Το δραματουργικό έργο του Ίψεν εκτείνεται σε μισό αιώνα κατάπληξης. Αφού ξεπέρασε τον τοπικό ρομαντισμό, ελκύσθηκε από τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό, για να καταλήξει στο πνιγηρό θέατρο της διείσδυσης στην άβυσσο του ψυχικού κόσμου τον ηρώων του. Ένα από αυτά τα έργα, είναι και το συγκλονιστικό «Ρόσμερσχολμ», που αγγίζει τον συμβολισμό και τον εξπρεσιονισμό.
Ο Ίψεν, πάνω απ’ όλα, ασχολήθηκε με την ψυχανάλυση του μοναδικού ατόμου. Θα μπορούσε, κανείς, να χαρακτηρίσει τα έργα του Ίψεν, σαν δράματα ιδεών, και όχι θέσεως, που υπακούουν στο «πιστεύω» του: Ξερίζωσε τις προλήψεις, τον σκοταδισμό του λαού, της τυφλής πίστης στις προκαταλήψεις, που δεν ωφελούν σε τίποτα. Το άτομο πρέπει, απελευθερωμένο, να πορευθεί κάτω από τη δική του πρωτοβουλία. Ο Ίψεν πίστευε, ότι το να είσαι ανεξάρτητος, είναι το υψηλότερο ιδανικό στην ανθρώπινη ζωή. Στάθηκε ακαταπόνητος ανατροπεύς των κατεστημένων προλήψεων, κυνηγώντας το κακό ως τις απόρθητες εχθρικές θέσεις του, τη σάρκα και το πνεύμα. Τη σάρκα, που στην κόλασή της εγκλείει τις αχαλίνωτες ορέξεις της,τις θυελλώδεις επιδιώξεις της ικανοποίησης της ηδονής. Αλλά και το πνεύμα, που αιχμάλωτο του ψεύδους, πνιγμένο στην αμαρτία, γκρεμίζεται και αυτό, στο χάος της κολάσεως. Η γεμάτη ανθρωπιά, προσφορά του Ίψεν, διατηρεί και σήμερα, το σκηνικό ενδιαφέρον των δραμάτων του. Είναι, μετά τον Σαίξπηρ, ο μόνος αγνός ονειροπόλος, εκφραστής της απέραντης θλίψης! Παρά το τραγικό ύφος του, κατορθώνει να γοητεύει και να επιβάλλεται. Είναι έκδηλη η επίμονη προσπάθειά του να αποκαλύψει από το 1889, και έπειτα, τα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα του τόπου και του καιρού του. Εγκαταλείποντας την «στιχουργική» φόρμα επεζήτησε να δώσει στο διάλογό του, ρεαλιστικά μηνύματα. Αυτός ο νέος τρόπος σύνδεσης τον μύθων, έδωσε έργα εντυπωσιακά, σαν το «Σπίτι της Κούκλας», τον «Εχθρό του λαού», την «Αγριόπαπια», αλλά και την αποκάλυψη χαρακτήρων, που αναδύονται στο «Ρόσμερσχολμ». Είναι έργα, που χαρακτηρίζουν μιαν ιδιόμορφη ψυχογραφία τον ηρώων από τον Ίψεν. Στο δράμα του «Ρόσμερσχολμ» συναντούμε την άψογη δομή σύνθεσης, το υποδειγματικό «δέσιμο» του μύθου, τον πηγαίο ανθρώπινο διάλογο, την τέλεια σκηνική οικονομία. Η σύγκριση των ηρώων του έργου, με τη σημερινή παγκόσμια κοινωνία, είναι συγκλονιστική. Ένα αδιαπέραστο χάος δημιουργείται από τη φοβερή αυτή αντιθετική θέση ιδεών και αντιλήψεων. Ενώ για τους ήρωες του Ίψεν στοιχειοθετεί τον αναγκαστικό θάνατο που θα διασώσει το άτομο από το δέος της αγωνίας του, στον σημερινό θεατή, γεννά προβληματισμούς δικαιολογημένους. Το