Ο πόλεμος αφήνει μόνο τα κόκαλα των παιδιών σε μια λάρνακα

Ο Στάθης Λιβαθινός παρουσίασε μια πραγματικά συμβολική παράσταση καθώς έφερε στην ορχήστρα του θεάτρου έναν Χορό από εννέα γυναίκες-μανάδες και τον έκανε όργανο συλλογικής κραυγής, αλλά και με προσωπική ανάληψη του πένθους από κάθε μέλος του. Πρόβλημα πως δεν κατάφερε να θέσει όλους τους σημαντικούς ηθοποιούς του σε ενιαίο υποκριτικό κώδικα.

Το πολύ ενδιαφέρον και αμοιβαία επωφελές μνημόνιο συνεργασίας του Εθνικού με τον ΘΟΚ εγκαινιάστηκε με μια διπλά συμβολική παράσταση στην Επίδαυρο. Οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη είναι βέβαια ακριβοθώρητες στο θέατρό μας -θεωρείται έργο προβληματικό, δύσθυμο και παράκεντρο-, έχουν όμως καταφέρει να διαγράψουν μέχρι τώρα τη δική τους, ακριβή ιστορία.

Με μία μόνο παραγωγή του Εθνικού, στα 1966, όταν το βάρος έπεσε, όπως ήταν επόμενο, στο δημοκρατικό κήρυγμα του έργου. Και μία ακόμη, από τον ΘΟΚ, το 1978, με μια αληθινά ιστορική παράσταση, που εισήγαγε τον κυπριακό οργανισμό στο θέατρο της Αργολίδας και η οποία έδωσε βάρος -μοιραία τότε- στον επίκαιρο χαρακτήρα του έργου και στη διαχρονική έκκλησή του για τη συλλογή και ταφή των πεσόντων στα πεδία της μάχης.

Ως τιμητική αναφορά λοιπόν σε εκείνη κυρίως τη δεύτερη παράσταση, σαράντα χρόνια μετά, αλλά και ως μια δυναμική κοινή δράση προς το μέλλον, Εθνικό και ΘΟΚ σκέφτηκαν να συνεργαστούν φέτος στις κοινές τους ρίζες των «Ικέτιδων». Φυσικά απουσιάζει τώρα το επείγον εκείνης της εποχής, η βαθιά ανάγκη μεταφοράς της στην τέχνη, που καθόρισε τα πρώτα ανεβάσματα του έργου.

Και πράγματι σε αυτές τις «Ικέτιδες» και στη διδασκαλία τους από τον Στάθη Λιβαθινό, ούτε τα πολιτικά μηνύματα για την ανωτερότητα της Αθήνας και της δημοκρατίας της -ανωτερότητα που όπως πάντα επιζητεί να συνδέσει το πεπρωμένο με κάποιον ρόλο στην εφαρμογή του δίκαιου, ακόμα και εκτός συνόρων…- ούτε, ακόμα, η αγωνία των μανάδων να καταγγείλουν τον χαμένο ανθρωπισμό των νικητών, αποτελούν τον βασικό άξονα της απόδοσης. Δεν εξαφανίζονται ασφαλώς αυτά. Τοποθετούνται όμως στο πλαίσιο, αφήνοντας χώρο για μια νέα, σύγχρονη ερμηνεία του έργου. Και αυτή συνδέεται με την κριτική του παραλογισμού της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Μια μεγάλη πόλη, το Άργος, ενεπλάκη χωρίς να το καταλάβει και η ίδια σε έναν καταστροφικό πόλεμο. Σε αυτόν έχασε τον ανθό του στρατού της, η Ιστορία θα γράψει. Δεν αρκεί. Δίπλα σε αυτή τη μεγάλη Ιστορία, υπάρχει ακόμη η αφανής ιστορία των πεσόντων που εκτός από όνομα είχαν για τους δικούς τους ένα «σώμα». Οι μάνες τους, που έρχονται ικέτισσες από το Άργος για να ζητήσουν από την Αθήνα να βοηθήσει να παραλάβουν τα κουφάρια των γιων τους από τη Θήβα, δεν ζητούν τίποτα άλλο από αυτό το σώμα. Θυμίζουν με την ικεσία τους πως δεν υπάρχει τίποτα το ένδοξο σε έναν πόλεμο, τίποτα γενναίο και τίποτα αληθινά δίκαιο.

