Ο Σαίξπηρ, πέραν του ρεαλισμού

Το ελισαβετιανό θέατρο ανήκει στη μεγάλη κατηγορία του «μπαρόκ», ένα θέατρο δηλαδή που αφηγείται σκηνικά μια σειρά φοβερών συμβάντων τα οποία διαδέχονται το ένα το άλλο σε χρονική ακολουθία. Μ’ αλλεπάλληλες δραματικές κορυφώσεις οδηγεί τους θεατές του στην κάθαρση ακριβώς μέσ’ απ’ την αναπαράσταση των φοβερών συμβάντων του βίου και της ιστορίας, αλλού, στη σκηνή των θεάτρων. Ένα είδος θεατρικό που λειτουργεί αναπαραστατικά και που μπορεί να δεχτεί τον ρεαλισμό σαν ποσότητα, μετριασμένον από μια μίμηση ποιητική. Αυτός είναι ο Σαίξπηρ. Με την υψηλότατη ποίησή του διεμβολίζει το μπαρόκ, ανεβάζοντας το επίπεδο των έργων του σε μια σφαίρα πέραν του ρεαλισμού. Αυτό ακριβώς είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της μεγάλης ποίησης και του μεγάλου θεάτρου: ποιεί τα γεγονότα σύμβολα και γίνεται απολογία τής ψυχής του ανθρώπου, γυμνής, απαλλαγμένης απ’ τα περιττά στολίδια της. Οι επί μέρους αλήθειες, της τέχνης και της ζωής ενώνονται σε μία. Τα επί μέρους ψεύδη, της τέχνης και της ζωής, γίνονται ένα. Τα διαζευκτικά σχήματα, τέχνη – ζωή, αλήθεια – ψέμμα καταργούνται κι η διαλεκτική των αντιθέτων αυτοαναιρείται. Μοιάζει σαν ο ποιητής να έχει λύσει το αίνιγμα της σφίγγας, το αίνιγμα της ύπαρξης, απαντώντας μονολεκτικά σ’ όλα τα ερωτήματα που θα μπορούσανε να είχαν τεθεί.

Ο «Ληρ», με τον απλό του σχετικά μύθο, έχει τη γοητεία και χάρη ενός κινέζικου παραμυθιού, μιας ιρλανδέζικης σάγκας, ενός ινδιάνικου «μαγικού» τραγουδιού: αγγίζει άμεσα και κατακτά ολοκληρωτικά, δίχως να χρειάζονται περισπούδαστες αναλύσεις και θεωρίες. Όπως όλα τα μεγάλα λαϊκά έργα τέχνης, απευθύνεται σ’ ένα πλατύ κοινό που μπορεί να νιώσει τη γοητεία του ασχέτως μόρφωσης, κοινωνικής θέσης κ.λ.π., των μονάδων που το αποτελούν.

Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Λεωνίδας Τριβιζάς, έχοντας στη διάθεσή του ένα ολόκληρο επιτελείο λαμπρών και πεπειραμένων ηθοποιών (σπάνια πράγματι περίπτωση αυτή η συγκέντρωση δυνάμεων σε μια παράσταση Σαιξπηρικού έργου, κάτι που μόνο τα εθνικά, τα κρατικά θέατρα μπορούν να πετύχουν διεθνώς), ήταν μια λαμπρή ευκαιρία να δούμε κάτι καλό και πάνω απ’ το μέσο όρο των Σαιξπηρικών περιστάσεων που συνήθως δίνονται στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Κρίνομενη επιεικώς, η παράσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ευπρόσωπη απλώς. Όμως, μ’ όλο αυτό το δυναμικό, και με τον πολύπειρο σκηνοθέτη, η κρίση πρέπει ασφαλώς να είναι αυστηρότερη.

