Ροκ διακοσμητικό

«Βασιλιάς Ληρ» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ στο θέατρο Παλλάς, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

Το 1681 παρουσιάστηκε στο Λονδίνο «Η Ιστορία του βασιλιά Ληρ». Ο τίτλος παρέπεμπε στο ομότιτλο αριστούργημα του Σαίξπηρ και εν πολλοίς επρόκειτο για το ίδιο έργο. Υπήρχαν όμως μερικές σημαντικές διαφορές: ο Ληρ π.χ. δεν πεθαίνει αλλά ξανακερδίζει τον θρόνο του, η Κορντέλια επίσης δεν πεθαίνει αλλά παντρεύεται τον Εντγκαρ. Η αρετή θριαμβεύει και οι θεατές δεν χρειάζεται να αντιμετωπίσουν τον αφανισμό των ηρώων. «Η Ιστορία του βασιλιά Λιρ» έφερε την υπογραφή ενός άγνωστου συγγραφέα, του Νέουμ Τέιτ. Σήμερα τον έχουν σκεπάσει στρώματα λήθης, τότε όμως η «νερωμένη» εκδοχή της τραγωδίας α λα Τέιτ, παρά την κατακραυγή των κριτικών, ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και παρέμεινε αγαπητή στο κοινό για δεκαετίες ολόκληρες. Λέγεται μάλιστα πως χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από εκατό χρόνια προτού ο πρωτότυπος «Ληρ» επιστρέψει ξανά στα αγγλικά θέατρα.

Όλα αυτά ακούγονται εξαιρετικά απίθανα σήμερα, ειδικά όσον αφορά τον Σαίξπηρ. Προτού βιαστούμε να λιθοβολήσουμε τον Τέιτ όμως, ας το ομολογήσουμε: πολύ θα θέλαμε να είχε «χάπι έντ» ο «Ληρ». Όπως έλεγε και ο Γουίλιαμ Χέζλιτ δεν υπάρχει τρόπος να περιγράψει κανείς την επίδραση του κειμένου πάνω μας: «ευχόμαστε να μπορούσαμε να προσπεράσουμε αυτό το έργο χωρίς να χρειαστεί να πούμε τίποτε. Ο,τι κι αν πούμε θα είναι κατώτερο του αντικειμένου…». Η εμπειρία του Ληρ είναι πράγματι σπαρακτική. Δύσκολα θα βρεθεί στην παγκόσμια λογοτεχνία σκηνή περισσότερο συγκινητική από αυτή του πολύπαθου γέροντα να κρατάει στην αγκαλιά του την ξεψυχισμένη κόρη του και να προσπαθεί με ένα καθρεφτάκι να αιχμαλωτίσει την ανάσα της.

Και αυτή η σκηνή είναι μία από πολλές. Ολόκληρο το σύμπαν που σκιαγραφεί ο Σαίξπηρ βουλιάζει σταδιακά όλο και βαθύτερα στα σκοτάδια του υπαρξιακού τρόμου. Δεν έχουμε πουθενά να κρατηθούμε. Ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα και οι τρελοί οδηγούνε τους τυφλούς. Ευγενείς που γίνονται ζητιάνοι, πατεράδες που διώχνουν τα παιδιά τους, παιδιά που προδίδουν τον γονιό τους, αδέλφια που εξοντώνονται μεταξύ τους, βασίλεια που διαμελίζονται, οφθαλμοί που εξορύσσονται, μια ατέλειωτη αλυσίδα συμφορών τυλίγεται γύρω μας. Οι κακοί καταστρέφονται αλλά και οι καλοί το ίδιο. Οσοι επιβιώνουν δεν έχουν τίποτε να προσδοκούν.

Γράφει ο Χάρολντ Μπλουμ: «Η αγάπη δεν θεραπεύει στην “Τραγωδία του βασιλιά Ληρ”. Αυτή αποτελεί την αφετηρία όλων των δεινών και συνιστά η ίδια μια τραγωδία». Ο Ληρ αγαπάει υπερβολικά την Κορντέλια και όμως προκαλεί τον χαμό της. Οι δύο άλλες θυγατέρες του, η Ρίγκαν και η Γκόνεριλ, μισούν τον πατέρα τους και προκαλούν τον εξευτελισμό του. Σε κάθε περίπτωση οι γονείς δεν μπορούν να προστατεύσουν τα παιδιά, ούτε τα παιδιά τους γονείς τους. Αυτή «η παγκόσμια πληγή που το έργο επιφέρει στην αξία της οικογενειακής αγάπης» είναι σύμφωνα με τον Μπλουμ η βαθύτερη αιτία που πολλοί θεατές βρίσκουν το έργο ανυπόφορο. Αν αυτή η αγάπη εξαφανιστεί, τότε τι απομένει; Τίποτε. Αν οι στενότεροι δεσμοί αίματος δεν αντέχουν στη δοκιμασία του χρόνου, τότε πού να βασιστούμε; Πουθενά.

