Πληκτική φλυαρία

«Κατσούρμπος» του Χορτάτση από τη «Νέα Σκηνή» σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.

Είδα τον «Κατσούρμπο» Κυριακή απόγευμα με συν-θεατές μαθητές Γυμνασίου, οι οποίοι αποτελούσαν τα τέσσερα πέμπτα των θεατών· το γεγονός είναι παρήγορο και πρέπει κανείς να συγχαρεί τους εκπαιδευτικούς που ωθούν τους μαθητές τους σε τέτοιας ιστορικής και αισθητικής αξίας έργα.

Η εικόνα πάντως που αποκόμισα, συντεχούσης και της δασκαλίστικης πείρας μου, είναι η αμηχανία στο βλέμμα αυτών των παιδιών, τα οποία νιώθουν τελείως ξένα με τη γλώσσα του κειμένου. Διασκέδασαν σπάνια, και μόνο με τα πλέον φτηνά καμώματα των ηθοποιών, γιατί δυστυχώς η παράσταση είναι γιομάτη με φτηνά καμώματα, εξωτερικά τερτίπια, τεχνάσματα πολτοποιημένου κεφιού για να προκαλέσουν βίαια τον γέλωτα μάλλον των ανίδεων.

Ο Λ. Βογιατζής φοβήθηκε πιθανόν το χάσμα επικοινωνίας που χωρίζει τη γλώσσα του κειμένου με τη σύγχρονη ευαισθησία, κυρίως, των νέων και των ψευτοδιανοουμένων και θέλησε να συνοδέψει το κείμενο με αστεία και παράδοξα ποικίλματα. Τάχαμου αναχρονισμούς που έφταναν συχνά να ανατρέπουν όχι μόνο το ύφος ή το ήθος του έργου, αλλά και τα ήθη της εποχής του. Κακά τα ψέματα, έργα όπως αυτά, χωρίς να αποκλείεται όποιος σκηνικός εκσυγχρονισμός, ενέχουν την εποχή τους και χωρίς το χρώμα της δεν λειτουργούν. Γελοιοποιούνται πάντως τα πρόσωπα, όταν ο αναχρονισμός γίνεται χωρίς περίσκεψη και χωρίς στόχο.

Όταν η παράσταση βάζει τις ρουφιάνες με τις υπηρέτριες τους να μπανιάρονται στην παραλία με σκαμνάκια, όπως τη δεκαετία του ’50 στο Καβούρι, πάει στράφι όλος ο μόχθος του Στ. Κακλαμάνη που επιμελήθηκε το εξαίσιο πρόγραμμα.

Γιατί εκεί γίνεται προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί η εποχή και η παράσταση με τα καμώματά της τη διαλύει.

Το κρητικό κωμικό θέατρο υπακούει στις συνήθεις πυρήνες του ευρωπαϊκού· και στο μάτι του σκηνικού τυφώνα βρίσκεται πάντα η Τύχη· ο μοντερνισμός μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση αυτών των κειμένων, αν ληφθούν τα τυχαία γεγονότα, τα συμπτωματικά ως στοιχεία μιας μοιραίας απροσδιοριστίας που υπακούει σε μια κυβευτική.

Ο Λ. Βογιατζής προσπάθησε να μεταγράψει την ηθογραφία του Χορτάτση με μια «σύγχρονη» ηθογραφία με δάνεια από τα λαϊκά θεάματα. Θεμιτή η αναλογία αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Δεν έδενε με το κείμενο όπως εκφωνήθηκε.

Και το κείμενο (δεύτερη εφαρμογή μιας σχολικής μεθόδου για την «Αντιγόνη») εκφωνήθηκε άσχημα από μηχανικά χείλη. Οι νέοι ηθοποιοί του θιάσου είναι τελείως άπειροι και υποκριτικώς ανέτοιμοι να εκφέρουν ιδιωματικό λόγο και να παριστάνουν. Προσέχοντας το λόγο, έχαναν το σώμα τους και τη φυσική τους κίνηση. Εδώ ήρθε επίκουρη η σκηνοθεσία να προσθέσει ακροβατικά, τραγουδάκια, τερτίπια της «Μπάττας» του κουκλοθέατρου και κυρίως επιτηδευμένη φωνή. Όλος ο θίασος αλλοιώνει τη φωνή του για να παίξει τους γέρους, τις γριές, τους κωμικούς. Μίμηση, τάχα μου, του ερασιτεχνισμού· φευ, από ερασιτέχνες.

Αφήνω που ακούγοντας το λόγο αισθανόσουν πως οι άπειροι ηθοποιοί αναπαρήγαν τον δάσκαλό τους χωρίς γνώση των μυστικών του δεκαπεντασύλλαβου. Δεν κατανοούσαν τι ακριβώς έλεγαν και διαπίστωσα πολλούς τονισμούς εκτός νοήματος.

Δύο μόνο ηθοποιοί είχαν και σκηνικό ήθος και έδειχναν να απολαμβάνουν ό,τι έλεγαν· ο Στάθης Ληβαθινός που έπαιζε το Δάσκαλο (ένα ρόλο με χιλιάδες παγίδες) και η Δέσποινα Γκάτζιου (Κασσάντρα και Ανέζα). Αυτοί οι δύο δεν φαίνεται να υπέκυψαν εύκολα και στην αποπροσανατολιστική ευρηματική που οδηγούσε συχνά το θέαμα σε μια φλύαρη πλήξη. Η πλήξη ερχόταν από τον απρόσωπο λόγο (κανείς δεν γέλασε στην αίθουσα με το κείμενο)· η φλυαρία από τη συνεχή προσπάθεια των ηθοποιών να κάνουν κάτι, έστω και εναντίον του κειμένου ή της κατάστασης του ρόλου.

Το σκηνικό του Ν. Αλεξίου που υπηρετούσε τη θεατρικότητα της ερμηνείας μόνο στο τέλος αξιοποιήθηκε. Τα κοστούμια της Παπαντωνίου θεατρικώς νόμιμα.

Δεν μπόρεσα να εννοήσω τη συμβολή του κ. Κυπουργού. Άκουσα κυρίως τους στίχους τραγουδισμένους πάνω σε γνωστά μοτίβα (Μινόρε της αυγής, άστα τα μαλλάκια σου, καντάδες, ακόμα και τον ύμνο στη χαρά του Μπετόβεν!).

Είχα την τύχη να δω όλες τις παραστάσεις του κρητικού θεάτρου που ανέβηκαν μετά το ’50 στην Ελλάδα. Μερικές ήταν σημαντικές και κράτησα την ευφορία τους και ορισμένες έξοχες ερμηνείες. Πρόσφατα ο πράγματι πρωτοπόρος Κανέλλος Αποστόλου (που είχε ανεβάσει στο ΚΘΒΕ τον «Κατσούρμπο»), ανέβασε στο εθνικό το «Φορτουνάτο». Αν οι ηθοποιοί του Λ. Βογιατζή είχαν δει πώς παίζονται αυτοί οι ρόλοι από τον Ψαρρά, την Κώνστα, την Μαλικένζου, τον Μπουσδούκο, δεν θα αποφάσιζαν να εκτεθούν έτσι εύκολα με ένα κείμενο που σπάει κόκκαλα, όταν δεν το καταλαβαίνεις.

28.02.1994, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Πληκτική φλυαρία», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