Η αμηχανία που ακολούθησε τη «Μήδεια» δεν έχει μα κάνει με το ότι δεν συνέβησαν πολλά στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου, αλλά με το ότι αυτά που συνέβησαν, καλά και κακά, ήταν αβάσταχτα ανάλαφρα.
Η πρώτη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού στο αρχαίο δράμα. Με τη «Μήδεια» μέσα από την καινούργια μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, τη μοντέρνα όψη, το ειρωνικό στήσιμο των ρόλων και του χορού, τη ζωντανή μουσική με τα μπλουζ, τα βαλς και τα τραγούδια στο ύφος του μιούζικαλ, ήταν μια σύγχρονη «ανάγνωση», που αναζητούσε τις αρθρώσεις της στο σήμερα, και που δανειζόταν τα δομικά της στοιχεία από τις καθημερινές συμπεριφορές. Πόσο όμως η καθημερινότητα μπορεί να σφυρηλατήσει το ύφος μιας τραγωδίας όπου ανατρέπονται όλο το θεϊκό και ανθρώπινο κατεστημένο;
Η τραγωδία της παιδοκτονίας, με το βάρος να πέφτει στο σύγχρονο κομμάτι, στον σαρκασμό, και σε ερμηνείες παραγεμισμένες με ασήμαντες λεπτομέρειες όσον αφορά της χειρονομίες, εύκολα μεταβλήθηκε σε κοινωνικό ψυχολογικό δράμα. Το δράμα μιας ξένης, προδομένης γυναίκας, που αντί να πάρει διαζύγιο και «γενναία» διατροφή από τον άπιστο και αχάριστο άνδρα της, σκοτώνει τα παιδιά της για να τον εκδικηθεί και να τον πονέσει.
Η Ταμίλα Κουλίεβα ως Μήδεια, μέσα από τον ρεαλισμό της εκφοράς του λόγου – οι μεγάλοι μονόλογοι στο ανοιχτό θέατρο μεγέθυναν το φυσικό αξάν της Ρωσίδας ηθοποιού που πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα – τόνισε την ξένη καταγωγή της ηρωίδας, την οποία η σκηνοθετική πρόθεση αντιμετώπισε κυκλικά, βάζοντάς την στις σκηνές του σπαραγμού της να σιγοτραγουδά γεωργιανά τραγούδια.
Γέμισε το θέατρο και τις δύο ημέρες (περίπου 17.000 θεατές). Μουδιασμένο το κοινό, ανάμεσα σε χάχανα, δυσαρέσκειες και λιγοστές επευφημίες παρακολούθησε μια παράσταση δύο ωρών και ενός τετάρτου, που κινήθηκε σχεδόν μονοθεματικά, γύρω από την προδοσία. Έτσι, που ο σπαραγμός της Μήδειας έγινε ειρωνεία, η τυφλή οργή θυμός, κι ο ρόλος του χορού μια κοινωνική σύναξη σε δεξίωση δίπλα στην πισίνα.
Η πισίνα εξάλλου ήταν το σήμα της παράστασης. Κυριαρχούσε (8Χ8μ.) στο κέντρο της αρχαίας ορχήστρας, με ένα πατάρι στενόμακρο πίσω, το οποίο είχε καλύψει τα ερείπια της σκηνής, και πάνω σε αυτό είχε τοποθετηθεί ένα λευκό πιάνο με ουρά. Η μνήμη του Ιάσονα (Γιάννης Μαυριτσάκης), με τον οποίο ξεκίνησε η παράσταση, καθισμένο στην άκρη της ορχήστρας, σκέπασε με λευκό φως τους λευκοντυμένους ήρωες και τα μέλη του χορού.
Λευκά βραδινά φορέματα – σαν νυφικά – για τις γυναίκες, λευκό σμόκιν – σαν γαμπριάτικο κοστούμι – για τους άνδρες (η όψη που πρότεινε η Ελένη Μανωλοπούλου στην πρώτη της σκηνογραφία στο αρχαίο δράμα και στην Επίδαυρο).
Ο χορός των γυναικών της Κορίνθου είχε αποκατασταθεί από μεικτό χορό, άνδρες και γυναίκες που παρακολουθούσαν και επενέβαιναν στα δρώμενα, μια παρέα κοσμικών δίπλα στην πισίνα. Μέσα σε αυτήν έριξαν τα κολονάτα ποτήρια τους ο φοβισμένος Κρέων (Δημήτρης Ήμελλος) και η θυμωμένη Μήδεια. Στα νερά της πισίνας έκλαψε, θύμωσε, ειρωνεύτηκε, παραπλάνησε, αποφάσισε και εκτέλεσε την παιδοκτονία η Μήδεια, καρφώνοντας το δίκοπο μαχαίρι στο περιμετρικό πλαίσιο, ενώ τα δυο της αγόρια παρακολουθούσαν σιωπηλά το διπλό φονικό.
Στα ρηχά νερά της πισίνας που βάφτηκε κόκκινη από το φως, θρήνησε ο Ιάσων, ενώ η Μήδεια αποχωρούσε «λυτρωμένη», και ο αντρικός χορός τραγουδούσε και χόρευε στο ύφος του μιούζικαλ «Α, Κολχίδα», κλείνοντας το δράμα.
Αποδοκιμασίες και επευφημίες
Είναι προς ψυχανάλυση αυτή η επιμονή να πλατσουρίζει η Μήδεια στα νερά. Ίσως η καταγωγή της από τη Μαύρη Θάλασσα να είναι η μία εξήγηση, μια άλλη η αναζήτηση της μαγείας μέσα από το νερό. Όπως και να ΄χει ήταν ένα εφέ, που αν και δεν πιστώνεται με πρωτοτυπία (έχουμε δει τη «Μήδεια» του Παπαϊωάννου μέσα σε νερά, και είναι γνωστή η «Μήδεια» της Φιόνας Σο στην πισίνα, πριν δύο χρόνια στο Λονδίνο), ωστόσο κυριάρχησε στα πάση φύσεως σχόλια, τα οποία ως έναν βαθμό αντανακλούσαν τις αντιδράσεις του κοινού, με τα διάσπαρτα «ου», αλλά και τα «μπράβο».
11.08.2003, Χατζηιωάννου Έλενα Δ. «Η πισίνα βάφτηκε κόκκινη …στη «Μήδεια» της Επιδαύρου», Τα Νέα
Για το link πατήστε εδώ