Ο νικητής Θησέας

Αυτό είναι το μάθημα που θα πάρει ο ίδιος ο βασιλιάς της Αθήνας, Θησέας, νέος ακόμα στην αρχή, όταν κρίνει με το πάθος της νιότης και στην καθαρή φορεσιά της τους ικέτες. Στην αρχή θα αποπάρει τον ικέτη Άδραστο -βασιλιά του νικημένου Άργους- για τον «παραλογισμό» του να κινήσει σε έναν ξένο πόλεμο. Με την παρότρυνση όμως της μητέρας του, της Αίθρας, και κυρίως μετά την αλαζονική στάση του Αργίτη Κήρυκα, που θα προκαλέσει τα δημοκρατικά του ιδεώδη, θα αλλάξει γνώμη και θα εμπλακεί και αυτός σε έναν νέο πόλεμο. Πόλεμο «τίμιο» ίσως και για το «καλό», – πόλεμο όμως, όπως και να ’χει.

Γι’ αυτό όταν επιστρέψει από αυτόν νικητής και δικαιωμένος ο Θησέας, δεν θα είναι πια ο ίδιος. Θα έχει ενηλικιωθεί απότομα, κατανοώντας ίσως πως κανείς, ούτε η δημοκρατία, μπορεί να επιβάλει το δίκιο της χωρίς φωτιά και μαχαίρι. Ίσως εκεί βρίσκεται ο λόγος γι’ αυτή τη δεύτερη, κουρασμένη παραίνεσή του στον Άδραστο να εκφωνήσει έναν επικήδειο για τους νεκρούς του Αργους χωρίς καμιά αναφορά στην όποια, κούφια γενναιότητα. Και πράγματι εκείνος, σαν να αντιλαμβάνεται το μύχιο κάλεσμα, παρουσιάζει τους νεκρούς όχι πια ως πολεμιστές μα ως ανθρώπους που θα τους άξιζε να έχουν ζήσει περισσότερο…

Ακολουθεί το περίεργο περιστατικό με την Ευάδνη να καίγεται μαζί με το κουφάρι του άνδρα της, του Καπανέα – πράγματι δύσκολο να συμπεριληφθεί σε μια κοινή ερμηνεία με τα προηγούμενα. Ας δεχθούμε πως έχουμε και εδώ τον χαμό ενός ακόμα νέου, κι έναν ακόμη πατέρα, τον Ιφι, να παραδέρνει στον χαμό του… Ας δούμε κι εδώ ακόμα ένα ξοδεμένο παιδί στα δίχτυα του ανθρώπινου παραλογισμού για την περιλάλητη «δόξα»… Και το έργο τελειώνει περίπου όπως άρχισε: Στην αρχή ήταν η μητέρα του βασιλιά, η Αίθρα, να υποδέχεται τις ικέτισσες. Τώρα, έρχεται η Αθηνά, μητέρα της πόλης του, να προφητεύσει τα μέλλοντα.

Τι προφητεύει, αλήθεια; Για το κοινό του Ευριπίδη όλα τα καλά βέβαια, για την πόλη του σταθερούς συμμάχους και νικημένους εχθρούς στο μέλλον. Για εμάς όμως (και για εκείνον πιθανόν, που γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Tροίας και στα λατομεία της Σικελίας) η θεά μιλά και γι’ άλλους πολέμους. Και γι’ άλλα παιδιά χαμένα στη μάχη.

Οργισμένες και διεκδικητικές

Διόλου τυχαία ο Λιβαθινός διαλέγει να παρουσιάσει στην ορχήστρα έναν Χορό από εννέα γυναίκες – ούτε ακριβώς Χορός ούτε και ακριβώς ομάδα μανάδων. Είναι μια απόπειρά του να κρατήσει τον Χορό όργανο μιας συλλογικής κραυγής, αλλά και με προσωπική ανάληψη του πένθους από το κάθε μέλος του.