Ο σκηνοθέτης κίνησε τα πρόσωπα στη σκηνή με γνώση των ρυθμών, του μέτρου, μ’ αίσθηση του χώρου. Ρύθμισε ακόμη το ρόλο της μάλλον υποτονικής μετάφρασης του Ερρίκου Μπελιέ, να «βγαίνει» σε κανονισμένη ποσότητα, σε συνεχή ροή, χωρίς χάσματα ή κενά. Πέραν αυτού και πέρα απ’ τις καλοστημένες ξιφομαχίες (διδασκαλία του Γιώργου Κινάμη), δεν είδα μια άποψη, δεν διέκρινα μια ηθογράφηση των ρόλων, κατά το φυσικό και το αναγκαίο τους. Όσοι ηθοποιοί τόσα περίπου ύφη, και τόσες μανιέρες. Οι ρόλοι κατά κανέναν τρόπο δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους μυστικά κι υπόγεια. Μόνο επιφανειακά. Ο Κώστας Καζάκος κατέθεσε την άνεση, τον όγκο και το μέγεθος του. Παίζοντας όμως σε μια χορδή, χωρίς διακυμάνσεις, μεταπτώσεις, πλην της τελικής σκηνής, της συντριβής του Ληρ, που ήταν ο γνωστός Καζάκος, με τη μεγάλη του ικανότητα δραματοποίησης του κειμένου. Και πάλι, όμως, όχι Ληρ. Ο Πέτρος Φιλιππίδης προσήλθε από ένα άλλο είδος θεάτρου, μελετημένος και σοβαρός, αλλά η μελέτη που «έβγαινε» στο ρόλο τού «τρελού», περιέργως ήταν η πιο λόγια υποκριτική κατάθεση της παράστασης. Η Μελίνα Μποτέλλη πάλαιψε με το ρόλο της Γκόνεριλ, είχε φωνή, ανάστημα, δικαιούται ενός βαθμού τουλάχιστον λίαν καλώς. Η Λυδία Φωτοπούλου (Κορντέλια) δεν έδειξε κάτι περισσότερο από τη μανιέρα της, ο ρόλος της θα μπορούσε ν’ ανήκει σ’ οποιοδήποτε σύγχρονο έργο, από βουλεβάρτο μέχρι αστικό δράμα. Δεν διαβάθμισε την ηρωίδα, την άφησε να κυλήσει όπου ήθελε. Η Φιλαρέτη Κομνηνού δεν κράτησε γερά τα ηνία της «Ρέγκαν», εγκατέλειψε την ηρωίδα σε μια χαλαρότητα. Ο Κωνσταντίνος Καζάκος απέδωσε το σχήμα του «κακού» Έντμοντ εξωτερικά, αλλά τουλάχιστον με συνέπεια και πειθώ. Ο Κοσμάς Ζαχάροφ (Κέντ) είχε τη «Σαιξπηρικότερη» παρουσία, σε μια κλασική ανάγνωση του ηρώα. Θετική είναι κι η άποψή μου για τον ανορθόδοξο αλλά ενδιαφέροντα, με κωμικά στοιχεία, «Γκλόστερ» του Γιώργου Κέντρου. Ο Στάθης Λιβαθηνός (Δούκας της Κορνουάλης) κατέθεσε την άριστη μιμική του, κι ικανότητα να βλέπει αντικειμενικά τους ρόλους. Ο Αντώνης Αλεξίου (Δούκας της Βουργουνδίας) και ο Γιάννης Νταλιάνης (Ώλμπαν) διεκπεραίωσαν φιλότιμα, χωρίς κάτι περισσότερο. Ο Ευδόκιμος Τσολακίδης (βασιλιάς της Γαλλίας), ισχνός. Τη μουσική (Ανδρέας Συμβουλόπουλος) που εκτελέστηκε ζωντανά στη σκηνή απ’ την ομάδα «Ηχόδραση», θα προτιμούσα διακριτικότερη. Σκηνικά και κοστούμια (Νίκος Πετρόπουλος) πλούσια και πολυτελή – εποχής – έτρεφαν τη γλαφυρή «όψη».

22.09.1996, Πολενάκης Λέανδρος «Ο Σαίξπηρ, πέραν του ρεαλισμού», Η Αυγή.

 

Για το link πατήστε εδώ