Αυτόν τον κόσμο όπου έχουν έρθει τα πάνω κάτω και όλα όσα θεωρούσαμε δεδομένα έχουν γκρεμιστεί, ο Στάθης Λιβαθινός τον οραματίστηκε ως πανκ-ροκ συναυλία όπου οι τραγουδιστές χάνουν τον έλεγχο και τα «σπάνε» επί σκηνής. Την πρόθεση αυτή τουλάχιστον φανερώνει η αισθητική των σκηνικών, των κοστουμιών, της μουσικής αλλά και ο τρόπος με τον οποίο χοροπηδάνε οι νεότεροι ηθοποιοί φορώντας δερμάτινα μπουφάν με αλυσίδες ή άλλα μεταλλικά αξεσουάρ. Με «μαύρα» μάτια, σκούρα χείλη και λευκά πρόσωπα κάνουν πράγματι ό,τι μπορούν ώστε να μας πείσουν για τη σκληρότητά τους, την πανκ αγριάδα τους, ειδικά όταν το καλεί ο ρόλος, όπως στην περίπτωση του διαβολικού στρατηλάτη του κακού, Εντμοντ. Τίποτε δεν κατορθώνουν όμως: αυτή η συναυλία μπορεί να πληροί τις προϋποθέσεις της όψης και του μέλους, δεν έχει όμως ψυχή. Προτάσσει την κραυγαλέα κινησιολογική βαβούρα της λες και η κίνηση είναι αυτόματη απόδειξη ζωντάνιας. Ο θίασος, αιχμάλωτος του στάιλινγκ, καταφεύγει σε διαρκείς εκφραστικές υπερβολές, γκριμάτσες δίχως νόημα, τρεχαλητό, σπρωξίδι. Σηκώνει καπνό χωρίς να ανάβει φωτιά. Κανένας από τους ηθοποιούς δεν καταφέρνει να πλάσει έναν ήρωα με σάρκα και οστά: παραμένουν όλοι κακοφορμισμένες μαριονέτες παραδομένες στην ασάφεια και τον εκνευρισμό.

Η μεγαλύτερη απορία που γεννά η βραδιά όμως δεν είναι γιατί ο Λιβαθινός επέλεξε μια κατεύθυνση την οποία προφανώς αδυνατεί να υπηρετήσει. Η μεγαλύτερη απορία αφορά την επιλογή του πρωταγωνιστή: πώς μπορεί η σκηνοθετική αντίληψη για έναν ροκ «Ληρ» να ξεχωρίζει τον Νικήτα Τσακίρογλου ως κεντρικό εκφραστή της; Πράγματι η σύζευξη αποδεικνύεται ατυχής. Η οργή του διαγράφεται ξύλινη και η απόγνωσή του κακόμοιρη. Η τρικυμία του μυαλού του μοιάζει με ψιλόβροχο. Οι σκηνές επανένωσης και αποχωρισμού με την Κορντέλια περνούν και δεν αγγίζουν. Οι ελάχιστες στιγμές που γεννούν συμπάθεια- π.χ. όταν καβαλάει ξεμωραμένος το ξύλινο αλογάκι του μένουν μετέωρες, χωρίς συνέχεια. Είναι ομολογουμένως εξαιρετικά δύσκολος ρόλος: τόσο ο Μπλουμ όσο και ο Χέζλιτ έχουν υποστηρίξει ότι κείται πέρα από τα όρια της ερμηνείας. Ακόμη κι έτσι όμως, η προσπάθεια του Τσακίρογλου άφησε πολύ αχνό συγκινησιακό αποτύπωμα.

Κρίμα η μουσική: οι ατίθασες, εκρηκτικές συνθέσεις του Θοδωρή Αμπαζή συνιστούν το μοναδικό στοιχείο της παράστασης που ξεσηκώνει τον θεατή με τον καταιγιστικό ρυθμό του πάθους τους.

21.11.2010, Αρκουμανέα Λουίζα «Ροκ διακοσμητικό», Το Βήμα

 

Για το link πατήστε εδώ