Όπως και στον Χορό του Αγαμέμνονα στην «Ορέστεια», έχουμε και εδώ εννέα εξαιρετικές καλλιτέχνιδες να ενώνουν τις δυνάμεις τους: Αννα Γιαγκιώζη, Ανδρη Θεοδότου, Κόρα Καρβούνη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Αγλαΐα Παππά, Μαρία Σαββίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Τάνια Τρύπη και Νιόβη Χαραλάμπους. Η παράσταση στην αρχή δεν επιμένει στη σκηνική απόδοση της ικεσίας τους. Αντιθέτως τις βλέπουμε να έρχονται αλαφιασμένες στη σκηνή, σκονισμένες από τον δρόμο, φορώντας όλες το ίδιο φόρεμα, κουβαλώντας μαζί και τις… καρέκλες τους! Το πένθος τις κάνει να μοιάζουν διεκδικητικές, το δίκιο τους οργισμένες. Τα σκηνικά καμένα δέντρα του Γιώργου Σουγλίδη σημαίνουν ορθά τον όλεθρο του πολέμου, τα κοστούμια του όμως μοιάζουν μονότονα και τετριμμένα.

Σημαντικό μέρος της διδασκαλίας του σκηνοθέτη υπήρξε η μετρική απόδοση της τραγωδίας στην κάπως βαριά -είναι αλήθεια- μετάφραση του Γιώργου Κοροπούλη. Και σε αυτό συνέβαλε η μουσική επένδυση (και μετρική υπόκρουση) του Άγγελου Τριανταφύλλου, την οποία ωστόσο αυτή τη φορά βρήκα ιδιαίτερα περίπλοκη, χωρίς κάποια μελωδική έκφρασή της να περνάει στο κοινό. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου αποδείχτηκαν αληθινά εξαιρετικοί (ειδικά στη σκηνή της Ευάδνης).

Ένα πρόβλημα της παράστασης είναι πως φανερά δυσκολεύεται να θέσει όλους τους σημαντικούς ηθοποιούς της σε ενιαίο υποκριτικό κώδικα. Από την κάπως σχηματική Αίθρα της Κάτιας Δανδουλάκη, μέχρι τον αδρό Άδραστο του Χρήστου Σουγάρη μεσολαβεί δρόμος. Και αυτό ισχύει για όλους σχεδόν: αξιόλογοι ο καθένας στον ρόλο του, δύσκολα τους τοποθετεί κάποιος σε σύνολο.

Ο Θησέας του έργου πρώτα πρώτα ανήκει σε άλλη γενιά από τον ρόλο του Άκη Σακελλαρίου. Ο ηθοποιός είναι φανερά καλύτερος όταν παρουσιάζει τον βαθιά τραυματισμένο, βίαια ωριμασμένο Θησέα του «δεύτερου μέρους». Η Κατερίνα Λούρα δίνει τον δύσκολο ρόλο της Ευάδνης και δύσκολο να μην παραπέμψει κάποιος τις οιμωγές της στο μελοδραματικό είδος. Ο πατέρας της, Ιφις, του Θοδωρή Κατσαφάδου είναι ρόλος σύντομος μα καθοριστικός – μια αντρική φωνή πένθους δίπλα στις γυναικείες. Η Αγλαΐα Παππά παίζει την Αθηνά με το χαρακτηριστικό ερμηνευτικό κύρος της – κι εδώ όμως γίνεται φανερή η διαφορετική προσέγγιση του ρόλου σε σχέση με τους υπόλοιπους. Σχηματοποίηση παρουσιάζει ο «κακός» Κήρυκας του Χάρη Χαραλάμπους, φυσικότερα δίνεται ο Αγγελος του Ανδρέα Τσέλεπου.

Βρήκα προσωπικά την απόδοση του «παραχορηγήματος» -όπου τα παιδιά των Αργείων πεσόντων θρηνούν τους πατεράδες τους αλλά και υπόσχονται εκδίκηση- από τις δύο παιδικές χορωδίες του Ναυπλίου και τις γλυκές φωνούλες τους εκτός κλίματος: Προτιμώ να μείνω στη βαθιά συγκίνηση αυτών των μανάδων που δεν ζητούν να θάψουν στρατηγούς – ζητούν πίσω το σώμα του παιδιού τους.

Και τι θα τους αφήσει ο πόλεμος από εκείνο το σώμα; Κόκαλα μόνο, σε μια λάρνακα.

08.07.2019, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Ο πόλεμος αφήνει μόνο τα κόκαλα των παιδιών σε μια λάρνακα», Εφημερίδα των Συντακτών

 

Για το link πατήστε εδώ