«Πικ Νικ»: παράσταση – ορόσημο για την αναβίωση της ελληνικής οπερέτας!

Λένε ότι «ο επιμένων νικά», και έπρεπε να φθάσουμε στο 4ο σκηνικό ανέβασμα οπερέτας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη (μετά από «Κόρη της καταιγίδος», «Βαφτιστικό» και «Χαλιμά»), και πέμπτο συνολικά ελληνικής οπερέτας (συνυπολογίζοντας και την «Κρητικοπούλα» του Σαμάρα ) μέσα σε μία μόλις τριετία για να μπορούμε να μιλάμε για δικαίωση των προσπαθειών όλων εκείνων που με ζήλο και αφοσίωση επενδύουν στο ξαναζωντάνεμα ενός μέχρι πρότινος ουσιαστικά νεκρού μουσικοθεατρικού είδους.

Τι έκανε τόσο ξεχωριστό το «Πικ Νικ» που παρακολουθήσαμε (21/2 ) στην «Αίθουσα Αλεξ. Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής; Εν ολίγοις, το βάθος και η ποιότητα της προετοιμασίας σε όλα τα επίπεδα.

Κατ’αρχάς επισημαίνεται η πλέον ικανοποιητική μέχρι τώρα σκηνοθετική προσέγγιση οπερέτας, που σηματοδότησε και το άκρως ελπιδοφόρο ντεμπούτο του Στάθη Λιβαθινού στο λυρικό θέατρο. Εμμένοντας κλασικά, ο Λιβαθινός επέλεξε αντί της μεταφοράς της δράσης στο παρόν μία στιλιζαρισμένη -εν είδει καρτ-ποστάλ- απεικόνιση της εποχής του έργου (σκηνικά και κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, βίντεο προβολές κινηματογραφικών επικαίρων εποχής του Χρήστου Δήμα ). Tις εντυπώσεις έκλεψε η καρτουνίστικη, δισδιάστατη απεικόνιση των ηρώων μέσα από τη χρήση -πάνω από τα κοστούμια- φορετών flat ποδιών/χαρτοκοπτικών, που «επισχολίαζε» τους μονοδιάστατους χαρακτήρες των δήθεν μοντέρνων Αθηναίων αστών της μπελ-επόκ, που εμπλέκονται σε παρεξηγήσεις, ερωτικές και όχι μόνο. Ορθά δόθηκε έμφαση στην σκιαγράφηση χαρακτήρων και στις διαρκείς ανατροπές καταστάσεων και όχι στους όποιους παραλληλισμούς με την σημερινή παθογένεια.

Κυρίως, όμως, εντυπωσίασε η λεπτομερής θεατρική διδασκαλία, που ξεκίνησε από την έξοχη δραματουργική επεξεργασία της Έλσας Ανδριανού. Με σεβασμό στο λιμπρέτο και την αισθητική της εποχής, οι επεμβάσεις στην πρόζα (γλωσσικές και άλλες ) περιορίσθηκαν στα απολύτως αναγκαία, ενώ έμφαση δόθηκε στη διασφάλιση ρυθμού της παράστασης μέσα από την συνεχή, εκφραστική κίνηση μονωδών, χορωδών και ηθοποιών (επιμέλεια κινησιολογίας: Έρση Πήττα ), την απουσία νεκρών χρόνων μεταξύ πρόζας-τραγουδιού, τα διακριτικά γκαγκς, τις κλεφτές χιουμοριστικές ματιές.

