Σε αυτή τη συμπαραγωγή της Εταιρείας Θεάτρου «Πράξη» και του θεάτρου του Νότου, ο Στάθης Λιβαθινός, που ανέβασε στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας» μια δραματοποιημένη απόδοση του πεζογραφήματος του Δημήτρη Δημητριάδη, ανέλαβε ένα μεγάλο ρίσκο και φαίνεται πως κέρδισε το στοίχημα.
Πράγματι το σύντομο αλλά βαθιάς πνοής κείμενο παρουσιάζει πολλές δυσκολίες – ιδιαίτερα σε μια συγχρονική του μεταφορά. Εμπνευσμένο καθώς είναι από τις εικόνες ηθικής και κοινωνικής διάλυσης που ακολουθεί τις αλλεπάλληλες ήττες των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, όπως μας τις παραδίδει ο Θουκυδίδης, συναρτάται επίσης με όλες τις διαδοχικές συρρικνώσεις και καταστροφές του νεώτερου ελληνισμού, με κορυφαία και αποφασιστική για τα ελληνικά πεπρωμένα, την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.
Αν και οι ενδυμασίες των τριών πρωταγωνιστών (φροντισμένες από τη Χρυσάννα Διαμαντή), που λίγο απέχουν από φροντισμένα ράκη, δεν παραπέμπουν σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο (ούτε άλλωστε η σκηνογραφία του Νίκου Αλεξίου, που περιορίζεται να φυτέψει στο γυμνό χώρο μαύρες κολώνες), είναι ωστόσο έντονη η αίσθηση, που την πιστοποιεί άμεσα η παράταξη φωτογραφιών από τη μικρασιατική εκστρατεία, ότι ο άξονας του κειμένου και της σκηνοθετικής γραμμής έχει στραφεί προς την περίοδο εκείνη.
Ο Στάθης Λιβαθινός μοίρασε την αφήγηση σε τρεις ηθοποιούς και βρήκε έναν αγωνιώδη ρυθμό ως αντηχείο του εσχατολογικού υβρεολογίου, που σε κατάσταση βαθιάς συντριβής και ηθικής παραίτησης εκφωνεί, ή μάλλον εκσφενδονίζει ο μονόλογο αυτός πάνω από τους θεατές. Και πρέπει να τονίσω εδώ ότι αυτές οι εικόνες της άμετρης φρίκης, η αποφορά και η δυσωδία μιας καθολικής σήψης και η οριακή εξάντληση των δυνάμεων ενός ολόκληρου έθνους δε θ’ ανταποδίδονταν τόσο εναργώς χωρίς την παρουσία της Άννας Μάσχα, μιας νέας ηθοποιού με ισχυρή νευρωτική κράση, που, χωρίς υπερβολές και καμώματα, μας έδειξε στην κυριολεξία τη συντριπτική οδύνη της αφήγησης πάνω στο πρόσωπο και το σώμα της. Κοντά της σε λειτουργική σύμπραξη ο Βασίλης Λάγγος, που παρά την κάποια ατονία του, διέσωσε το μέρος που τον αφορούσε, και ο Γιάννης Νταλιάνης που, κινούμενος με αγχώδη και εύθραυστη ισορροπία, μετέφερε περισσότερο υπαινικτική την ακραία σύλληψη του συνόλου έργου.
17.03.1995, Λογοθέτης Ηρακλής «Πεθαίνω σα χώρα – μνήμες καταστροφών», Αθηνόραμα