ηλίθιο.

Το ότι αυτόν τον χαρακτηρισμό επέλεξε ο Ντοστογιέφσκι για να τιτλοφορήσει το μυθιστόρημά του θα πρέπει να το δούμε σε έκφραση αιχμηρής ειρωνείας, δεδομένου πως αυτόν τον χαρακτηρισμό εξαιτίας της αρρώστιας του Μίσκιν (της επιληψίας) χρησιμοποιεί ο Ελβετός γιατρός. Θυμίζω πως η ρωσική αλλά και οι ευρωπαϊκές λέξεις ίντιοτ, ιντιότ κ.τ.λ. κατάγονται από την ελληνική λέξη «ιδιώτης» που είναι το αντίθετο του «πολίτης». Ιδιώτης για τον Θουκυδίδη στον Περίκλειο Επιτάφιο είναι εκείνος που δεν μετέχει στα κοινά και ως εκ τούτου δεν είναι μόνο «απράγμων» αλλά «αχρείος», που σημαίνει βέβαια άχρηστος για την πόλη και κοιτάχτε πώς εξελίχτηκε ως σημασία σήμερα. Ο Ντοστογιέφσκι χρησιμοποιεί τον σαλό Μίσκιν ως καταλύτη, σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, σαν τον σκορπιό στη μυρμηγκοφωλιά, σαν την οχιά στη φωλιά με τα αυγά του αετού. Όχι άγνωστο το μοτίβο στο ρωσικό θέατρο κυρίως. Ο Τσάτσκι στη «Συμφορά από την εξυπνάδα» του Γριμπογιέντοφ, ο Ταρέλκιν του Σούχοβο-Καμπίλιν, ο Χλεστακόφ στον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ, ο Μπελάγεφ στο «Ένας μήνας στην εξοχή» του Τουργκένιεφ και ο Γκλουμόφ του Οστρόφσκι (όλα τα έργα αυτά έχουν παιχτεί στην ελληνική Σκηνή!!) είναι πρόσωπα ανισόρροπα, διεστραμμένα, απατεώνες, στρεψίδικα, ιδιότυπα, που εισβάλλοντας σε έναν αυστηρά δομημένο μεγαλοαστικό χώρο τον διαλύουν, τον αποσυνθέτουν και γελοιοποιούν. Ο Στάθης Λιβαθινός με χαρισματικούς συνεργάτες την Ελένη Μανωλοπούλου στην Όψιν και τον Θοδωρή Αμπαζή στο Μέλος, τη Σεσίλ Μικρούτσικου στην Όρχησιν και τον Αλέκο Αναστασίου στον φωτισμό απέδειξε πως αυτή τη στιγμή είναι ο σημαντικότερος και φοβάμαι μοναδικός Δάσκαλος ηθοποιών στον τόπο μας. Κάτι ανάλογο με τον Κουν της δεκαετίας του ΄50-΄60. Η ομάδα που καθοδήγησε, δίδαξε και αξιοποίησε τα τελευταία χρόνια στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου είναι το σημαντικότερο φυτώριο νέων, ταλαντούχων και κυρίως ταμένων ηθοποιών.

Υποκριτική δικαιοσύνη

Κανονικά δεν θα έπρεπε να κάνω διακρίσεις σ’ αυτή την έξοχη παράσταση συνόλου, όπου δεν υπάρχει ούτε καν μέτρια υπόκριση. Από τα πρώτα βιολιά έως το μικρό μέρος που παίζει το όμποε του θιάσου (η νεοεμφανιζόμενη Γιούλη Τάσιου) κυριαρχεί μια σπάνια υφολογική ισορροπία και υποκριτική δικαιοσύνη. Όμως πέρα από τους ήδη κυρίαρχους ηθοποιούς της ομάδας από παλιότερες επιτεύξεις της, τον Δημήτρη Ήμελλο, τη Δέσποινα Κούρτη, τη Μαρία Σαββίδου, τον Δημήτρη Παπανικολάου και τον Νίκο Καρδώνη, λάμπουν ως αυτόφωτα ταλέντα η Αϊδίνη, ο Γεωρκάτζης, ο Ιακωβίδης, η Κίτσου, ο Μοθωναίος, ο Δ. Μυλωνάς, η Ελένη Ρουσσινού, ο Στράτος Σωπύλης, ο Τσεμπερλίδης, η Τσινάρη. Η Μαρία Ναυπλιώτου κατόρθωσε να σφηνωθεί στη μνήμη μου ισάξια δίπλα στην Κατσέλη και στη Χατζηαργύρη. Αυτό που η ορθοδοξία του Ντοστογιέφσκι θα ονόμαζε ομορφιά του Διαβόλου και σύνδρομο της Μαγδαληνής το πέτυχε. Ο Βασίλης Ανδρέου (Μίσκιν) είναι η μεγάλη αποκάλυψη της χρονιάς. Αυτό που πέτυχε δεν περιγράφεται, απολαμβάνεται ως αριστοτελική οικεία του θεάτρου Ηδονή.

29.10.2007, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Ο σαλός ως καταλύτης», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