Ροκ, όπως Λιρ

ΚΘΒΕ
Σαίξπηρ «Βασιλιάς Λιρ»
σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

Μπορεί να μην απογειώνεται, μπορεί και να φιλοδοξεί περισσότερα από όσα εντέλει πετυχαίνει, οπωσδήποτε όμως ο «Λιρ» του Στάθη Λιβαθινού είναι παράσταση αξιοθέατη. Όχι τόσο για την εκσυγχρονιστική, ροκ αισθητική και τα ευρήματά της, όσο για το σύστημά της, για τη συνοχή της, αλλά και για τη σαφήνεια της άποψης, στοιχεία που αποκαλύπτουν θεατροθεωρία γερή και σκηνοθετικό φρόνημα αποφασισμένο. Πιο συγκεκριμένα, το σύμπαν του Λιβαθινού ζωντανεύει μέσα στο σκηνογραφικό bric-a-brac της Ελένης Μανωλοπούλου (σακιά, καρέκλες στοιβαγμένες ανάποδα, δύο κινητές σκάλες φορτωμένες με πανοπλίες και ένα σωρό άλλα αντικείμενα εν είδει παλαιοπωλείου), το οποίο απεικονίζει έναν κόσμο σε αταξία, αλλά και σε ετοιμότητα: το σκονισμένο και το παλαιό αναδομούνται αμοιβαδοειδώς και συνέχεια, αν και δίχως να καταλήγουν σε νέα, σταθερή τάξη. Σε τούτο το κλίμα, όπου αναβιώνει κάτι από τη μονοκόμματη τραχύτητα του Μεσαίωνα και του Μαντ Μαξ, οι νεότεροι ήρωες του «Λιρ» εμφανίζονται δοσμένοι στην άξεστη ορμή τους: ντυμένοι με τζάκετ, αλυσίδες και δερμάτινα, ενίοτε με θεαματικό μακιγιάζ, διεκδικούν βουλιμικά και φτάνουν στα άκρα, θέλουν να ζήσουν και να εξουσιάσουν. Στη ρωμαλέα ποίηση του κειμένου ο σκηνοθέτης προσθέτει την επιθετική ένταση της κίνησης και της εκφοράς, μαζί και την ισχυρή μουσική πρόταση του Θοδωρή Αμπατζή. Η παράσταση άλλωστε παίζει με τους ήχους και τις δονήσεις, καθώς και με τα βροντερά πήγαινε-έλα των ηθοποιών στην πλατεία και τη ζωντανή παρουσία των μουσικών επιδιώκει να μεταδώσει τον τόνο της στις αισθήσεις του θεατή. Μόνο που κάποιες στιγμές αντί να είναι δυνατή, όπως το θέλει, γίνεται θορυβώδης. Αντί για γνήσια θυμωμένη, απλώς νευρική. Προκειμένου πάντως να επικαιροποιήσει το έργο, ο Λιβαθινός συνδυάζει εικόνες και ατμόσφαιρες ροκ συναυλίας, μιούζικαλ και μοντέρνας όπερας, ενώ οι βίαιες σκηνές (η τύφλωση του Γκλόστερ για παράδειγμα) αποκτούν κομίστικα γκροτέσκ αποχρώσεις. Παρόλο που οι παραπάνω τακτικές χρησιμοποιούνται με άκρα προσοχή, έτσι ώστε να μην τραυματίζεται το ήθος της γραφής – πόσο καλή, αλήθεια, η μετάφραση του Διονύση Καψάλη! – το παραστασιακό αποτέλεσμα είναι κατά τι πιο ανώδυνο και θεαματικό από όσο ίσως θα χρειαζόταν για να καταστεί αξέχαστα δραστικό. Εντυπωσιάζει πάντως το διεισδυτικό κριτήριο του σκηνοθέτη ως προς τη στελέχωση του εγχειρήματος, αφού το σύνολο των ηθοποιών, όσοι για πρώτη φορά βλέπουμε, αλλά και όσοι ήδη γνωρίζουμε από προηγούμενες εμφανίσεις τους στην πόλη, είναι πράγματι περιπτώσεις εκλεκτές, με ικανότητες και προσωπικότητα. Εκτός από τον Νικήτα Τσακίρογλου (Λιρ), που, ως ρημαγμένη μεγαλειότητα, επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά την υψηλή ερμηνευτική του κλάση, και, εκτός από τις κόρες του (Δημητρίου, Σπυροπούλου, Γιακουμή) σημειώνουμε ενδεικτικά τον Τρελό του Αστέρη Πελτέκη, τον Γκλόστερ του Γιάννη Χαρίση, τον Έντγκαρ του Στέλιου Ανδρονίκου.

10.05.2009, Χ.Σ. «Ροκ, όπως Λιρ», Μακεδονία

 

Για το link πατήστε εδώ