Σημαντικό παράγοντα της επιτυχίας αποτέλεσε, εξάλλου, η (επαν)ανακάλυψη -σχεδόν έναν αιώνα από τη σύνθεσή του (1915 ) και περίπου έξι δεκαετίες από το τελευταίο ανέβασμά του!- ενός έργου με σαφή μουσική αξία, την οποία ανέδειξαν τόσο η επιμελής αποκατάσταση της παρτιτούρας από τον μουσικολόγο Γιάννη Τσελίκα όσο και η αέρινη, πλαστικότατη μουσική διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου. Πέρα από το χαρακτηριστικό στο Σακελλαρίδη πάντρεμα της γαλλικής και βιεννέζικης οπερέτας με ακούσματα των Επτανήσων σε ένα βαθύτατα «ελληνικό», και δη «αθηναϊκό» μουσικό ψηφιδωτό, το «Πικ Νικ» δεν στερείται και σαφών επιρροών από τη γαλλική και την ιταλική όπερα ή ακόμη το αμερικάνικο σουίνγκ, σε επίπεδο τόσο ενορχήστρωσης όσο και φωνητικής γραφής. Με τη γνωστή ευφυΐα και μουσικότητά του, ο Πέτρου εξασφάλισε -επικεφαλής μίας άψογης Καμεράτας- ακρόαμα με καλοσταθμισμένες ισορροπίες λυρισμού και σφρίγους, αλλά και ζηλευτή ρευστότητα αφήγησης.

Εξίσου καθοριστική αποδείχθηκε, τέλος, και η φροντίδα που επενδύθηκε σε φωνητικό επίπεδο. Προερχόμενο σε μεγάλο βαθμό από την όπερα, το σύνολο σχεδόν της διανομής ανταποκρίθηκε με επάρκεια στις αυξημένες μουσικοδραματικές απαιτήσεις της οπερέτας. Ακμαίοι λυρικοί τραγουδιστές, όπως η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη (Λόλα) και η μεσόφωνος Ειρήνη Καράγιαννη (Νίνα) ή ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός (Αργυρός) συνδύασαν την τόσο κρίσιμη φωνητική γενναιοδωρία με έντονη σκηνική παρουσία. Ο συνήθως φερέγγυος τενόρος Δημήτρης Ναλμπάντης ανταπεξήλθε εντελώς οριακά στις δύσκολες άριες του Βερδελή. Ο Κωστής Ρασιδάκης και η Λυδία Αγγελοπούλου ενσάρκωσαν θαυμάσια το ζεύγος Φραμπαλά, ενώ καλά αποδόθηκαν και οι υπόλοιποι καρατερίστικοι κατά βάση ρόλοι. Τη δική τους σφραγίδα άφησαν εξαιρετικοί ηθοποιοί, όπως οι Δημήτρης ‘Ημελλος (απολαυστικός κος Μπρόουντ) και Άννα Κουτσαφτίκη (Ευανθία), ενώ με ζωντάνια τραγούδησε και κινήθηκε η Χορωδία των Μουσικών Συνόλων του Δήμου Αθηναίων.

Σίγουρα, η όλη παραγωγή θα απογειωνόταν εάν ανέβαινε σε μικρότερο σκηνικό χώρο και με υπέρτιτλους (ασυγχώρητη η παράλειψή τους!) ή εάν ήταν καλύτερα φωτισμένη. Αναμφίβολα, το χαμόγελο εξακολουθεί να προκαλείται ευκολότερα στους μεγαλύτερης ηλικίας θεατές, που αναζητούν πρωτίστως τη νοσταλγία, απ’ ότι στους νεώτερους που προσλαμβάνουν κάπως αμήχανα την ανίχνευση του πολιτιστικού αποτυπώματος μιας άλλης εποχής.

Έστω κι έτσι, πάντως, η συγκεκριμένη δουλειά -που θα παίζεται μέχρι τις 28/2- κατάφερε με εντιμότητα και συνέπεια, μακριά από ευτέλειες και ευκολίες, να μεταδώσει όσο λίγες την ανεμελιά και την κομψότητα ενός τόσο ιδιαίτερου μουσικοθεατρικού είδους. Κατά τούτο, και χωρίς καμία δόση υπερβολής, το «Πικ Νικ» συνιστά παράσταση-ορόσημο για την αναβίωση της ελληνικής οπερέτας…

25.02.2014, Χωριατάκης Ευτύχιος Δ. «Πικ Νικ: παράσταση – ορόσημο για την αναβίωση της ελληνικής οπερέτας!», Αθηνόραμα

 

Για το link πατήστε εδώ