έργο, επομένως, πρέπει να το δούμε, σαν ένα θαυμάσιο ντοκουμέντο κλασικής υφής Από την εποχή, άλλωστε, που παρουσιάστηκε, ως την «Αγριόπαπια», ο κόσμος και εκεί, είχε μεταβληθεί, διαφοροποιώντας τις σκέψεις και την κοινωνική του συμπεριφορά. Σήμερα, καμιά νέα Μπεάτα, δεν θα ‘φβανε στην αυτοκτονία, παρεξηγώντας μιαν «αγαθή» σχέση του συζύγου της, με κάποιαν άλλη. Και ακόμα χειρότερο, σήμερα, μετά την βίαια αυτή λύση του προβλήματος, οι δύο άλλοι ιδανικοί εραστές, δεν θα αποφάσιζαν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο της Μπεάτας… Ο σημερινός άνθρωπος αντιμετωπίζει ρεαλιστικά αυτά τα θέματα. Είναι λογικότερος ψύχραιμος, χωρίς ρομαντικούς επηρεασμούς. Η Ρεβέκα του «Ρόσμερσχολμ» κατατρύχεται από τις αρρωστημένες αντιλήψεις της εποχής της. Και επηρεάζει, τελικά και τον τίμιο Γιοχάννες που συμφωνεί, αυτός, ένας πάστορας, ότι στις συνθήκες που βρίσκονταν, δεν υπήρχε άλλος τρόπος εξαγνισμού, οπό την αυτοκτονία. Και τούτο, διότι, η συνείδηση της Ρεβέκας, δεν της επέτρεπε το γάμο με τον άνδρα της νεκρής. Ο Αντώνης Αντύπας επέτυχε να επιβάλλει σκηνικά το μεγαλείο του ιψενικού ύφους, με ζωντάνια και ρεαλισμό τους χαρακτήρες, χρωματίζοντας το διάλογο, φωτίζοντας τις σκηνές με τον τραγικό προβολέα του ιψενικού λόγου, σε χαμηλή φωνητική κλίμακα. Ο Κώστας Μεσάρης ενσάρκωσε έναν εντυπωσιακό Κρολ. Η Ρούλα Πατεράκη πλαστούργησε μια Ρεβέκα με ευαισθησία, ανθρωπιά, ειλικρίνεια και τραγικότητα. Η Κατερίνα Καραγιάννη χρωμάτισε με αξιοπρέπεια το πρόσωπο της κυρίας Ελσεθ.
Στο ρόλο του πάστορα Γιοχάννες Ρόσμερ, ο Στάθης Λιβαθινός έδωσε ακρίβεια λόγου στην τραγική μορφή του ήρωα, αλλά ταυτόχρονα, και την ατολμία χαρακτήρα. Ενδιαφέρουσα η ερμηνεία του Γιώργου Μωρογιάννη, σε όλες τις φάσεις παρουσίας του θυμόσοφου δασκάλου Μπρέντελ. Φυσικότατος ο Χρήστος Νινής, ως Μορτεβαγκόρ, κράτησε την προσοχή μας. Στη γλαφυρή μετάφραση, από τα νορβηγικά, της Μαρίας Αδάμ, οι καλλιτέχνες οφείλουν την επιτυχία της εκπληκτικής ερμηνείας τους, που τόσο έντεχνα μοντάρισε ο σκηνοθέτης Αντώνης Αντύπας. Το σκηνικό του εμπνευσμένου Γιώργου Πάτσα, που σχεδίασε τα κοστούμια εποχής, επέβαλε το κλίμα του δράματος, ενώ η Ελένη Καραΐνδρου διάνθισε με τον υπέροχο τραγικό ήχο της μουσικής της, τις δραματικές σκηνές και τον ανθρώπινο διάλογο. Μια αξιόλογη σκηνική προσφορά, αποτέλεσμα, αναμφισβήτητα, πολύχρονης ευσυνείδητης και επίπονης προεργασίας, που χαρακτηρίζουν κάθε έργο που παρουσιάζεται από τον έμπειρο σκηνοθέτη Αντώνη Αντύπα, στο κομψό και πολιτισμένο περιβάλλον του θεάτρου του.
01.02.1992, Αθηναίος Περσέας, «Ρόσμερσχολμ στο Απλό Θέατρο», Ημερησία
Για το link πατήστε εδώ